Σε αναζήτηση ελπίδας

Χρίστος Αλεξόπουλος 16 Φεβ 2014

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης και την επανεκκίνηση της πορείας ανάπτυξης είναι η έλλειψη ελπίδας. Μπορεί η κυβέρνηση να μιλάει για πρωτογενές πλεόνασμα και «φως στο βάθος του τούνελ» ή αρχή της ανάπτυξης στο τέλος του 2014, όμως η ελληνική κοινωνία βυθίζεται ακόμη περισσότερο στην ανασφάλεια. Μπορεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπόσχεται, ότι η εκλογή του θα σημάνει την έναρξη της εξόδου από την κρίση, αλλά τα εμπειρικά δεδομένα δεν δείχνουν, ότι διαμορφώνεται το αναγκαίο πλειοψηφικό ρεύμα για την επικράτηση του στις επόμενες εκλογές και την ανάληψη της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα της χώρας, όπως αυτό συγκροτείται στο παρόν, αδυνατεί να πείσει για την ύπαρξη προοπτικής και ελπίδας για την έξοδο από την κρίση και την οικοδόμηση ενός στέρεου μέλλοντος. Τα αίτια για αυτή την κατάσταση δεν έχουν μόνο εθνικά χρακτηριστικά, αλλά επεκτείνονται σε ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο.

Σε εθνικό επίπεδο κυριαρχούν οι αντιφάσεις της πολιτικής λειτουργίας. Συγκεκριμένα η πολιτική επικοινωνία κινείται σε διαφορετικό επίπεδο από αυτό της πραγματικής άσκησης πολιτικής. Οι πολίτες βεβαίως σε πραγματικό χρόνο δεν αντιλαμβάνονται αυτή την αντίφαση, είτε γιατί δεν έχουν την ανάλογη ενημέρωση, είτε διότι κρίνουν χωρίς ενεργοποίηση της κριτικής νοητικής λειτουργίας βασιζόμενοι κυρίως στο θυμικό και την εξιδανικευτική λογική ιδεολογημάτων, τα οποία φαντασιώνουν τον πολίτη σε σχέση με το μέλλον. Αντιλαμβάνονται όμως την λανθασμένη προσέγγιση, όταν διαπιστώνουν, ότι η εξέλιξη δεν είναι αυτή που τους παρουσίασαν οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος. Το καλύτερο παράδειγμα είναι αυτό, που συνέβη στην Ελλάδα. Ξαφνικά αποδείχθηκε καταστροφική η πολιτική πολλών ετών. Οι πολίτες το συνειδητοποιούν, διότι το βιώνουν στο «πετσί τους». Τώρα αντιλαμβάνονται, ότι αντιφάσκει η πραγματική άσκηση πολιτικής σε σχέση με αυτήν, που τους κοινοποιήθηκε σε επικοινωνιακό επίπεδο ως προς τα αποτελέσματα της. Και αυτό διαμορφώνει ένα ψυχολογικό κλίμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια για το μέλλον και πολύ μικρής κλίμακας εμπιστοσύνη στον πολιτικό λόγο.

Ταυτοχρόνως μαζί με την κατάρρευση της πραγματικότητας, την οποία βίωνε και απολάμβανε πριν από την κρίση, διαπιστώνει ο απλός πολίτης, ότι δεν ισχύουν οι αξίες, που αποτελούσαν σημείο αναφοράς της δραστηριοποίησης του στα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Στο οικονομικό είτε υφίσταται μείωση των αποδοχών του είτε οδηγείται στην ανεργία. Σύμφωνα με την Eurostat των Οκτώβρη του 2013 η ανεργία ήταν 27,8 %, ενώ το Σεπτέμβρη 27,7 %. Ειδικά στους νέους τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 59,2 % τον Οκτώβρη και 56,8 % το Σεπτέμβρη. Στο σύστημα υγείας παρατηρούνται επίσης μειώσεις των παροχών. Από το άλλο μέρος σιγά-σιγά συνειδητοποιεί, ότι η επιστροφή στις συνθήκες του παρελθόντος είναι ανέφικτη. Δεν είναι σε θέση όμως να απαγκιστρωθεί από αυτό, διότι δεν υπάρχει στον ορίζοντα ως πρόταση ένα νέο αξιόπιστο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, το οποίο θα του διασφάλιζε μια σίγουρη, σταθερή πορεία. Λείπουν επίσης εκείνες οι δυναμικές κοινωνικές δομές, οι οποίες θα λειτουργούσαν συνεκτικά και θα εξασφάλιζαν την ένταξη του σε μια συλλογικότητα, η οποία μπορεί να διαμορφώσει νέα δεδομένα και να δρομολογήσει εξελίξεις, οι οποίες θα τον έβγαζαν από την ανασφάλεια και το φόβο για το μέλλον.

Στο ίδιο μήκος κύματος της έλλειψης δυναμικής κινούνται και θεσμοί του κράτους και ιδιαιτέρως η δημόσια διοίκηση, η οποία από το ένα μέρος στηρίζεται σε μη λειτουργικό μοντέλο οργάνωσης και από το άλλο σε πολύ μεγάλο βαθμό διαπερνάται από την διαφθορά. Αποτέλεσμα αυτών των δύο παραγόντων είναι η μη παραγωγή έργου στο σωστό χρόνο και η ευδοκίμηση πελατειακών σχέσεων με τους πολίτες. Η συναλλαγή με την «κρατική μηχανή» έχει συχνά εμπορικά χαρακτηριστικά και χρειάζεται η παρεμβολή του «μέσου» για την διεκπεραίωση των αιτημάτων των πολιτών. Αυτές οι συνθήκες όμως έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην διόγκωση της κρίσης και την πρόκληση αμφιβολιών στους πολίτες για την δυνατότητα αντιμετώπισης των μεγάλων δομικών προβλημάτων της χώρας. Και αυτή η κατάσταση ανεβάζει το δείκτη ανασφάλειας, ενώ ταυτοχρόνως δεν επιτρέπει να αναπτυχθεί θετική ψυχολογία και ελπίδα στην κοινωνία σε σχέση με την δυνατότητα της να υπερβεί την κρίση.

Παράλληλα η ελληνική κοινωνία «ακουμπά» πολιτικά σε πολιτικούς σχηματισμούς και πολιτικά πρόσωπα, στα οποία κυριαρχούν ο λαϊκισμός, η έλλειψη επιστημονικών μηχανισμών τεκμηρίωσης και πολιτικού σχεδιασμού, η απουσία στρατηγικής σκέψης, η ιδεοληπτική λειτουργία, η ανικανότητα διαλόγου και ανυπαρξία συναινετικών διαδικασιών. Αρκεί να παρατηρήσει κάποιος είτε την κυβερνητική πλευρά είτε την αντιπολίτευση στην κοινοβουλευτική τους λειτουργία και θα καταλάβει πολύ καλά, για ποιό λόγο αποδυναμώνεται η δημοκρατία και αναπτύσσεται η εσωστρέφεια και ο εθνικισμός. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν πολύ καλά, είναι να πριονίζουν το κλαδί, πάνω στο οποίο κάθονται. Αντί να καταθέτουν τεκμηριωμένες προτάσεις με μετρήσιμα αποτελέσματα και να διαλέγονται αναζητώντας και συναινέσεις ή βελτιώσεις πλειοψηφικών προτάσεων, προσπαθούν στο πλαίσιο παράλληλων μονολόγων να βγάλουν ο ένας τον άλλο ανίκανο ή υπηρέτη ξένων συμφερόντων. Το αποτέλεσμα βεβαίως είναι να οδηγούνται οι πολίτες στην αποστασιοποίηση από την πολιτική και στην αμφισβήτηση της ικανότητας του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την πολυδιάστατη κρίση, η οποία ταλαιπωρεί τη χώρα. Το πιστοποιούν όλες οι δημοσκοπικές προσεγγίσεις. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται το πολιτικό σύστημα και τα πρόσωπα, που το υπηρετούν. Το πολύ άσχημο και επικίνδυνο είναι, ότι σε μεγάλο βαθμό δεν ελπίζουν.

Προς την ίδια αδιέξοδη κατεύθυνση οδηγούν και οι συνθήκες, οι οποίες επικρατούν στον ευρωπαϊκό χώρο και κυρίως στην ευρωζώνη, την οποία η κρίση βρήκε απροετοίμαστη από το ένα μέρος, ενώ από το άλλο ανέδειξε με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη να προχωρήσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στην ολοκλήρωση του. Η νομισματική ένωση χωρίς την αντίστοιχη πολιτική και οικονομική ωθεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε κατάρρευση. Το θέμα είναι, εάν το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι σε θέση να υπερβεί τις εθνικές του αναφορές, οι οποίες αποτελούν και τις δεξαμενές της πολιτικής του νομιμοποίησης και να λειτουργήσει με ευρωπαϊκή λογική και συνείδηση. Όχι μόνον αυτό, αλλά να δει ότι το εθνικό δεν αποτελεί παρά μόνο μια συνιστώσα του ευρωπαϊκού συμφέροντος. Έξω από αυτό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης το εθνικό συμφέρον ισοδυναμεί με «όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας». Και το κακό είναι, ότι ακριβώς σε αυτή την παγίδα έχουν πέσει τόσο κυβερνήσεις όσο και ένα σημαντικό κομμάτι των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο συνεχώς αυξανόμενος ευρωσκεπτικισμός το επιβεβαιώνει. Στην Ελλάδα, στην οποία η λογική του «αποδιοπομπαίου τράγου» ανθεί και ευδοκιμεί η συνωμοσιολογία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται από ένα μεγάλο, πλειοψηφικό τμήμα του πληθυσμού ως ο καταλύτης των δεινών της κρίσης. Δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά στα Μνημόνια ή τις μεγαλόστομες ρήσεις περί Μερκελισμού. Εκείνο που δεν γίνεται, είναι η αυτοκριτική του συνόλου του πολιτικού συστήματος, τόσο αυτού του τμήματος του που διαχειρίστηκε κυβερνητική εξουσία, όσο και αυτού που κινήθηκε στο χώρο της αντιπολίτευσης. Στο σύνολο του δεν είχε ούτε μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό ούτε τεκμηριωμένες και με μετρήσιμα αποτελέσματα πολιτικές προτάσεις. Και αυτό ισχύει όχι μόνο σε σχέση με το εσωτερικό της χώρας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε το πολιτικό σύστημα και σε σχέση με την Ευρώπη. Που να στηριχθεί ο απλός πολίτης για να έχει βάσιμες ελπίδες για το μέλλον και την προοπτική τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής κοινωνίας;

Σε πλανητικό δε επίπεδο οι διαφαινόμενες εξελίξεις δεν είναι ευοίωνες. Στο πρόσφατο συνέδριο για το 2014 του Παγκόσμου Οικονομικού Φόρουμ στο Davos της Ελβετίας έγιναν εξαιρετικά σημαντικές επισημάνσεις για τις οικονομικές εξελίξεις. Κατ’αρχήν η ευημερία των εργαζομένων στη Δύση δεν καταγράφει πλέον ανοδική πορεία, ενώ η ανισότητα μεταξύ της κορυφής και των μεσαίων σε σχέση με τις απολαβές εργαζομένων εγγίζει ιστορικής εμβέλειας άνοδο. Επίσης ο συνδυασμός της τεχνολογικής επανάστασης με την έλλειψη καλοπληρωμένων εργασιακών θέσεων μέσου επιπέδου και την αυξανόμενη ανισότητα θα αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική ακόμη και μετά την κρίση. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα μηνύματα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ είναι ερμηνεύσιμες οι οικονομικές και εργασιακές εξελίξεις στην Ελλάδα ως προς τους στόχους, που υπηρετούν και τις επιπτώσεις στο μέλλον, οι οποίες βέβαια θα ελαχιστοποιούν την προοπτική οικοδόμησης μιας πραγματικότητας με κοινωνική δικαιοσύνη. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Ελλάδας δεν φαίνεται να «συγκινούνται» από τις διαφαινόμενες εξελίξεις. Και η ελληνική κοινωνία ακόμη δεν δείχνει να συνειδητοποιεί τις επικίνδυνες ανισορροπίες, οι οποίες είναι προ των πυλών. Ήδη έχουν αρχίσει να ενεργοποιούνται οι διαδικασίες μετασχηματισμού της και δημιουργίας ενός μορφώματος χωρίς την κοινωνική διαστρωμάτωση του παρελθόντος. Η μεσαία κοινωνική τάξη συρρικνώνεται αποφασιστικά, ενώ γενικότερα δρομολογείται η φτωχοποίηση. Και ταυτοχρόνως επιβαρύνεται η κατάσταση από το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, την οποία προκαλεί η άγρια εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών των χωρών του Νότου από τον ανεπτυγμένο Βορρά.

Με βάση αυτά τα δεδομένα η αναζήτηση ελπίδας από τους πολίτες θα αποκτήσει χαρακτηριστικά μόνιμης διαδικασίας, εκτός εάν γίνουν οι αναγκαίες υπερβάσεις σε πολιτικό επίπεδο και παραλλήλως καταστεί εφικτή η οικοδόμηση δυναμικών κοινωνικών δομών με την συμβολή και της διανόησης. Είναι ικανό το πολιτικό σύστημα να κάνει την αναγκαία επανεκκίνηση, ώστε να βασίζει την λειτουργία του σε μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό και ρεαλιστικές πολιτικές με μετρήσιμα αποτελέσματα από το ένα μέρος και από το άλλο να ανιχνεύσει και να εκφράσει την δυναμική των κοινωνικών εξελίξεων, οι οποίες έχουν ήδη δρομολογηθεί; Οι παράγοντες, οι οποίοι προκαλούν αυτές τις εξελίξεις, έχουν τεθεί «επί τάπητος» στο Davos. Επίσης θα αναλάβει τις πολιτικές και κοινωνικές ευθύνες, που της αναλογούν, η διανόηση; Θετικά δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν. Η περίπτωση των 58, εάν αποκτήσει πολύ πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, θα μπορούσε να προκαλέσει ευρύτερες ανακατατάξεις και αλλαγές.

Ως προς τη σχέση ισορροπίας δε μεταξύ των νέων πολιτικών σχηματισμών ή της επανεκκίνησης των ήδη υπαρχόντων με τις δυναμικές κοινωνικές δομές, που πρέπει να οικοδομηθούν, καλό θα είναι να διέπεται από μια φράση, που είναι γραμμένη στο λογαριασμό του αντιδήμαροχυ Ηλιούπολης Κώστα Σεφτελή στο Twitter. «Οι άνθρωποι μπορούν να αμφισβητούν όσα λες, αλλά θα πιστέψουν αυτά που θα κάνεις». Με αυτό τον τρόπο θα αρθεί μια ουσιαστική αντίφαση της πολιτικής λειτουργίας, αυτή που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική επικοινωνία και την πραγματική άσκηση πολιτικής. Για να αρχίσει να χτίζεται μια άλλη, με ποιοτικά χαρακτηριστικά, σχέση μεταξύ πολιτικού συστήματος και πολιτών.