Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως στην Ευρωζώνη, την πιο προωθημένη εκδοχή της Ενωμένης Ευρώπης μέχρι τώρα, δίδει την ευκαιρία τόσο στο πολιτικό σύστημα, όσο και τους ευρωπαίους πολίτες, να συνειδητοποιήσουν ένα σύνολο αδυναμιών, οι οποίες δυσκολεύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την προοπτική της ενοποίησης. Ταυτοχρόνως καθιστούν την διαχείριση της ευρωπαϊκής πολιτικής στο πεδίο της εφαρμογής, μη λειτουργική σε σχέση με την επίτευξη των στόχων των ευρωπαϊκών κοινωνιών καθώς και των προσδοκιών για την οικοδόμηση ενός πολυπολιτισμικού μορφώματος, στο οποίο θα κυριαρχούν η αλληλεγγύη, η ειρήνη και η ευημερία. Και όλα αυτά σε μια πλανητική πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας, διαρκή διαφοροποίηση των συνθηκών και των συσχετισμών δύναμης, τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς και κυριαρχία της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης στην παραγωγική διαδικασία και την καθημερινότητα του ανθρώπου. Παραλλήλως η μεγάλη ταχύτητα της εξέλιξης, η πολιτισμική ρευστότητα λόγω της κατάρρευσης του συστήματος αξιών των τοπικών κοινωνιών μετά την επικράτηση της κοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτισμού, διαμορφώνουν αρνητικές συνθήκες, διότι δυσκολεύουν τους απλούς πολίτες να βιώνουν συνειδητά την καθημερινότητα. Αυτό το μωσαϊκό συμπληρώνεται με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της και με την συνεχώς μειούμενη διαθεσιμότητα φυσικών πόρων.
Ενώ αυτές οι παράμετροι οριοθετούν την πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο, η Ευρώπη ως ενιαίο μόρφωμα δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί αυτά τα νέα δεδομένα. Στο πεδίο εφαρμογής και όχι στο χώρο της θεωρίας, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στερείται στρατηγικού σχεδιασμού, σε αρκετές περιπτώσεις έχει ιδεολογηματικά χαρακτηριστικά, ενώ δεν συμπορεύεται με την ταχύτατη ροή του χρόνου και διαμορφώνεται με βάση τις εθνικές συγκλίσεις των ισχυρών κυρίως χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά, οι οποίες αποτελούν και τον πυρήνα της Ένωσης. Οι περιφερειακές ευρωπαϊκές χώρες, πασχίζουν να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες αξιοποίησης των δυνατοτήτων που επιτρέπουν να υφίστανται οι χώρες του Βορρά. Και οι δύο ομάδες αρκούνται σε αυτό το παιχνίδι, το οποίο τόσο οικονομικά όσο και πολιτισμικά, ωφελεί τον ισχυρό πυρήνα του Βορρά. Αυτό βεβαίως βραχυπρόθεσμα, διότι η δυναμική της εξέλιξης στον υπόλοιπο κόσμο κινείται με μεγάλη ταχύτητα, ενώ προκαλεί τέτοιες ανατροπές στους συσχετισμούς δύναμης, ώστε η προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης κινδυνεύει να ξεπερασθεί.
Συγκεκριμένα, σε σχέση με το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας, δεν κινείται απολύτως τίποτα. Μόνο εθνικές πολιτικές υπάρχουν. Το κέντρο βάρους της αμερικανικής στρατηγικής μετατοπίζεται προς ανατολάς, στην Ασία. Η Ευρώπη, η οποία κυριαρχείται από συντηρητικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές και αποτελεί τον «πιστό εταίρο» των Η.Π.Α., παρακολουθεί χωρίς να σχεδιάζει την πορεία της προς το μέλλον ως ενιαίο μόρφωμα. Και αυτό συμβαίνει όταν οι δυναμικά ανερχόμενες χώρες μπαίνουν επιθετικά και στον τομέα των εξοπλισμών, εκτός από την οικονομία.
Σύμφωνα με το Διεθνές Ερευνητικό Ίδρυμα για την Ειρήνη (Sipri), τη χρονιά που πέρασε (2012) διατέθηκαν για εξοπλισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο 1,75 τρισεκ. δολάρια, δηλαδή 0,5 % λιγότερα από το 2011. Όμως παρατηρείται «μετατόπιση του κέντρου βάρους των διατεθέντων ποσών για εξοπλισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο από τις πλούσιες δυτικές χώρες προς τις δυναμικά ανερχόμενες χώρες» (Sam Perlo-Freeman, ειδικός σε θέματα εξοπλισμών του Sipri). Οι Η.Π.Α. μείωσαν τις εξοπλιστικές τους δαπάνες κατά 6 %, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ μείωσαν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς κατά 10 %. Από το άλλο μέρος, η Κίνα από το 2003 ανέβασε τις δαπάνες κατά 175 %. Μόνο το 2012 η αύξηση ήταν 7,8 %. Η Ρωσία επένδυσε σε στρατιωτικές δαπάνες 16 % περισσότερο.
Βεβαίως το θέμα δεν είναι η αύξηση των εξοπλισμών. Αντιθέτως επιβάλλεται η εντατικοποίηση μιας πολιτικής μείωσης των εξοπλισμών σε πλανητικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, χωρίς να έχει μια αξιόπιστη και μακρόπνοη πολιτική σε αυτόν τον τομέα, πορεύεται με βάρκα την ελπίδα. Δεν έχει επεξεργαστεί την αναγκαία πολιτική στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού στρατηγικού σχεδιασμού. Η κάθε χώρα οριοθετεί την δική της πολιτική ασφάλειας, με βάση εθνικά κριτήρια και δυνατότητες. Πάντα δε το οικονομικό όφελος από τις εξοπλιστικές δαπάνες το έχουν οι ισχυρές οικονομικά ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες διαθέτουν και την ανάλογη βιομηχανική παραγωγή.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η Ευρωπαϊκή Ένωση και σε σχέση με την αντιμετώπιση πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων, τα οποία όμως θα έχουν οδυνηρές επιπτώσεις στο μέλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σχεδόν ανύπαρκτος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των προβλημάτων τα οποία θα δημιουργήσει. Μέχρι το έτος 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί κατά δύο (2) δισεκ. ανθρώπους περίπου σε σχέση με το παρόν. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, η πληθυσμιακή αύξηση θα συμβεί κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο στην Αφρική θα έχουμε αύξηση κατά 1 δισεκ. ανθρώπους, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της να αγγίξει το ύψος των 3,6 δισεκ. Μπορούμε να φαντασθούμε τι σημαίνει αυτό για το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών προς την Ευρώπη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Η προοπτική της πληθυσμιακής αύξησης, σημαίνει ότι μέχρι το 2050, η παραγωγή διατροφικών αγαθών θα πρέπει να αυξηθεί κατά 60 %, σύμφωνα με το Consultative Group on International Agricultural Research. Ακόμη και στις βιομηχανικές χώρες, πρέπει οι αγρότες να προετοιμαστούν για ακραία καιρικά φαινόμενα και τις επιπτώσεις τους στην αγροτική παραγωγή. Ήδη οι ξηρασίες από τώρα φροντίζουν για αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή τροφίμων. Η επικεφαλής του προγράμματος για την παγκόσμια διατροφή των Ηνωμένων Εθνών, Ertharin Cousin, επισημαίνει ότι «έχουμε να δράσουμε με μεγάλη ταχύτητα για να προστατεύσουμε τους φτωχούς του κόσμου».
Όσο προχωρά η ανθρωπότητα προς το μέλλον τόσο αυξάνονται και τα προβλήματα. Η δυναμική της εξέλιξης τρέχει με μεγάλη ταχύτητα και αναδεικνύει την αδυναμία των κοινωνιών, αλλά ιδιαιτέρως του πολιτικού συστήματος, να συμπορευθούν με αυτή την ταχύτητα της ροής του χρόνου. Γι’ αυτό η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει άμεσα τις διαδικασίες ενοποίησης στον οικονομικό και πολιτικό τομέα. Η οικονομική κρίση είναι η αρχή της επέλασης των πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων. Και οι εθνικές περιχαρακώσεις δεν συμβάλλουν στην επίλυση τέτοιας διάστασης προβλημάτων. Απεναντίας τα οξύνουν.
Οι κοινωνίες της Ευρώπης πρέπει να ενημερωθούν για τις προοπτικές της εξέλιξης. Η κοινωνία πολιτών επιβάλλεται να αναλάβει πρωτοβουλίες σε συνεργασία με την διανόηση, ώστε να δημιουργηθούν νέα δεδομένα και η πολιτική δυναμική να συμπορευθεί με την ταχύτητα της εξέλιξης. Ήδη υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την επεξεργασία ενός ευρωπαϊκού στρατηγικού σχεδιασμού. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίσει αυτή την τακτική της αργής και με εθνικές παρωπίδες, χωρίς αλληλεγγύη, αντιμετώπισης των προβλημάτων, τότε το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών θα είναι δυσοίωνο. Η ευθύνη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος γενικότερα, είναι πολύ μεγάλη.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι προβληματική σε ό,τι αφορά το επίπεδο του πολιτικού συστήματος και την αντικειμενική και ουσιαστική ενημέρωση της κοινωνίας για τα επερχόμενα προβλήματα. Έχει κανείς την αίσθηση ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό άγνοια σε σχέση με τις επερχόμενες εξελίξεις, παρά την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων για τα μεγάλα προβλήματα, τα οποία αρχίζουν να παίρνουν μόνιμο χαρακτήρα. Το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών είναι ήδη ορατό και μάλιστα δημιουργούνται προβλήματα ρατσισμού κα ξενοφοβίας. Τα γεγονότα της Νέας Μανωλάδας, με τον τραυματισμό μεταναστών από πυροβολισμούς πριν από λίγες μέρες, πιστοποιούν με τον τραγικότερο τρόπο τις προεκτάσεις του ρατσισμού και της ξενοφοβίας με την ανάπτυξη βίαιων συμπεριφορών. Το πολιτικό σύστημα, αντί να επεξεργασθεί και να προωθήσει, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, ουσιαστικές και βιώσιμες πολιτικές, οι οποίες υπερβαίνουν τις εθνικές περιχαρακώσεις, αρκείται σε ιδεολογήματα, λαϊκισμούς ή απλή διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας. Ταυτοχρόνως, δεν συνειδητοποιεί την ανάγκη να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του και το ρόλο του στη νέα πραγματικότητα, η οποία οριοθετείται από την ανάγκη μετάβασης σε υπερεθνικά σχήματα διακυβέρνησης, όπως είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης μπορούν να παίξουν τον αναγκαίο ρυθμιστικό ρόλο. Αυτή η αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για λήψη λανθασμένων αποφάσεων και επιλογές οι οποίες δεν βοηθούν την ελληνική κοινωνία να υπερβεί τα προβλήματα της και τις αδυναμίες της. Ούτε και συμβάλλει στην προώθηση των απαραίτητων αλλαγών στο επίπεδο του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος. Αρχίζουν όμως να εξαντλούνται τα χρονικά περιθώρια. Όσο προχωρούμε προς το μέλλον θα στενεύουν και οι δυνατότητες υπέρβασης θα ελαχιστοποιούνται. Η χώρα όμως πρέπει να κάνει τομές και υπερβάσεις για να επιβιώσει. Και δηλώσεις όπως «ο κυρίαρχος εκβιασμός από την πλευρά των φίλων μας των Γερμανών μπορεί να αντιστραφεί» (δήλωση προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ στις 09.04.2013), δείχνουν σε όλο της το μεγαλείο την αντίληψη περί ευρωπαϊκής πολιτικής, η οποία διεκδικεί την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε σωστό πλαίσιο. Η Ευρώπη ως ενιαία οντότητα, δεν οικοδομείται με τέτοια πολιτική λογική. Ακόμη και στην περίπτωση που μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση λειτουργεί με εκβιαστικά διλλήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δηλαδή οι αφετηρίες της έχουν εθνικές σκοπιμότητες, δεν ωφελεί η γενίκευση της πολιτικής εκβιασμών. Αυτό απομακρύνει τους λαούς από την ευρωπαϊκή προοπτική. Εξάλλου εμπεριέχει και μεγάλη δόση καιροσκοπισμού και ρίσκου ολικής κατάρρευσης της κοινωνίας, ενώ εμβαθύνει ακόμη περισσότερο την προβληματική κατάσταση η οποία προκύπτει από την έλλειψη ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικών αξιών, το οποίο υπερβαίνει τον αντιληπτικό ορίζοντα των τοπικών κοινωνιών. Πολύ πιο ουσιαστική συμβολή και στην επίλυση εθνικών προβλημάτων και στην ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι η διαμόρφωση ενός στρατηγικού σχεδιασμού στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα απειλούν με ισοπέδωση τόσο τις ανεπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Ακόμη δε μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για γηράσκουσες κοινωνίες, όπως είναι οι ευρωπαϊκές, εάν δεν προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση.