Ας επιχειρήσουμε πάλι μια μακροσκοπική επισκόπηση των εξελίξεων των τελευταίων ημερών. Την χρειαζόμαστε για να μη μας παραπλανήσει ούτε η συγκυρία μήτε τα τεχνάσματα πολιτικού καιροσκοπισμού της κυβέρνησης.
Ποια είναι η συνολική εικόνα; Η κυβέρνηση πετυχαίνει να διατηρήσει την δημοσκοπική της υπεροχή στην οποία τώρα προσπαθεί να δώσει ιδεολογικό περιεχόμενο επειδή αυτό βρίσκει ότι την αβαντζάρει. Προβάλει το δόγμα ότι η ΕΕ οφείλει να μεταβάλλει πολιτική σε ότι αφορά τον χειρισμό του ελληνικού ζητήματος επειδή «έτσι ψήφισε ο Ελληνικός Λαός». Το δόγμα αυτό αποδείχνεται ότι έχει μεγάλη αξία στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής αγοράς, αλλά ελάχιστη στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με την τρόικα των εταίρων μας. Η ΕΕ είναι πολιτικό σύστημα που λειτουργεί με προσυμφωνημένους κανόνες. Γιαυτό και επιβιώνει έστω και ως πείραμα με όλες τις ατέλειές του. Οι κανόνες στηρίζονται σε μια αντίληψη της μακροπρόθεσμης προοπτικής κοινού συμφέροντος δεν μπορεί να μεταβάλλονται αλακάρτ κάθε φορά που κάποιους από τους εταίρους κρίνει για λόγους συγκυριακού κομματικού συμφέροντος ότι διαφορετικά φρονεί. Αυτό, όμως, φαίνεται ότι δεν την ενδιαφέρει τόσο την κυβέρνηση και γιαυτό συνεχίζει την ίδια τακτική που της δίνει υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά υποστήριξης. Ποια ακριβώς είναι αυτή η αβανταδόρική τακτική; Προφανώς η επίδειξη «εθνικής υπερηφάνειας» και «μαχητικού πνεύματος». Πρόκειται για κλασσική συμπεριφορά εθνικολαϊκιστικού καθεστώτος. Όταν δεν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα στρέφεις το ενδιαφέρον του κόσμου προς νεφελώδεις ψυχολογικές εκτονώσεις. Παλιότερα έκανες και ένα πόλεμο με τους γείτονες. Τι κέρδισε η κυβέρνηση από αυτόν τον εσωτερικό «θρίαμβο»; Η ίδια κέρδισε δημοσκοπικούς πόντους. Η χώρα, όμως, κέρδισε απολύτως τίποτα. Αντίθετα, μάλιστα, έχασε πολλά τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και, κυρίως, μεσομακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα έχασε αξιοπιστία και συμμάχους ενώ μακροπρόθεσμα προμηνύεται φιάσκο, αφού άνοιξε νέα μέτωπα που δύσκολα θα μπορέσει να τα κλείσει. Αυτό αφορά κυρίως δύο μέτωπα. Το «αντιγερμανικό» και το «γεωπολιτικό φόβητρο». Στο αντιγερμανικό μέτωπο, με το άνοιγμα του ζητήματος των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, οδηγείται σε πρακτικό αδιέξοδο με μαθηματική ακρίβεια. Πρώτο, επειδή στο μεν ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων στην πραγματικότητα θέτει ζήτημα ανατροπής της διεθνούς διαρρύθμισης του 1953 πάνω στην οποία στηρίχθηκε και στηρίζεται η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική μέχρι σήμερα. Είναι προφανές, ότι κανείς δεν πρόκειται να υποστηρίξει μια πολιτική αποσταθεροποίησης που θα σήμαινε τουλάχιστο οικονομικό πόλεμο στον πυρήνα της ευρωπαϊκής συνεννόησης. Σε ότι αφορά το κατοχικό δάνειο, εκεί τα πράγματα, στην καλλίτερη περίπτωση για την Ελλάδα, είναι να οδηγηθεί σε μακροχρόνιο διεθνή δικαστικό αγώνα με εξαιρετικά χαμηλή πολιτική δυναμική και αμφίβολο αποτέλεσμα. Πόσο καιρό, λοιπόν, απομένει στην αντιγερμανική υστερία για να διατηρήσει την εθνικολαϊκιστική έξαρση στο εσωτερικό μας; Νομίζω το πολύ λίγους μήνες. Όμως, η εγχάραξη αντιγερμανικών και κατ’ επέκταση ξενοφοβικών συνδρόμων θα είναι ισχυρή. Τι έχουμε να κερδίσουμε ως κοινωνία από μια τέτοια εξέλιξη; Τίποτα. Απλώς ρίχνουμε νερό στο μύλο του εθνικού απομονωτισμού.
Σε ό,τι αφορά, τώρα το γεωπολιτικό μέτωπο. Με διάφορες ρητορείες και θεατρικούς χειρισμούς η κυβέρνηση καλλιεργεί την εντύπωση ότι έχει περιθώρια να «εκβιάσει» την ΕΕ, με την απειλή μιας σπουδαίας αναπροσαρμογής των διεθνών συμμαχιών της με βάση την αξιοποίηση της αξίας που έχει στην διεθνή σκηνή το «οικόπεδο Ελλάς». Πρακτικά, όμως, τι ακριβώς σημαίνει αυτή η «απειλή»; Στην ουσία σημαίνει μια απόπειρα εκποίησης των πραγματικών ασημικών της χώρας – της γεωπολιτικής σημασίας της- έναντι του ευτελούς τιμήματος των πρόσκαιρων εντυπώσεων στο εσωτερικό. Γιατί, στην πραγματικότητα, η δυνατότητα πραγματικού γεωπολιτικού αναπροσανατολισμού της χώρας, σε αυτή την ιστορική φάση της παγκόσμιας ισορροπίας, είναι πρακτικά αδύνατη και προπάντων θεμελιωδώς ασύμφορη για την χώρα. Αυτή την ώρα, η Ελλάδα είναι μέλος ενός κερδοφόρου υπερεθνικού συνεταιρισμού, της ΕΕ και μετέχει σε μια εξ ίσου κερδοφόρα συμμαχία, την ευρωατλαντική (ΝΑΤΟ κλπ.). Αν πουλήσει το γεωπολιτικό πλεονέκτημά της, ποιος θα το αγοράσει και με ποιο τίμημα; Τα γεωπολιτικά μπλοκ είναι σήμερα συγκεκριμένα και αυτά μόνο μπορεί να είναι πελάτες μιας τέτοιας αγορπωλησίας: Το ευρωατλαντικό, το Ρωσικό και το Κινεζικό. Στο μυαλό ορισμένων ανόητων υπάρχει και το φαντασιακό μπλοκ των αδεσμεύτων. Από τα τέσσερα αυτά μπλοκ, το μόνο συγκροτημένο και επί του παρόντος κερδοφόρο είναι το πρώτο. Τα δύο επόμενα βρίσκονται σε κατάσταση εντελώς ασαφή καθώς προσπαθούν να υπερκεράσουν το εθνικό χαρακτήρα τους και να προχωρήσουν σε ευρύτερες συμμαχίες (πολιτικές και οικονομικές), το δε τελευταίο είναι τόσο γελοίο ώστε οι οπαδοί του ούτε καν τολμούν να υποστηρίξουν ανοιχτά τις ενδόμυχες επιθυμίες τους. Μέσα σε αυτό το σκηνικό τι μπορεί να πετύχει η μεγαλοστομία του όποιου Κοτζιά; Το μόνο που μπορεί να προσδοκεί η κυβέρνηση από τα ταξίδια των στελεχών της είναι κάποιες μικρές ή μεγάλες επενδύσεις. Αυτές όμως αφενός θα μπορούσαν να γίνουν και χωρίς να πουλήσουμε τα πολιτικά ασημικά μας (βλ. COSCO, ΔΕΠΑ) και αφετέρου αν γίνουν θα γίνουν ακριβώς επειδή είμαστε μέρος του γεωπολιτικού συστήματος της ΕΕ. Όλα τα άλλα είναι καραγκιοζλίκια για το εσωτερικό θέατρο σκιών. Αν υπάρχει κάτι το άξιο παρατήρησης σε αυτή την ζώνη είναι ότι δυστυχώς το εσωτερικό θέατρο σκιών κόβει ακόμη πολλά εισιτήρια! Αυτό είναι πράγματι μεγάλο πρόβλημα. Πολιτικό και ανθρωπολογικό. Να μη το υποτιμούμε.
Πάμε, τώρα, στο πεδίο του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας που μέχρι τώρα εκφραζόταν με τα διαβόητα μνημόνια. Τι έχει συμβεί εκεί; Η κυβέρνηση επί δύο περίπου μήνες έχει στήσει ένα θέατρο πάλι για τους θεατές του εσωτερικού που έχει ζημιώσει σημαντικά τα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας, χωρίς το κόστος αυτό να προοιωνίζει το παραμικρό όφελος στο μέλλον. Επί δύο μήνες η κυβέρνηση παλεύει να αλλάξει το λεξιλόγιο της σχέσης με τους τρείς εταίρους μας και, στο διάστημα αυτό, έχει αφήσει τα μεν δημοσιονομικά να ξεφύγουν από τον όποιο έλεγχο είχε επιτευχθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, την δε πραγματική οικονομία να ξαναβουτήξει στην ύφεση και στο αδιέξοδο καθώς απομακρύνεται η προοπτική μιας ανάκαμψης μέσα από τον μοναδικό δρόμο που είναι οι ιδιωτικές εγχώριες και ξένες επενδύσεις. Το αποκορύφωμα της αστοχίας της κυβέρνησης είναι η απομύζηση του φυτοζωούντος τραπεζικού συστήματος από κάθε ρευστότητα, στην προσπάθειά της να καλύψει τις δικές της ανάγκες, ανάγκες που η ίδια δημιούργησε με την παρελκυστική πολιτική της έναντι των εταίρων μας.
Έναντι του τεράστιου αυτού κόστους που επέβαλε στη χώρα για καθαρά δημοσκοπικές σκοπιμότητες, η κυβέρνηση τελικά συμφώνησε στο να συνεχιστεί το πρόγραμμα προσαρμογής που έχει δρομολογηθεί ήδη εδώ και πέντε χρόνια. Το πρόγραμμα προβλέπει τις ίδιες μεταρρυθμίσεις που προέβλεπε εξ αρχής και το μόνο που κατάφερε η κυβέρνηση είναι να της αναγνωριστεί ή ….ιδιοκτησία του, ενώ και σε αυτό είναι χαμένη, αφού ανέκαθεν το πρόγραμμα ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας. Οι εταίροι, νυν «θεσμοί», απλώς υποδείκνυαν τους στόχους και γίνονταν πιο συγκεκριμένοι όσο η κυβέρνηση στέρευε από δημιουργικές ιδέες. Στην ελληνική κυβέρνηση άφηνα πάντα την πρωτοβουλία να διαλέξει τα μέσα και εκεί κρίνεται πάντα η ικανότητα της «πολιτικής ανεξαρτησίας». Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Η κυβέρνηση τους ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί από την ευρηματικότητα και το ουσιαστικό περιεχόμενο που θα επιλέξει για τις πολιτικές της που θα επιδιώξουν την επίτευξη των στόχων του συνεχιζόμενου προγράμματος. Χρειάστηκε δύο μήνες η κυβέρνηση για να βρεθεί στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησε τον Γενάρη με μόνη τη διαφορά την μεταγλώττιση της ορολογίας στο νεόκοπο newspeak της. Μέγα κατόρθωμα. Το πρόβλημα και εδώ είναι ότι το κοινωνικό σώμα έχει αποδεχτεί το newspeak όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Αυτό είναι πραγματικό πρόβλημα. Ας μη το υποτιμούμε. Ποτέ μια κοινωνία δεν θα κατακτήσει τις υπηρεσίες του γιατρού, όσο ονοματίζει τον μάγο ως θεραπευτή.
Ας τελειώσουμε, τώρα, με μια απόπειρα να δούμε τις προοπτικές. Οι προοπτικές όλων αυτών των «εξελίξεων» θα κριθούν από το ουσιαστικό περιεχόμενο που θα δώσει η κυβέρνηση τις μεταρρυθμίσεις που ανέλαβε και θα εξακολουθήσει να αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν αυτοπροσδιορίζονται αυτοαναφορικά, δηλαδή δεν φτάνει να τις ονοματίσουμε. Κάθε μεταρρύθμιση έχει πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο, όπως επίσης διαβαθμίζεται ανάλογα προς την «επίδοσή» της ως προς την συμβολή της στο τελικά ζητούμενο. Αυτό το τελικό ζητούμενο είναι προφανώς η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας μας και η κοινωνική ευημερία (προφανέστατα ο ισορροπημένος συνδυασμός των δύο). Αν θεωρήσουμε ως ενδεικτικά των τάσεων τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Παιδεία, το μέλλον είναι μάλλον σκοτεινό. Εξ ίσου σκοτεινά φαίνονται και από τις Λαφαζάνειες απόψεις πάνω στο θέμα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενεργείας. Πρόκειται για αντιμεταρρύθμιση. Τι θα γίνει στις άλλες ζώνες πολιτικής; Δηλαδή τι μεταρρυθμίσεις θα γίνουν στην λειτουργιά της δημόσιας διοίκησης, της αγοράς, του ασφαλιστικού συστήματος, κ.ο.κ; Εδώ πλέον πρέπει να γρηγορούν οι φύλακες. Αν δεν έχουμε επεξεργαστεί ένα σαφές σοσιαλδημοκρατικό κριτήριο, δεν θα μπορέσει η κοινωνία να ασκήσει τον κριτικό της ρόλο για να προωθήσει τα πράγματα προς την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ ΕΝΟΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΎ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ θα ήταν ίσως μια καλή ιδέα για να προωθήσει τον κριτικό πολιτικό λόγο.