Τα αποτελέσματα των εκλογών της προσεχούς Κυριακής δεν θα είναι χωρίς εκπλήξεις. Το εύρος της κυβερνητικής αυτοδυναμίας, ο αριθμός των μικρών κομμάτων που θα υπερβούν το όριο του 3% και θα εισέλθουν στη Βουλή, το ποσοστό που θα λάβουν κάποια απίθανα μορφώματα στα οποία κατευθύνθηκαν οι ψήφοι των χρυσαυγιτών, είναι μερικές από αυτές. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της νέας πολιτικής συνθήκης είναι ότι τα άκρα, που πολλαπλασιάστηκαν και ενισχύθηκαν, διεκδικούν πλέον την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή τους. Τα αποτελέσματα αναμένεται, επίσης, να επιβεβαιώσουν τα πολιτικά μηνύματα που έστειλαν οι πολίτες στις εκλογές του Μαΐου: κυβερνησιμότητα και σταθερότητα με κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της Ν.Δ., σχετική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ και ελεύθερη πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Τελικά, σε αυτές τις διπλές εκλογές, στις οποίες κάποιοι φαντασιώνονταν αδιέξοδα παιγνίδια νικητών και ηττημένων, συντελέστηκε η μεγάλη ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών και ταυτόχρονα τέθηκαν οι βάσεις για την ανασυγκρότηση του πολιτικού σκηνικού της επόμενης μέρας.
Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό αναδεικνύονται δύο σταθερές. Από τη μία πλευρά, ο δικομματισμός Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε και έδωσε τη θέση του στην άνιση σχέση του ενάμισι κόμματος, με αδιαφιλονίκητη πολιτική κυριαρχία της Ν.Δ. στα δεξιά και σε μέρος του κέντρου του πολιτικού φάσματος. Από την άλλη πλευρά, Ο ΣΥΡΙΖΑ σε ελεύθερη πτώση ποσοστών, συσπείρωσης και κυρίως πολιτικής αξιοπιστίας παραμένει σε περιδίνηση, αρνούμενος να κατανοήσει τι και πως ακριβώς συνέβη. Μπορεί να επιχείρησε ανεπιτυχώς και καθυστερημένα, να αλλάξει την επικοινωνία του πολιτικού μηνύματός του, αυτού της «γκρίζας και σκοτεινής Ελλάδας», με μια περισσότερη θετική προβολή των θέσεών του, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει ότι δεν αποτελεί πια- όπως δεν αποτέλεσε ποτέ τα τελευταία τέσσερα χρόνια- μια εναλλακτική κυβερνητική λύση. Δεν αντελήφθη, επίσης, την ισχυρή ανάγκη και θέληση των πολιτών για επιστροφή στην κανονικότητα, με αποτέλεσμα να συνεχίζει τις παλινωδίες μεταξύ «αριστερής» συνθηματολογίας και απελπισμένης επίκλησης της θεωρίας της χαμένης «προοδευτικής» ψήφου. Δεν κατάλαβε, τέλος, ότι δεν αποτελεί τον «κύριο πολιτικό φορέα της δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα», ούτε κάποιο «πυλώνα της κεντροαριστεράς», αλλά ένα κόμμα μιας ριζοσπαστικής αριστεράς με συχνά ξεπερασμένες, ανεπεξέργαστες και ανερμάτιστες θέσεις- σαν αυτές του προγράμματος των πενήντα ημερών- που συγκινούν πλέον όλο και λιγότερους πολίτες. Όταν, παρά το εκλογικό αποτέλεσμα, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αυτοπροβάλλεται ως ο εκπρόσωπος των «συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας», τότε προφανώς αρνείται να αποδεχθεί ότι η κοινωνική πλειοψηφία τον ξεπέρασε και «μετακόμισε» προς το Κέντρο. Η ελεύθερη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κυρίως στο κενό της πολιτικής του. Γι’ αυτό και θα συνεχιστεί, με τη σταδιακή εκλογική κατάρρευσή του και την εμπέδωση της στρατηγικής ήττας του. Η ελεύθερη πτώση του συνιστά στην πραγματικότητα μία επιστροφή στην προ του 2012 πολιτική ταυτότητα του «αριστερού» και «κινηματικού» ΣΥΡΙΖΑ, με τις ίδιες αντιφάσεις, τις ίδιες συγχύσεις και όπως φαίνεται με τον ίδιο «θυμό» που εκπέμπουν τα περισσότερα στελέχη του μετά την ήττα, για την οποία φταίνε όλοι οι άλλοι, το «σύστημα», τα χειραγωγημένα ΜΜΕ, τα «συμφέροντα των ολιγαρχών» και, τελικά, ο ίδιος ο λαός που παραπλανήθηκε!
Το κενό που δημιουργείται στο πολιτικό σύστημα από τη άνιση λειτουργία του ενάμισι κόμματος οδηγεί αναγκαστικά στην ανασυγκρότηση του πολιτικού σκηνικού. Η ύπαρξη του πολιτικού χώρου του μεταρρυθμιστικού, κοινωνικού, προοδευτικού Κέντρου είναι η κύρια πρόκληση της επόμενης μέρας των εκλογών.
Πηγή: www.tanea.gr