Η κυβέρνηση και μετά την τελευταία σύσκεψη για την οικονομία, την Παρασκευή, επιμένει στην εφαρμογή του «συνολικού σχεδίου» που έχει, και την επιτυχία του. Σε πολιτικό επίπεδο το «σχέδιο», όπως έχει γενικώς διατυπωθεί, έχει πέντε κεντρικούς άξονες: Φορολογικές ελαφρύνσεις, με διορθώσεις λαθών και αποκατάσταση αδικιών. Ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά. Τήρηση προαπαιτουμένων. Επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Και σταδιακή έξοδος στις αγορές δανεισμού, ώστε να μη χρειαστεί νέος δανεισμός από τους εταίρους – δανειστές, που προφανώς θα ζητήσουν πρόσθετα μέτρα, εγγυήσεις και ηυξημένη επιτήρηση.
Δυστυχώς, οι μεγάλες δυσκολίες ενός τόσο φιλόδοξου σχεδίου αρχίζουν να επανεμφανίζονται στον οικονομικό ορίζοντα. Κατ? αρχάς, οι εκπρόσωποι των δανειστών στην πρώτη συνάντησή τους με το νέο κυβερνητικό επιτελείο έβαλαν «χειρόφρενο» στο θέμα των φοροελαφρύνσεων και της «χαλάρωσης» ορισμένων άδικων ή μη αποδοτικών μέτρων. Κάτι όμως, που αποτελεί «κομβικό σημείο» της νέας πολιτικής που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση. Βέβαια, δεν τελείωσε η συζήτηση, αλλά το «μήνυμα» που στάλθηκε είναι σαφέστατο… Οπως βέβαια και το πρόβλημα της κυβέρνησης, όταν τα χρέη προς την Εφορία αυξάνονται με «γεωμετρική πρόοδο» (66 δισ.), η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών εξαντλείται, καθώς η φορολόγηση είναι υπέρτερη σε σχέση με το πραγματικό εισόδημα και τις πραγματικές αξίες. Οι μέχρι τώρα «ρυθμίσεις» για πολλούς λόγους δεν απέδωσαν. Ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου οφείλουμε να καταβάλουμε 11 δισ. ευρώ, για περίπου έξι διαφορετικές φορολογικές επιβαρύνσεις. Ευπρόσδεκτες οι «νέες διευκολύνσεις», αλλά το πρόβλημα είναι η υπερφορολόγηση και η αδυναμία πληρωμής… Εάν δεν γίνουν γρήγορα αλλαγές στο υπάρχον σύστημα, φοβούμαι ότι δεν θα αργήσει κάποιας μορφής «έμφραγμα».
Το δεύτερο στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής είναι η ενίσχυση της ρευστότητας, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Και εδώ η σχετική εικόνα δεν είναι πολύ καλή. Καθώς, από τη μία πλευρά τα «κόκκινα δάνεια» προσεγγίζουν τα 77 δισ. και από την άλλη εκκρεμούν τα «stress tests» της ΕΚΤ, και οι τράπεζες είναι πολύ επιφυλακτικές και προσεκτικές ως προς την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Αρα, μέχρι την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας και με δεδομένα τα «κόκκινα δάνεια» που διευρύνονται, δεν πρέπει να περιμένουμε σημαντικές βελτιώσεις.
Το τρίτο θέμα είναι τα προαπαιτούμενα. Πολλά εξ αυτών είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή και με αμφισβητούμενα αποτελέσματα (ομαδικές απολύσεις, λοκ-άουτ) και άλλα επαχθή για μεγάλες κατηγορίες προσώπων, όπως η αναμόρφωση του ασφαλιστικού κ.λπ. Παρεμπιπτόντως, οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία αγγίζουν τα περίπου 15 δισ. Ενώ η μείωση μισθών και η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων ούτε θετική επίπτωση είχαν στην απασχόληση, ούτε φυσικά στα έσοδα των Ταμείων.
Το τέταρτο σημείο αφορά την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Και εδώ υπάρχει πρόβλημα. Κυρίως, γιατί για το θέμα αυτό είναι «απροετοίμαστοι» οι εταίροι – δανειστές μας, οι οποίοι καθυστερούν σκόπιμα, κάτι που φέρνει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα της ασκούν πίεση πλήρους τήρησης των δεσμεύσεων.
Τέλος, η σταδιακή έξοδος στις αγορές δανεισμού ως αντίβαρο ενός «νέου δανεισμού» με νέες δεσμεύσεις από τους εταίρους – δανειστές, όπως απεδείχθη από τον πρόσφατο τραπεζικό «πορτογαλικό ιό» που δημιούργησε «τρικυμία» στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές και «τραυμάτισε» την έξοδό μας, είναι εξαιρετικά επισφαλής σ? ένα περιβάλλον τραπεζικής και χρηματοπιστωτικής σαθρότητας καθώς η κρίση -παρά τα αντιθέτως λεγόμενα- δεν έχει παρέλθει… Οντως η κυβέρνηση έχει «συνολικό σχέδιο» για την οικονομία. Μόνο που δύσκολα βγαίνει. Ενώ ο κίνδυνος να βρεθεί μπροστά στο «παγόβουνο» των πρόωρων εκλογών δεν είναι μικρός…