«Δεν εφησυχάζουμε, δεν παρασυρόμεθα». Βρήκα πολύ εύστοχο τον
τίτλο που συνόψιζε τη στάση της κυβέρνησης στην εξελισσόμενη ένταση με την
Τουρκία. Πόσω μάλλον που φαίνεται να εκφράζει τη γενικότερη στάση της Ελλάδας στην
οποία συγκλίνουν τα βασικά κόμματα. Καλό θα ήταν και τα ΜΜΕ να δείξουν μια
σχετική αυτοσυγκράτηση. Οι διαφορές απόψεων υπάρχουν, είναι γνωστές, αλλά οι
περιστάσεις απαιτούν περίσκεψη. Έτσι κι αλλιώς η κατάσταση είναι δύσκολη, οι
όποιες επιλογές δύσβατες, και άμεσες λύσεις δεν υπάρχουν. Επιδιώκουμε το
καλύτερο, είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο, πορευόμαστε με εθνική αυτοπεποίθηση
αλλά χωρίς εθνικιστικές «κορώνες» και ψευτομαγκιές.
Υπάρχει όμως και άλλος ένας παράγοντας ωθεί στην περίσκεψη.
Είναι η γενικευμένη αποδοχή της πραγματικότητας ότι η εθνική μας ασφάλεια
εξαρτάται πρωτίστως από την ένταξή μας στις πολιτικές και στρατιωτικές
συμμαχίες του δυτικού κόσμου, και την ίδια ώρα η διαπίστωση ότι αυτός ο κόσμος
έχει γίνει προβληματικός. Η πρόσφατη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ που
υπερθεμάτισε σε «φιλοαμερικανισμό», επικύρωσε την αποδοχή σε επίπεδο κοινής
γνώμης. Υπό μια έννοια, το έργο το είχαμε ξαναδεί στη μέση της δεκαετίας του
1980 όταν το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ αντικατέστησε τον αντιδυτικό λόγο της πρώτης
κυβερνητικής θητείας του με την ολοσχερή προσχώρηση στα «ήρεμα νερά» της Δύσης.
Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» έγινε γενικά αποδεκτό και στήριξε την πορεία ένταξης
στον στενό πυρήνα της ΕΕ την επόμενη δεκαετία. Εντούτοις, η διαφορά τού τότε
από το σήμερα είναι προφανής. Τότε το ερωτηματικό έμπαινε στο «ανήκομεν», τώρα
μπαίνει στη «Δύση». Τότε εμείς ήμασταν το «δύστροπο» μέλος, ενώ η Δύση ήταν
δεδομένη, ισχυρή και νικηφόρα. Τώρα εμείς αναζητούμε εναγωνίως στήριξη, αλλά η
Δύση είναι διχασμένη και σε υποχώρηση.
Παρά ταύτα το παρελθόν μας είναι χρήσιμο και διδακτικό. Τότε
η Ελλάδα είχε ακολουθήσει διαδοχικά δύο διαφορετικές συμπεριφορές ως
κράτος-μέλος αν και οι δύο είχαν στο επίκεντρό τους τη σχέση με την Τουρκία. Η
πρώτη συμπεριφορά, χοντρικά στη δεκαετία του 1980, έτρεφε λιγότερο ενδιαφέρον
για το ευρύτερο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενώ προέτασσε μεμονωμένα τα ιδιαίτερα
ζητήματα. Επικαλείτο διαρκώς τις εθνικές «ιδιαιτερότητες», τις αδικίες και τις
απειλές που υφίστατο από τους γείτονες και ζητούσε εκ των υστέρων την
αλληλεγγύη των υπόλοιπων μελών. Η δεύτερη συμπεριφορά που αποκρυσταλλώθηκε στη
συμφωνία του Ελσίνκι, στηρίχτηκε στην αντίθετη «φιλοσοφία». Η Ελλάδα συμμετείχε
ενεργητικά και εποικοδομητικά στις διαδικασίες ενοποίησης με άποψη και
ενδιαφέρον για τη συνολική πορεία. Ενέτασσε τα ιδιαίτερα προβλήματά της μέσα
στη γενική πορεία της ΕΕ και των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών, έτσι ώστε να αποτελούν
θέματα μιας ευρύτερης διαδικασίας επίλυσης διαφορών και όχι απλές διμερείς
συγκρούσεις δύσληπτες ή αδιάφορες για τους τρίτους. Συνάρθρωνε με άλλα λόγια τα
εθνικά θέματα και συμφέροντα με τα κοινά ευρωπαϊκά και τους διεθνείς κανόνες.
Αφετηρία της αστάθειας στη διεθνή σκηνή είναι το τέλος της
αμερικανικής ηγεμονίας στον Κόσμο. Το τέλος είναι δεδομένο και επιθυμητό. Όχι
από αντιαμερικανισμό αλλά γιατί ο Κόσμος είναι πλέον πολύπλοκος ώστε να ρυθμίζεται
από «πλανητάρχες» αμερικανούς ή κινέζους. Η προσεδάφιση όμως σε έναν
πολυκεντρικό Κόσμο, πόσω μάλλον σε έναν νέο διπολισμό, θα είναι τραυματικός και
συγκρουσιακός. Το διαπιστώνουμε ήδη στην περιοχή μας όπου παλιές και νέες
δυνάμεις εισδύουν στο κενό. Με ποιες
πολιτικές επιλογές και προσδοκίες συναρθρώνεται λοιπόν το εθνικό μας συμφέρον
σε ένα τέτοιο ασταθές και αβέβαιο γεωπολιτικό πεδίο; Αυτονόητα, η Ελλάδα προσβλέπει σε ένα σύστημα
διακρατικών σχέσεων που θα προέχουν οι διεθνείς κανόνες και το διεθνές δίκαιο
αντί της ωμής ισχύος. Αλλά αυτός είναι ένας στόχος, ενώ η πραγματικότητα είναι ταραχώδης.
Δεδομένου τούτου, το ερώτημα μεταφράζεται: σε ποια Δύση θα ανήκουμε τα προσεχή
χρόνια; Ουσιαστικά το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας συναρθρώνεται με τρεις
ευρύτερες θεμελιώδεις επιδιώξεις που όλες αφορούν το μέλλον της Δύσης στον νέο
παγκοσμιοποιημένο Κόσμο που χαρακτηρίζεται από την άνοδο της Ανατολής. Πρώτη, η
διατήρηση ενός ουσιαστικού ρόλου της Δύσης γενικά και στη Μεσόγειο ειδικά. Ούτε
ο παραδοσιακός αντιαμερικανισμός, ούτε ο νεόκοπος αντιγερμανισμός συνάδουν με
την εθνική μας ασφάλεια. Η ισχύς της Δύσης προϋποθέτει τη γεφύρωση του διχασμού
ΗΠΑ- Ευρώπης που έχει επιφέρει η πολιτική Τραμπ. Δεύτερη, η γεωπολιτική
ισχυροποίηση της Ευρώπης η οποία σήμερα κινδυνεύει να μείνει θεατής του ανταγωνισμού
ΗΠΑ, Κίνας, Ρωσίας στην ίδια της την περιοχή. Τρίτη, η οικοδόμηση μιας σταθερής
σύγκλισης συμφερόντων και συνεργασίας της Ευρώπης με τη Ρωσία προκειμένου να υπερβούν
τα ρήγματα που επήλθαν τα τελευταία χρόνια.
Είναι όλα αυτά ευχολόγια ή συνάδουν με υπάρχουσες δυναμικές,
έστω αντιφατικές και επισφαλείς; Πιστεύω το δεύτερο. Οι ΗΠΑ αποκλείεται να
ξαναβρούν την ισχύ τους όσο ακολουθούν μια σπασμωδική πολιτική που διαρρηγνύει
ιστορικές συμμαχίες, καταπατά αξίες, επαγγέλλεται συνεχείς εμπορικούς πολέμους,
και αντικαθιστά την τοπική επιρροή με φόνους εξ αποστάσεως. Η Ευρώπη, και
πρωτίστως η Γερμανία, αρχίζει να διαπιστώνει ότι η μηδαμινή γεωπολιτική
παρουσία της υποσκάπτει πλέον και την οικονομική της ευρωστία. Στην ουσία η
Ευρώπη αντιμετωπίζει το φάσμα μιας ιστορικής παρακμής και το ερώτημα είναι αν
θα βρει τις ζωτικές δυνάμεις να αντιστρέψει την τάση εμβαθύνοντας την
οικονομική και στρατιωτική ενοποίησή της. Η Ρωσία τέλος, παρά τις στρατιωτικές
και γεωπολιτικές της επιτυχίες, παραμένει και θα παραμείνει σύμφωνα με όλες τις
προβλέψεις, μια ασθενής οικονομία και ως τέτοια θα μπορούσε να ωφεληθεί από μια
νέα οργανικότερη αλληλεξάρτηση με την Ευρώπη.
Όλα αυτά είναι βεβαίως μεγάλα παιχνίδια και η Ελλάδα είναι
ένας μικρός παίκτης. Μικρός αλλά όχι ασήμαντος, γιατί είναι μέλος των δυτικών
συμμαχιών και γιατί βρίσκεται σε κρίσιμη περιοχή. Κατά την τελευταία δεκαετία
είδε το διεθνές κύρος της να υποχωρεί δραματικά λόγω της χρεοκοπίας. Τώρα
μπορεί και χρειάζεται να συνδυάσει την οικονομική της ανάκαμψη με μια νέα
ενεργή γεωπολιτική παρουσία που θα συναρθρώνει τα εθνικά συμφέροντα με ευρύτερα
διακυβεύματα. Και για άλλη και φορά, το κεντρικό διακύβευμα είναι η γεωπολιτική
ισχυροποίηση της Ευρώπη, ζήτημα υπαρξιακό πλέον. Σε αυτό η Ελλάδα πρέπει να
συνεισφέρει όχι σαν επαίτης προστασίας, αλλά σαν συνδιαμορφωτής μιας νέας
πολιτικής παρουσίας της Ευρώπης στη Μεσόγειο.
Πηγή: www.tanea.gr