Θεωρητικά η έννοια του νοήματος στη ζωή θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο ανάλυσης σε διαφορετικά επίπεδα (π.χ. μεταφυσικό, βιολογικό κ.λ.π.).
Με τα σημερινά δεδομένα και τον συστημικό πραγματισμό (ο άνθρωπος είναι εργαλείο στην υπηρεσία της λειτουργικότητας του συστήματος), ο οποίος κυριαρχεί στο ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, η προσέγγιση της έννοιας του νοήματος στην ανθρώπινη ζωή έχει κοινωνιολογική αναφορά και σχετίζεται με την ερμηνεία της σχέσης του ανθρώπου με την πραγματικότητα, που τον περιβάλλει, τον τρόπο της ζωής του σε σχέση με την αίσθηση της πληρότητας, που του δημιουργεί, καθώς και με τις αξίες, που προωθούνται και έχουν γενικευμένη ισχύ ιδιαιτέρως στις μαζοποιημένες κοινωνίες του θεάματος.
Το νόημα στη ζωή των ανθρώπων έχει άμεση σχέση με την βιωσιμότητα των ίδιων και του πλανήτη. Έχει επίσης κοινωνικές προεκτάσεις, ενώ λειτουργεί ως καταλύτης ακόμη και για την διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης και στάσης.
Το περιεχόμενο του οριοθετείται σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα κοινωνικών αξιών και την βίωση τους στην τοπική κοινωνία, στην οποία ζουν και αναπτύσσουν δραστηριότητα στο πλαίσιο των κοινωνικών τους ρόλων (εργασιακός, οικογενειακός, ενεργός ή μη πολίτης κ.λ.π.).
Βέβαια στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της διοχέτευσης προτύπων στις μαζοποιημένες κοινωνίες, τα οποία δεν διαμορφώνονται στις τοπικές κοινωνίες, αλλά ευθυγραμμίζονται με τις ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αναδύονται δυσκολίες σε σχέση με την κοινωνική συνοχή και εξεύρεση νοήματος στο τοπικό επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σταθερές αναφορές σε κοινωνικές αξίες, που παράγονται σε κοινωνικές διεργασίες, στις οποίες συμμετέχουν οι πολίτες. Στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος ιδιαιτέρως για τους νέους τα πρότυπα έχουν υπερτοπικό χαρακτήρα. Σημαντικός παράγων είναι η μορφή της αυτοπαρουσίασης (τρόπος ένδυσης, κόμμωση, τατουάζ κ.λ.π.), η οποία υπακούει και υπηρετεί καταναλωτικές ανάγκες, ώστε να κινείται η οικονομία με κερδοφορία.
Σε αυτές τις συνθήκες το άτομο αναζητά νόημα στη ζωή του, ενώ ταυτοχρόνως μετατρέπεται σε φορέα διακίνησης της λογικής της συνεχούς ανανέωσης των μέσων, που χρησιμοποιεί για την αυτοπαρουσίαση του. Η μόδα είναι το καλύτερο εργαλείο για την καλλιέργεια της αίσθησης, ότι όλα αλλάζουν συνεχώς και ανανεώνουν την ζωή του ατόμου με την εντύπωση, που προκαλείται στους άλλους.
Η ευδοκίμηση αυτών των προτύπων διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την γενίκευση της αίσθησης, ότι τα πάντα εξελίσσονται με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή η κινητικότητα στον εργασιακό τομέα σύμφωνα με τις επιταγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, ενώ ενισχύεται η ρευστότητα των κοινωνικών αξιών.
Αυτό βέβαια έχει ως αποτέλεσμα την ανασφάλεια σε ατομικό επίπεδο και την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, οπότε η αναζήτηση νοήματος από το άτομο δεν εδράζεται σε σταθερές αξίες, ούτε αποκτά περιεχόμενο μέσα από την κοινωνική του αναφορά.
Πολύ περισσότερο προσανατολίζεται στην ανταγωνιστική λογική του ατομικισμού. Ανάλογη είναι και η αντιμετώπιση των ατομικών προβλημάτων, ακόμη και αν η έκταση τους εγγίζει ευρύτερες κοινωνικές ομάδες σε περιόδους κρίσης, όπως είναι τώρα στην Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η ενσυναίσθηση ως αξία δεν λειτουργεί. Οι πολίτες δεν μπορούν να μπαίνουν στη θέση των συμπολιτών τους, να τους κατανοούν και να προσπαθούν να συμβάλλουν για την δημιουργία των προϋποθέσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων σε θεσμικό επίπεδο. Βρίσκουν νόημα περισσότερο στην «φιλανθρωπική» δραστηριοποίηση, η οποία δεν αντιδρά στα γενεσιουργά αίτια των κοινωνικών δυσκολιών και της γενικευμένης κρίσης.
Γι’ αυτό και η επιδίωξη να δοθούν λύσεις στα προβλήματα, δεν θέτει ερωτήματα ως προς το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο παράγει αξιακή ρευστότητα και συνθήκες κρίσης για μεγάλα τμήματα των κοινωνιών.
Επίσης το νόημα στη ζωή δεν αποκτά κοινωνική αναφορά στη συνείδηση του πολίτη. Ανάλογοι βέβαια είναι και οι παράμετροι, που επιδρούν στην διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης και στάσης. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η επιρροή, που ασκείται στους πολίτες από τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, ως αντίδραση στις προβληματικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Η περίπτωση του Donald Trump είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παντελής έλλειψη αξιακού περιεχομένου και κοινωνικής συνείδησης και δικαιοσύνης. Η μυθοπλασία της δημιουργίας θέσεων εργασίας για όλους και «η Αμερική πάνω από όλα» οδήγησε στην εκλογή του στο αξίωμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Όμως το νόημα της ζωής του ατόμου έχει κοινωνικές προεκτάσεις, οι οποίες δεν συνειδητοποιούνται από τους πολίτες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μη σύνδεση του με την δυναμική, που αναπτύσσεται σε πολιτικό επίπεδο και την έκφραση του ως κοινωνικής παραμέτρου του πολιτικού σχεδιασμού και της μετατροπής των πολιτικών αποφάσεων σε βιωνόμενη από τους πολίτες πραγματικότητα.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις, που μπορεί να επιφέρει ένα κακό εργασιακό περιβάλλον στο άτομο και να του στερήσει την δυνατότητα εξεύρεσης νοήματος ως εργαζόμενου.
Σύμφωνα με μια μελέτη (Tarani Chandola, Nan Zhang «Re-employment, Job quality, health and allostatic load biomarkers: prospective evidence from the UK Household Longitudinal Study», International Journal of Epidemiology, 10 Αυγούστου 2017), στην οποία πήραν μέρος 1116 Βρετανοί ηλικίας 35 έως 75 ετών, διαπιστώθηκε, ότι άτομα, που ήταν άνεργα και στη συνέχεια πήγαν να εργασθούν σε μια «κακή εργασία», παρουσίασαν υψηλότερα επίπεδα άγχους. Στον αντίποδα οι άνεργοι, που πήγαν σε πιο ποιοτικές εργασίες, κατέγραψαν καλύτερες επιδόσεις στους δείκτες άγχους σύμφωνα με μετρήσεις στο καρδιαγγειακό, μεταβολικό και ανοσοποιητικό σύστημα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται σίγουρα και η ενοικιαζόμενη εργασία. Η ανασφάλεια σε σχέση με το μέλλον και την επιβίωση οριοθετεί την αναζήτηση νοήματος από το μεμονομένο άτομο. Η πραγματικότητα του στερεί την δυνατότητα να διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων αναγκών.
Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση για τους άνεργους.
Τελικά η αναζήτηση νοήματος στη ζωή από τον απλό πολίτη οριοθετείται από τις ανάγκες των κοινωνικών συστημάτων (οικονομικό, εργασιακό, υγείας κ.λ.π.) σε σχέση με την λειτουργικότητα τους στο πλαίσιο ενός μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο στηρίζεται σε αξίες, που υπηρετούν την οικονομική δραστηριότητα και την αναπαραγωγή ενός πολύ συγκεκριμένου τρόπου οικοδόμησης της, ο οποίος βασίζεται στην κοινωνική ανισότητα.
Το πολύ αρνητικό για ορισμένες αδύναμες οικονομικά και πολιτικά χώρες, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, είναι, ότι οι νέοι αναζητούν σε άλλες χώρες την δυνατότητα να προσδώσουν νόημα στη ζωή τους. Αυτό βέβαια έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις, διότι η κοινωνία σε συνδυασμό και με την υπογεννητικότητα γηράσκει με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ ταυτοχρόνως καταρρέει το ασφαλιστικό σύστημα.
Σε βάθος χρόνου τίθεται και υπαρξιακό θέμα για την κοινωνία. Ορισμένα στοιχεία είναι πολύ ανησυχητικά. Το 2016 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10,8 εκατομ. άνθρωποι, το 2030 αναμένεται να είναι 9,9 εκατομ. και το 2050 μόνο 8,9 εκατομ.
Ο δείκτης ολικής γονιμότητας είναι 1,33 παιδιά ανά γυναίκα. Επίσης το 21% του πληθυσμού είναι πάνω από 65 ετών. Μόνο η Ιταλία έχει υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων στην Ευρώπη.
Η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων είναι πολύ αρνητική και ο κίνδυνος κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος γίνεται όλο και πιο απειλητικός.
Σε αυτές τις συνθήκες το νόημα στη ζωή του πολίτη κάτω από προϋποθέσεις θα μπορούσε να μετατραπεί σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα ομφαλοσκοπεί και αδυνατεί να αναλύσει και να κατανοήσει την σύνθετη πραγματικότητα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο, ώστε να σχεδιάσει μια, όσο γίνεται πιο ασφαλή, πορεία προς το μέλλον.