Οι εκπαιδευτικές αλλαγές σχεδιάζονται, αποφασίζονται και εφαρμόζονται σε μια προοπτική που συνδέει τη διεύρυνση των μορφωτικών ευκαιριών ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας, χωρίς να δημιουργεί κατ’ ανάγκη σχήματα υποταγής. Όσες αλλαγές έχουν κατά καιρούς εξαγγελθεί δεν συνιστούν απαραίτητα και μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα. Ο Αλέξης Δημαράς, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής την περίοδο 2011-2012, επεσήμανε στο μνημειώδες έργο του «Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε», πως η μεταρρύθμιση «είναι η αλλαγή προσανατολισμού, είναι η κυριάρχηση ενός νέου πνεύματος, η μεταβολή του συστήματος σε πλάτος και βάθος». Αυτές οι αυτονόητες αλλά ουσιώδεις διαπιστώσεις παραβιάστηκαν συστηματικά πολλές φορές στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Ποτέ άλλοτε όμως δεν ήσαν τόσο καίριες όσο στην τρέχουσα συγκυρία που η χώρα δοκιμάζεται από μια δριμεία κρίση. Αν η διαπίστωση αυτή συσχετισθεί με τον αναγκαίο όρο για έξοδο από την κρίση, την αλλαγή πολιτισμικού και αναπτυξιακού προτύπου, τότε η επικαιροποίησή της δεν είναι στρατηγική επιλογή αλλά αναγκαιότητα.
Ο χάρτης γεωγραφικής κατανομής των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της πολυδιάσπασης των γνωστικών αντικειμένων συνιστά αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της παθογένειας του αναπτυξιακού προτύπου που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της καταστροφής. Ο επανασχεδιασμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα είναι εν δυνάμει η ευκαιρία για να αποτυπωθεί με ευκρίνεια και εναργή σχεδιασμό το νέο πρότυπο για την Ελλάδα της επόμενης εικοσαετίας. Μια αλλαγή βάθους και πλάτους προϋποθέτει ότι η εκπαιδευτική πολιτική οργανώνεται στη βάση μιας νέας αντίληψης για τις προτεραιότητες και τις οραματικές στοχεύσεις της χώρας και την ουσία της ίδιας της πολιτικής πράξης. Σημαίνει πρωτίστως αποκοπή από τις παθογένειες που ευθύνονται ανάμεσα σε άλλα για τα σημερινά αδιέξοδα. Αυτή την ευκαιρία είχε ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Κ. Αρβανιτόπουλος με την ανασυγκρότηση του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας. Ένα εκ προοιμίου προνομιακό για το ριζικό μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού χώρου εγχείρημα, που συγκέντρωνε τη διακομματική συναίνεση, μετατράπηκε δυστυχώς σε πεδίο μιας εκ νέου εφαρμογής παλαιοκομματικής πολιτικής. Ούτε η προσχηματική επίκληση των κριτηρίων τηρήθηκε, ούτε σχεδιασμός για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα υπήρξε. Όσοι προσδοκούσαν ένα δείγμα αναστροφής μιας πολιτικής που καθημερινά επενδύει σε πρακτικές που έχουν αμετάκλητα καταδικασθεί στη συνείδηση των πολιτών, απογοητεύτηκαν. Με την εξαγγελία του νέου ακαδημαϊκού χάρτη της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διαπιστώθηκε μια απροκάλυπτη κατά περιπτώσεις αθέτηση των κριτηρίων που προβλέπονται με το Ν. 4009/2011 «Δομή, λειτουργία και διεθνοποίηση των Α.Ε.Ι.», όπως αυτός τροποποιήθηκε από το Ν. 4076/2012. Σε ένα κλίμα πλειοδοσίας παλαιοκομματικών πρακτικών κάποιοι για να αποδώσουν τα εύσημα σε όσους συνέβαλλαν σ’αυτό το κακέκτυπο υπέδειξαν και τους φυσικούς αυτουργούς των στρεβλώσεων και των παρεμβάσεων που αλλοίωσαν ανεπανόρθωτα το βάθος και το πλάτος των αλλαγών.
Αρκεί ως μία πρώτη τεκμηρίωση, διαβάζοντας την οριστική μορφή του Σχεδίου «Αθηνά», να παραθέσουμε τα εξής:
Από τα 130 περίπου τμήματα που καταργούνται με το Σχέδιο «Αθηνά», τα 50 είναι ή τμήματα-σφραγίδες (δηλαδή τμήματα που είχαν ιδρυθεί μόνο στα χαρτιά χωρίς προσωπικό ή φοιτητές) ή Κέντρα Ξένων Γλωσσών & Φυσικής Αγωγής (ΤΕΙ) και Γενικά Τμήματα (ΤΕΙ και Πανεπιστημίων) που είχε ήδη καταργήσει ο Ν.4009/2011 με ένταξή τους στις αντίστοιχες Σχολές τους.
Στα υπόλοιπα 80 περίπου τμήματα που καταργούνται με απορρόφηση, συγχώνευση ή κατάργηση, συμπεριλαμβάνονται:
α) τα 20 από τα 25 που είχαν βγει από το μηχανογραφικό το 2011 και τα επανέφερε το ΥΠΑΙΘΠΑ το 2012 επί υπουργίας των κυρίων Μπαμπινιώτη και Αρβανιτόπουλου, και
β) τα 26 που καταργούνται σταδιακά, ή «εντάσσονται στην μεταβατικότητα» όπως χαρακτηριστικά ορίζει το Υπουργείο, από το 2017-2018!
Ήτοι, αντί της αναγκαίας μεταρρύθμισης, παλαιοκομματικού τύπου διευθετήσεις.
Άλλη μία ευκαιρία χαμένη…