Σάρλοτσβιλ, Ντόναλντ Τραμπ και τα όρια της πολιτικής ελευθερίας

Σώτη Τριανταφύλλου 18 Αυγ 2017

Το 1977, το αμερικανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα προγραμμάτισε πολιτική συγκέντρωση κοντά στα γραφεία του στο Νότιο Σικάγο. Ποιος ήταν ο στόχος και τα αιτήματά τους δεν μάθαμε· επρόκειτο, προφανώς, η υπογράμμιση της παρουσίας τους, η επίδειξη μιας δύναμης που στην πραγματικότητα δεν είχε (και δεν έχει). Οι αρχές του Σικάγου έθεσαν κάποιους όρους-η συγκέντρωση να πλαισιώνεται από αλυσίδα αστυνομικών-και στη συνέχεια την απαγόρευσαν. Τότε οι ναζιστές αποφάσισαν να μετακινηθούν στο Σκόκι, ένα δυτικό προάστιο-πλην όμως, ούτε εκεί οι αρχές επέτρεψαν τη συγκέντρωση. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα απευθύνθηκε, στη συνέχεια, στην Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών η οποία επενέβη υπέρ του στη διένεξη με τις δικαστικές αρχές του Σκόκι: ωστόσο, οι τοπικοί δικαστές επέμειναν ότι η σβάστικα και τα υπόλοιπα ναζιστικά εμβλήματα θα προσέβαλλαν τους κατοίκους, αν και βεβαίως δεν μπορούσε να προβλεφθεί το αν θα παρότρυναν σε βίαιες και εγκληματικές πράξεις. Τελικά, η ετυμηγορία ήταν υπέρ της συγκέντρωσης στη βάση της πρώτης τροπολογίας του Συντάγματος, αλλά, στο μεταξύ, ο δήμος του Σικάγου μετάνιωσε, επέτρεψε τη συγκέντρωση και οι ναζιστές προτίμησαν να την πραγματοποιήσουν στο Μαρκέτ Παρκ του Σικάγου. Στην πορεία πήραν μέρος 4.000 άνθρωποι.
Η υπόθεση «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα εναντίον Σκόκι» αποτελεί προηγούμενο για την εφαρμογή της πρώτης τροπολογίας («Το Κογκρέσο δεν θα εγκρίνει νόμο που να υποστηρίζει την εγκαθίδρυση επίσημης θρησκείας, που να απαγορεύει τη θρησκευτική λατρεία, που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου και του Τύπου ή το δικαίωμα του λαού να συνέρχεται ειρηνικά και να απευθύνεται στην Κυβέρνηση για την ικανοποίηση αιτημάτων του»), αλλά η ύπαρξη και η λειτουργία των εξτρεμιστικών, ρατσιστικών οργανώσεων στις ΗΠΑ είναι ένα ζήτημα που σκοντάφτει σε άλλες τροπολογίες του Συντάγματος. Η τροπολογία περί ανεξιθρησκίας και ελευθερίας της έκφρασης εντάσσεται σε μια σειρά από άρθρα που καθιστούν, εν τέλει, αντισυνταγματική τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ηθική νομιμοποίηση αυτών των οργανώσεων.
Όλοι οι Αμερικανοί έχουν την υποχρέωση να υπακούουν στο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα ορίζει το πολίτευμα ως «δημοκρατικό» (η απόπειρα βίαιης ανατροπή του είναι πράξη εσχάτης προδοσίας), απαγορεύει τη δουλεία (άρα, οι φονταμενταλιστές που νοσταλγούν τη δόξα του Νότου πριν από τον πόλεμο της Απόσχισης προσβάλλουν το Σύνταγμα) και εξασφαλίζει την ισότητα ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας και φύλου. Παραλλήλως, οι νόμοι 241 και 371 απαγορεύουν τη συνωμοσία τόσο εναντίον των ΗΠΑ, όσο και οποιουδήποτε προσώπου και των δικαιωμάτων του. Κοντολογίς, μολονότι το πρόβλημα της πολιτικής ελευθερίας και γενικότερα της ελευθερίας της έκφρασης παραμένει ρευστό και περίπλοκο, υπάρχουν αρχές και νόμοι που διευκολύνουν την άσκηση της πολιτικής. Εξυπακούεται ότι δεν έχουμε βρει και δοκιμάσει τη μαγική συνταγή που παραχωρεί πλήρη ελευθερία και τέλεια δικαιοσύνη.
Τα πρόσφατα γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ θα μπορούσαν, πιθανώς, να προληφθούν αν εφαρμόζονταν οι νόμοι. Αν δηλαδή δεν επιτρεπόταν οποιαδήποτε εκδήλωση που έχει στόχο την αφαίρεση της ελευθερίας των «άλλων» και την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επιπροσθέτως, αυτά τα γεγονότα φανερώνουν, εκτός από τη διστακτικότητα και τη στενότητα της εκτελεστικής εξουσίας, μερικά άλλα προβλήματα που υποβόσκουν. Το πρώτο είναι το απύθμενο χάσμα μεταξύ των απλών ανθρώπων της πολιτείας της Βιρτζίνια (και όλων των πολιτειών) και του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος που αποτελεί έναν ουτοπικό μικρόκοσμο: το πανεπιστήμιο ψηφίζει Δημοκρατικούς, ανεξάρτητους, «αντιφασίστες»· το Σάρλοτσβιλ εμπνέεται από τους Δημοκρατικούς του Νότου-δηλαδή από τους απογόνους των εχθρών του Λίνκολν. Αυτοί οι Δημοκρατικοί συνενώνονται με όλους τους υπερπατριώτες στη «συντήρηση» της ιστορικής αφήγησης. Η σχετικά πρόσφατη αναθεώρηση της Ιστορίας, κατά την οποία η δουλεία ορίζεται ως μαζικό έγκλημα και οι στρατιωτικοί του Νότου σαν τον Ρόμπερτ Ε. Λη (παρεμπιπτόντως, γιος της Βιρτζίνια όπως και ο Τόμας Τζέφερσον) δεν αναδεικνύονται ήρωες της Συνομοσπονδίας αλλά ως εγκληματίες πολέμου, έχει σοκάρει την παλιά γενιά. Πριν από τη δεκαετία του 1970-80 η Ιστορία διδασκόταν και παρουσιαζόταν στα ΜΜΕ ανάποδα. Η προσπάθεια ηθικοποίησης της ιστορικής αφήγησης έχει εντείνει την παλιά καχυποψία: οι απλοί πολίτες πιστεύουν ότι η ακαδημαϊκή ελίτ επιβάλλει τις ιδέες της στην πόλη, στην πολιτεία και στη χώρα.
Το δημοτικό συμβούλιο του Σάρλοτσβιλ ψήφισε, ακολουθώντας το ρεύμα σε ολόκληρη τη χώρα, την απομάκρυνση του αγάλματος του Ρόμπερτ Ε. Λη που βρίσκεται στο Πάρκο Κατάργησης της Δουλείας (Emancipation Park: κάποτε ονομαζόταν, προσφυώς, Πάρκο Ρόμπερτ Ε. Λη). Η απόφαση υπογραμμίζει το προαναφερθέν χάσμα και δείχνει άγνοια για το πώς σκέφτονται και αισθάνονται οι άνθρωποι στον αμερικανικό Νότο. Από το σημείο που βλέπω τα πράγματα, νομίζω ότι μια επιχείρηση αφαίρεσης μνημείων του στρατού των Νοτίων (περίπου χίλια σε ολόκληρη τη χώρα) θα προκαλούσε διχασμό και περιττές αναταράξεις. Εξάλλου, αν αρχίσουμε να αποκαθηλώνουμε σφαγείς της Ιστορίας, θα χρειαστεί να ξεφορτωθούμε σχεδόν όλα τα αγάλματα και να μετονομάσουμε τους περισσότερους δρόμους. Το θεωρώ στενοκεφαλιά που περνιέται για ανοιχτό μυαλό. Και θυμίζει, δυσάρεστα, το ΠΑΣΟΚ.
Το δεύτερο πρόβλημα που γίνεται όλο και πιο πιεστικό με την πολιτική-μη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ είναι ότι ο πρόεδρος νομιμοποιεί και ενθαρρύνει την ιδεολογία και την πρακτική της λευκής υπεροχής. Γι’ αυτό εξελέγη: αν συμπεριφερθεί διαφορετικά θα απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του. Έτσι, στις δηλώσεις του, φαίνεται να του διαφεύγει εντελώς ότι οι εξτρεμιστές-ζόμπι της Κου Κλουξ Κλαν που επέστρεψαν στον κόσμο των ζωντανών-είναι φορείς μίσους και υποκινητές σε βία. Μολονότι οι λεγόμενοι Anti-fa ρέπουν στη βία και τρέφονται από το να γίνονται θύματά της, στην περίπτωση τoυ Σάρλοτσβιλ η ίση απόσταση έναντι των δύο πλευρών είναι φασισμός και βλακεία. Μπορεί πράγματι να προσθέσει κανείς, για να είμαστε δίκαιοι, ότι η στρατηγική των Anti-fa, σταθερά ηθικολογική και δυναστευτική, δίνει επιχειρήματα στους ναζιστές οι οποίοι παρουσιάζονται σαν θύματα μαύρης λίστας, διακρίσεων και λογοκρισίας. Νομίζω πως, κατά κάποιον τρόπο, είναι: η φυσική τους ασχήμια και η αντιπαθητική τους συμπεριφορά τους απομονώνει· οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν θέλουν τέτοια άτομα ούτε στις επιχειρήσεις τους, ούτε στη γειτονιά τους.
Το τρίτο πρόβλημα, που συνδέεται με τα παραπάνω, είναι η όλο και πιο αυταρχική πόλωση της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία επεκτείνεται εκτός συνόρων. Καθώς τα λαϊκά ένστικτα συμπίπτουν με το ήθος της προεδρίας-ή την έλλειψή του-οι ΗΠΑ απομακρύνονται από τον πολιτισμένο κόσμο: χρησιμοποιούν χειριστικά το Σύνταγμα και τους νόμους τους, αποτυγχάνουν να διδάξουν την Ιστορία με ειλικρινή και συμφιλιωτικό τρόπο, ενώ αρνούνται να καλύψουν, έστω εν μέρει, την απόσταση ανάμεσα στις ελίτ και τους πολίτες. Ο αντιαμερικανισμός είναι μια παθολογία που τροφοδοτούν και η οποία επιστρέφει εναντίον τους. Το εσωτερικό μίσος διαχέεται από το Σκόκι, από τo Σάρλοτσβιλ, στον υπόλοιπο κόσμο.

Το άρθρο δημοσιεύεται στην athensvoice.gr