Μ??ε όρους επικοινωνίας αποτελεί θρίαμβο έτσι κι αλλιώς η απόφαση να ερμηνεύσει ο Σάκης Ρουβάς το μνημειώδες «Αξιον Εστί» στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 90χρονα του δημιουργού του. Ο θόρυβος επετεύχθη. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα; Ας είμαστε ειλικρινείς, ελάχιστους αφορά. Η συζήτηση η οποία προηγήθηκε του καλλιτεχνικού γεγονότος επιβεβαίωσε απλώς τον τρόμο από τον απόηχο μιας εποχής, κατά την οποία απεμπολήθηκαν αξίες, καλλιτεχνικές και όχι μόνον –άρα μαζί τους και τα κριτήρια, τα οποία τους έδιναν νόημα– για να αντικατασταθούν από σοφιστείες, όπως η «αυθεντικότητα» ή το «σταρ κουόλιτι». Και αν η πολιτικοοικονομική συγκυρία δεν προκαλούσε αντιπερισπασμούς στους ναρκισσιστικούς σπασμούς των οπαδών της αντίληψης περί ανυπέρβλητου μεγαλείου του πολιτισμού, αυτής της αδικημένης χώρας, θα είχαμε απολαύσει μεγαλειώδεις καβγάδες για το «πρέπον» του εγχειρήματος.
Αλλά το θέμα δεν είναι αν έπρεπε ή δεν έπρεπε ο σταρ των σουξέ της εποχής των μεγάλων ψευδαισθήσεων να ερμηνεύσει ένα έργο του οποίου τα συστατικά της επιτυχίας έχουν εγγραφεί ως ιστορία ηρωική –οι στίχοι του Ελύτη, η μουσική του Θεοδωράκη, η φωνή του Μπιθικώτση– μιας χώρας που έδειχνε πως θα γινόταν άλλη. Δεν έγινε. Και επειδή οι συμβολισμοί μάς βασανίζουν αυτή την εποχή, ο Σάκης Ρουβάς έγινε σύμβολο της εποχής της αφασίας και της ευκολίας, με τις ολονύχτιες επαναστάσεις των γαριφάλων στις πίστες, εκεί όπου στέναζαν τα σινιέ ψηλοτάκουνα, πληρωμένα με τριάντα άτοκες και σείονταν οι τοίχοι από ουρλιαχτά «Σάκηηηηηηηη» κορασίδων κάθε ηλικίας, των οποίων τις φαντασιώσεις ενορχήστρωναν τα πρωινάδικα, οι εκπομπές της Κορομηλά και της Μενεγάκη. Μεγάλες στιγμές και εκείνες. Για μια αγορά που σπάραζε για αναλώσιμα πρότυπα. Και για μια κοινωνία, η οποία απολάμβανε την απενοχοποίησή της καίγοντας στις πίστες τους κορσέδες της μεταπολιτευτικής στράτευσης σε κομματικώς εκπορευόμενες καλλιτεχνικές αξίες.
Η μετάλλαξη υπήρξε ταχύτατη, όπως άλλωστε ορίζουν η εξέλιξη του μιντιακού περιβάλλοντος και η αισθητική της τεχνολογίας του. Και με την υπερβολή, η οποία χαρακτηρίζει μικρές χώρες και μικρές αγορές, πέσαμε με τα μούτρα στις ηδονές, λατρέψαμε με πάθος τους τροβαδούρους τους και, εξ αυτών, τους προσφέροντες εαυτόν προς ικανοποίηση του κανιβαλικού ενστίκτου των μαζικών αγορών. Ο Σάκης Ρουβάς με «αίμα, δάκρυα και ιδρώτα» διέπρεψε σε αυτό το περιβάλλον, αξιοποιώντας κάθε πτυχή του με αφοσίωση αθλητή μεγάλων αποστάσεων. Αυτό αποδεικνύει με τις άοκνες προσπάθειες να ακολουθήσει τα γυρίσματα των καιρών. Αλλωστε, γιατί όχι; Μέχρι στιγμής η κρίση της αγοράς της πίστας και των σουξέ δεν στάθηκε αρκετή για να αλλάξει τους όρους του αθλήματος.
Οι ανάγκες του κοινού –εκτός από τις οικονομικές– παραμένουν θολές και αδιευκρίνιστες. Πεδίον δόξης λαμπρόν, επομένως, για καλλιτεχνικά μπουκέτα, των οποίων οι συνθέσεις φαντάζουν «ανίερες», αλλά δεν αποτελούν παρά απόδειξη του τρόμου και της σύγχυσης μπροστά στο κενό, το οποίο δημιούργησαν στην πολιτιστική παραγωγή του τόπου δεκαετίες προσήλωσης σε στερεότυπα. Αλλα κορνιζωμένα στο εικονοστάσι της ιστορίας των αλλοτινών, καλλιτεχνικών μεγαλείων, άλλα σφηνωμένα στον πολτό της γιουροβιζιονικής, εθνικής φαντασίωσης, άλλα παγιδευμένα στο κυνήγι μιας οφ Μπροντγουέι μοντερνιάς, σημασία έχει ότι εδώ και χρόνια πάσχει η εγχώρια μουσική σκηνή. Αλλά έτσι μπαίνουμε σε μια μεγάλη, χωρίς αποτέλεσμα συζήτηση, για το αν η εποχή μας προσφέρεται για δημιουργίες σαν το «Αξιον Εστί», αν υπάρχει αγορά, αν τα χρειάζεται το κοινό κ.λπ.
Οπως κι αν έχει, οι αναβαπτίσεις ένθεν κακείθεν, δηλαδή, ενός έργου σαν το «Αξιον Εστί» στο σύγχρονο ίματζ του Σάκη Ρουβά και του Σάκη Ρουβά ως ερμηνευτή, στην καλλιτεχνική και ιστορική δύναμη του έργου, δεν καταλήγουν παρά στο να αποτελούν μία ακόμη αποστροφή στην αγοραία παραγωγή κανιβαλικού υλικού, με το οποίο τράφηκε επί μακρόν, τις εποχές που ήδη περιγράψαμε, το εγχώριο σταρ σίστεμ.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια στιγμή της οποίας η πρόκληση διαρκεί όσο η συζήτηση και τα αποτελέσματα σβήνουν αμέσως μόλις ολοκληρωθεί το γεγονός. Εκτός αν παραχθούν κατά τη διάρκειά του αιτίες για περαιτέρω κανιβαλικές συζητήσεις, απλώς pour passe les tempes. Εχει άλλωστε πολύ σοβαρά προβλήματα ο τόπος, για να σταθεί στον δίκαιο καημό ενός πείσμονα καλλιτέχνη να συντηρηθεί στους καιρούς επιλέγοντας σαν θεραπεία αποτοξίνωσης από τη μέθη των σουξέ, τη δίαιτα του αυθεντικού, που είναι πότε η αναμέτρηση με το αρχαίο θέατρο και πότε το «Αξιον Εστί». Αν η συνταγή φανεί αποδοτική για εκείνον και τον πολιτισμό του τόπου, τόσο το καλύτερο.
Πάντως, δύσκολα μπορώ να φανταστώ κοινό το οποίο θα αναζητεί με πάθος να ακούσει από αύριο το «Αξιον Εστί» σε εκτέλεση Σάκη Ρουβά. Μια στιγμή ήταν όλη κι όλη. Οπως συμβαίνει με τα σουξέ. Και τις δίαιτες αποτοξίνωσης. Οι τελευταίες προς απάλειψη των ενοχών από τη χθεσινή κραιπάλη και προκειμένου να πάρουμε φόρα για την επόμενη.