Υ??πάρχει ισχυρή παράδοση στην Ελλάδα να συζητάμε επί παντός, εκτός από εκείνα που πρέπει να πράξουμε για να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις. Στη δεκαετία του ’70, για παράδειγμα, υπήρχε το δίπολο «μέσα ή έξω από την ΕΟΚ» και ουδείς κουβέντιαζε τι θα κάνουμε αν θα μπούμε στην ΕΟΚ. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει η δανειοδίαιτη (από τις κρατικές τράπεζες) και ασφυκτικά προστατευμένη ελληνική βιομηχανία, παρά τους απανωτούς και γενναιόδωρους αναπτυξιακούς νόμους που πέρασαν.
Σε ό,τι αφορά τον πρωτογενή τομέα, η συζήτηση τότε περιορίστηκε στους κλαυθμούς για τον «θάνατο του αγροτάκου». Λογικό, διότι η Ελλάδα το 1981 είχε το υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα (10% του πληθυσμού ή 1.083.000 αγρότες), ενώ σε όλη τη Δύση το ποσοστό ήταν 2%-4%. Οι κλαυθμοί όμως και οι συνακόλουθες αντιστάσεις στις επερχόμενες -με ή χωρίς ΕΟΚ- αλλαγές είναι μια αρνητική παρενέργεια. Παρά τα γενναιόδωρα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που κέρδισε από την ΕΟΚ η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, δεν υπήρξε ουσιαστική αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής. Οι επιδοτήσεις σπαταλήθηκαν, και σήμερα ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που απασχολείται στον πρωτογενή τομέα είναι περίπου 4%, το ελληνικό αγροτικό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό σε όλα τα προϊόντα, εκτός από το λάδι και τα κηπευτικά. Ενας από τους λόγους της χαμηλής ελληνικής παραγωγικότητας είναι εκείνη η αταβιστική προσήλωση στο «μέλλον του αγροτάκου», γεγονός που συντήρησε την τεράστια κατάτμηση της γεωργικής γης. Η μέση γεωργική εκμετάλλευση στην Ελλάδα έχει έκταση 4,77 εκτάρια, όταν στην Ολλανδία είναι 25,77 εκτ., στη Δανία 60,24 εκτ. και ο μέσος όρος της Ενωσης των «27» είναι τριπλάσιος της Ελλάδος: 12,86 εκτάρια.
Η ιστορία επαναλήφθηκε και με την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ, όπου μπήκαμε περισσότερο για ένα εθνικό γινάτι, χωρίς να συζητήσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στο κλαμπ των ισχυρών.
Απόδειξη αυτού ήταν η πάνδημη και διακομματική αντίδραση στην πρόταση Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Αυτό υπήρξε σημείο καμπής· από τότε ξεκίνησε ο κατήφορος για τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, και παρά τη μεγάλη οικονομική κρίση, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο Μνημόνιο· παρά το γεγονός ότι χάρη σ’ αυτό η χώρα στάθηκε όρθια και όλοι ξέρουν ότι ακόμη και οι τελευταίες δόσεις του αποτελούν ζήτημα ζωής ή χρεοκοπίας της χώρας. Η μετάθεση της συζήτησης τα τελευταία πέντε χρόνια στα ομολογουμένως δύσκολα μέτρα αποσιωπά το γεγονός ότι αυτή η μικρή χώρα πήρε το μεγαλύτερο δάνειο και έκανε το μεγαλύτερο «κούρεμα» χρέους στην Ιστορία.
Η, όχι και τόσο αθώα, αποσιώπηση του γεγονότος ότι με τα λεφτά του Μνημονίου ακόμη πορευόμαστε είναι το μικρότερο κακό. Το μεγαλύτερο όλων είναι ότι για ακόμη μία φορά δεν συζητάμε τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα του Μνημονίου. Πώς φτιάχνεται το νέο παραγωγικό πρότυπο της χώρας; Τι γίνεται με τη γήρανση του πληθυσμού και το ασφαλιστικό σύστημα; Πώς θα εξασφαλίσουμε ότι οι νέες γενιές, που φορτώνονται μεγάλο χρέος, θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες; Το μεγάλο χρέος είναι μόνο μία παράμετρος του ελληνικού οικονομικού ζητήματος. Δεν πρέπει να κρύψει όλα τα άλλα μεγάλα προβλήματα, αυτά δηλαδή που παράγουν το χρέος…