Κάτι το οποίο χαρακτηρίζει διαχρονικά τις εποχές της ευημερίας και της ανάπτυξης είναι η εξωστρέφεια σε όλες τις κοινωνικές δράσεις. Μνημόνια συνεργασίας δημιουργούνται με φορείς και και κοινωνικούς εταίρους εντός και εκτός συνόρων, καινοτόμες δράσεις λαμβάνουν χώρα στην οικονομία και τον πολιτισμό, νέες ιδέες βρίσκουν εύφορο έδαφος μετασχηματίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ζούμε και επικοινωνούμε σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Είναι γεγονός ότι τούτη η γενιά θα είναι η πρώτη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η οποία θα ξεκινήσει έχοντας χειρότερη θέση από κάθε άλλη και αυτό δεν αφορά μόνον τα εργασιακά θέματα αλλά το επίπεδο και τη ποιότητα ζωής, εν γένει. Έχουμε δεκαετίες ως Ευρωπαίοι, αλλά και ως πολίτες του κόσμου, να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με την πολιτική των κλειστών συνόρων, αλλά και τον οικονομικό προστατευτισμό. Και, τούτο δεν έχει να κάνει με αυτό το ανόητο δίπολο του Αριστερά – Δεξιά, οι καιροί έχουν αλλάξει και όσοι επιμένουν σε τέτοια αναχρονιστικά σχήματα είναι, επιεικώς, εκτός εποχής. Είναι πασιφανές ότι βιώνουμε μία πολιτική κρίση η οποία ξεπερνά τα δικά μας σύνορα και έχει να κάνει, κυρίως, με την ταυτότητα των πολιτικών χώρων που είχαν τον πρώτο – και τελευταίο – λόγο στα Ευρωπαϊκά και εθνικά δρώμενα. Και αυτό, ασφαλώς, δεν είναι μόνο ένα τεχνικό ζήτημα, όσο και αν το οικονομικό έχει επισκιάσει κάθε άλλη πλευρά της ζωής μας. Δεν είναι, λοιπόν, απλώς, πολιτικό το όλο θέμα, αλλά βαθιά πολιτισμικό.
Η θετική όψη, όλης αυτής της προβληματικής κατάστασης η οποία δείχνει ότι μας έχει φέρει ενώπιον μιας μακράς περιόδου στασιμότητας, είναι ότι βγαίνουν στην επιφάνεια όλες οι θεσμικές δυσλειτουργίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – το οποίο σημαίνει ότι οι ηγέτιδες δυνάμεις θα αναγκαστούν αργά ή γρήγορα να πάρουν τις αποφάσεις τους. Το προσφυγικό έδειξε για μία ακόμη φορά το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης, αλλά και την αδυναμία στο να σχεδιάζουν και να εκτελούν ως σύνολο, προασπίζοντας της ιδρυτικές αρχές της Ένωσης. Ενώ, ακόμη, και τα θλιβερά γεγονότα από τα τρομοκρατικά χτυπήματα δείχνουν ότι η Ευρώπη, σε πολιτικό επίπεδο, δεν έχει καταφέρει να ενσωματώσει στους κόλπους της ανθρώπους οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ευρώπη. Πολλοί από αυτούς τους αποπροσανατολισμένους ανθρώπους, οι οποίοι είναι έρμαια της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας τους, σπούδασαν και εργάστηκαν στην Ευρώπη – δηλαδή είναι δεύτερης γενιάς Ευρωπαίοι.
Ακούω και διαβάζω από καιρό σε καιρό διάφορους που μιλούν για το επόμενο βήμα της ενοποίησης στα Ευρωπαϊκά πράγματα, ενώ στην πράξη τα Ευρωπαϊκά όργανα δε μπορούν να συντονίσουν τα κράτη-μέλη στη διαχείριση του προσφυγικού, δε μπορούν καν να ανταλλάξουν πληροφορίες με ταχύτητα και αξιοπιστία ώστε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Και, δε συζητώ καν την αποτυχία της εμπλοκής του ΔΝΤ στις διασώσεις κρατών μελών που βρέθηκαν εκτός αγορών. Η Ευρώπη έπρεπε να είναι σε θέση να διαχειριστεί πολιτικά όλα τα παραπάνω ζητήματα και αυτό γιατί συνολικά έχουμε τους πόρους και τις γνώσεις που απαιτούνται για διαχείριση κρίσεων αλλά και την ανάπτυξη νέων εργαλείων, μιας και οι καιροί βρίσκονται πάντοτε ένα βήμα μπροστά.
Στη γηραιά ήπειρο λείπει η πολιτική βούληση, λείπουν οι οραματιστές που ξεκίνησαν αυτό το πρότζεκτ σε εποχές στις οποίες υπήρχαν τεράστιες αντιστάσεις αλλά και έλλειμμα εμπιστοσύνης. Και, όμως, στάθηκαν στο ύψος τους διότι έβλεπαν τη μεγάλη εικόνα, έβλεπαν την Ευρωπαϊκή οικογένεια ως μία κοινωνία που πατά στις αρχές του συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι, αλλά και στις αξίες της εργασίας, της κοινωνικής συνοχής και του δημοσίου συμφέροντος.
Η ειρήνη και η ευημερία δεν είχε ποτέ για βάση της το φόβο – αλλά τη γνώση, την κατανόηση και την αντίληψη. Εμείς, λοιπόν, σε πείσμα των καιρών, θα βλέπουμε και θα επιμένουμε στη μεγάλη εικόνα, και αυτό γιατί δεν επιλέγουμε την εσωστρέφεια ως λύση, δεν επιλέγουμε την κοντόφθαλμη ματιά του προσωρινού, αλλά εστιάζουμε στις λύσεις που έχουν μόνιμο χαρακτήρα, στα θεμέλια που άλλοι δημιούργησαν για εκείνους και τα κληρονόμησαν σε εμάς. Αυτό, εξάλλου, είναι που μας κάνει και μεταρρυθμιστές.