Κάποτε, ένας πρόγονός μας που γιόρταζε τ? Αγιαντρέα και είχε εκλεγεί πρωθυπουργός με ένα κόμμα που λεγόταν ΠΑΣΟΚ είπε πως ύψιστο πολιτικό καθήκον «των προοδευτικών δυνάμεων» ήταν «να κλείσουν την δεξιά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας».
Θα μπορούσαμε σήμερα να ονομάσουμε εκείνη την περίοδο «αρχή του ελληνικού μεταπολιτευτικού λαϊκισμού».
Λίγα χρόνια πριν, το μικρό κομμάτι της τότε Ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς είχε αντισταθεί στην αντιευρωπαϊκή λαίλαπα του Παπανδρέου και του Φλωράκη και συντασσόμενο με τον φιλελεύθερο ηγέτη Κωνσταντίνο Καραμανλή και την δεξιά, είχε ψηφίσει στο κοινοβούλιό μας την ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας, επιχειρώντας να ανατρέψει τον κυρίαρχο, τότε, στην Αριστερά σταλινικό, πνευματικό και πολιτικό ορίζοντα του ΚΚΕ, παρ? όλο που το τελευταίο συνέβαλε στην «αποεμφυλιοποίηση» του δημόσιου λόγου.
Κύρκος και Ηλιού αντιμετωπίσθηκαν τότε «στη Βουλή και στο λαό» από τον ΚουΚουΕδικο ανθρωποκανιβαλισμό και τον αδίστακτο Ανδρεϊκό λαϊκισμό ως προδότες!
Αν και ο όρος «ευρωκομμουνιστική» είναι πια ένας ιστορικός, καταγωγικός προσδιορισμός, το ίδιο εκείνο μπλοκ ιδεών και ανθρώπων βρέθηκε το 2010 μπροστά σε ακόμα χειρότερη αντιευρωπαϊκή λαίλαπα, πλαισιωμένη από έναν χυδαίο εμφυλιοπολεμικό λόγο μίσους και εσωτερικού διχασμού:
«Ή εμείς ή αυτοί»!
«Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»!
Η ειρωνεία είναι ότι προήλθε από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που παρουσιαζόμενο ως ανανεωτική αριστερά ενταφίασε σε λιγότερο από μία δεκαετία, ανανεωτικές ιδέες και γόνιμους προβληματισμούς που είχαν αρχίσει να αποκτούν μαζική έκφραση από τα μέσα περίπου της δεκαετίας ?60-?70.
Τον Ιούλιο του 2019 η συντριπτική πλειοψηφία εκείνου του παλιού 4% που αισθανόταν ότι «φέρει» ακόμα την «κυριότητα» των ανανεωτικών αριστερών ιδεών, αηδιασμένο από τα αντιπολιτευτικά και τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε μαζικά την Νέα Δημοκρατία κυρίως λόγω Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το διαζύγιο με τον ΣΥΡΙΖΑ εκδόθηκε κοινή συναινέσει αφού και τα δύο μέρη ήξεραν καλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται πια στο πιο καθυστερημένο πολιτικά μέρος του εκλογικού σώματος, αυτό που με τον θηριώδη και αδίστακτο λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, με τα ιδεολογικά νάματα του Αυριανισμού και με την πατερναλιστική/ επιδοματική σχέση με την δημοσιοϋπαλληλία, υπάρχει για να διασύρει ή/και να ματαιώνει κάθε μεταρρύθμιση στον πυρήνα του παραγωγικού μας μοντέλου, του ασφαλιστικού, φορολογικού και διοικητικού μας συστήματος.
Η δημοσκοπική αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι αυτό το μέρος του εκλογικού σώματος που στηρίζει φανατικά τη συμμορία Τσίπρα-Παππά και ΣΙΑ δεν είναι μόνο ένας ΑΥΡΙΑΝΙΚΟΣ όχλος συμφερόντων πάνω στο έδαφος του κρατισμού, αλλά, πια, μία χωρίς αρχές, χωρίς καν ταυτοτικά στοιχεία πολιτική νεοπλασία, που θα ζει όσο θα μπορεί να κρατά την κοινωνία και τη χώρα μας εγκλωβισμένη κι ακίνητη μέσα στο πλαίσιο της οργανωμένης παρέμβασης «συμμοριών συμφερόντων», ριζικά ξένης προς το πνεύμα και το γράμμα των φιλελεύθερων αρχών της Ευρώπης και της ΕΕ.
Ο οχετός των συνεχών αποκαλύψεων των μεθόδων και της δράσης των παρακρατικών κυκλωμάτων που με συνεργατική σπουδή έστησαν οι αλληλοκαλυπτόμενες συμμορίες ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τα Παπαγγελοπουλικού κρυπτοχουντικού ίχνους πρόσωπα, ολοκληρώνουν την απόδειξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι και δεν μπορεί να εξελιχθεί σε δημοκρατικό πόλο διακυβέρνησης λόγω της γενέθλιας ΟρμπανοΜαδουρικής τροπής του, μη διαθέτοντας ταυτόχρονα ούτε ίχνος από την εκσυγχρονιστική δυναμική του πρώιμου σοσιαλδημοκρατικού ΠΑΣΟΚ.
Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν αξιόπιστο, ευρωπαϊκό, δημοκρατικό πόλο εναλλακτικής διακυβέρνησης, απαλλαγμένο, κατά το δυνατόν, από τον λαϊκισμό της Ανδρεϊκής εκδοχής της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Και είναι περισσότερο από προφανές ότι αν το ΚΙΝΑΛ φιλοδοξεί να παίξει έναν τέτοιο πατριωτικό ρόλο, η σκηνή όπου πρέπει να ανέβει δεν γίνεται να είναι άλλη από τον οικονομικό και πολιτικό φιλελευθερισμό.
Αυτόν που με την συναινετική παρουσία χριστιανοδημοκρατίας και σοσιαλδημοκρατίας, εδραίωσε εδώ και δεκαετίες τον ευρωπαϊκό μας πολιτικό πολιτισμό, την κουλτούρα ατομικών δικαιωμάτων, τις Συνταγματικές εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου και το υψηλό επίπεδο ευημερίας μας.
Αξιοπρέπεια και πολιτικό θάρρος χρειάζεται αλλά δεν φτάνει.
Χρειάζεται και ηγεσία.