Σε λίγες ημέρες η κυβέρνηση κλείνει έναν χρόνο ζωής. Θεωρητικά αυτή θα μπορούσε να είναι η καλύτερή της στιγμή, καθώς οι συνθήκες έχουν αλλάξει και για πρώτη φορά φαίνεται πως μπορεί να πετύχει στο έργο της. Αντί να αξιοποιήσει αυτές τις εξελίξεις για να ενισχύσει την αξιοπιστία της και να εμπεδώσει το κλίμα σταθερότητας και αισιοδοξίας, κατάφερε να μπει σε μια κρίση που μόνη της προκάλεσε! Αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά ότι τα κόμματα στην Ελλάδα έχουν κοντή μνήμη και είναι έτοιμα να τα γκρεμίσουν όλα όταν διακυβεύεται το κομματικό συμφέρον.
Προφανώς το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και σωστά ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ζητούν την υπερψήφισή του. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία -όσο λάθος χειρισμούς ή υπαναχωρήσεις και αν έκανε το Μαξίμου- ότι σε μια κυβέρνηση συνεργασίας προϋπόθεση είναι η συναίνεση.
Και υπάρχει η δικαιολογημένη υποψία ότι το νομοσχέδιο αξιοποιείται, κυρίως από τους δύο της παρέας, για κομματικές σκοπιμότητες. Αν οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι όχι μόνο η ΝΔ αλλά και αυτοί συμμετείχαν στα κέρδη της κυβέρνησης, το θέμα πιθανότατα δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ.
Την εντύπωση αυτή επιβεβαίωσε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ο ίδιος ο κ. Ευ. Βενιζέλος στη συνέντευξη που έδωσε προχθές το βράδυ στην κ. Ε. Στάη. Αίφνης το νομοσχέδιο έγινε «παράδειγμα» της δυσλειτουργίας της κυβέρνησης.
Τι είδους δυσλειτουργία; Μα το ότι αγνοούνται ή απορρίπτονται οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ μόνο και μόνο για να επανέλθουν αργότερα ως κυβερνητικές προτάσεις και να πάρει τη δόξα ο κ. Σαμαράς!
Και μόνο αυτού του είδους η γκρίνια -η κ. Στάη αναγκάστηκε να τον ρωτήσει αν αισθάνεται ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το θύμα της τρικομματικής- δείχνει πόσο στραβά αντιλαμβάνονται τη λογική της συνεργασίας. Γιατί βέβαια καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά όταν οι εταίροι ανταγωνίζονται σαν μικρά παιδιά για το ποιος το είπε πρώτος.
Η στάση του ΠΑΣΟΚ, βέβαια, ήταν εξ αρχής προβληματική. Οταν ρωτήθηκε γιατί δεν συμμετείχε με πολιτικά στελέχη στην κυβέρνηση, παίρνοντας και ο ίδιος θέση αντιπροέδρου, ο κ. Βενιζέλος υποστήριξε πως το ΠΑΣΟΚ ήθελε αποτοξίνωση από τον «κυβερνητισμό». Σημείωσε, μάλιστα, περίπου ως τίτλο τιμής για το ΠΑΣΟΚ, ότι οι προσωπικότητες που υπέδειξε για την κυβέρνηση είναι οι πιο «αθόρυβοι» υπουργοί.
Ο ορισμός της αντίφασης. Από τη μια πλευρά ξορκίζουν τον κυβερνητισμό και υπερηφανεύονται για την αθόρυβη παρουσία και από την άλλη παραπονούνται γιατί η ΝΔ μόνο ωφελείται από τις κυβερνητικές επιτυχίες!
Απολύτως ανάλογη είναι η επιχειρηματολογία των στελεχών της ΔΗΜΑΡ, τα οποία θυμούνται διάφορες «προσβολές» που υπέστησαν κατά καιρούς με αυθαίρετους διορισμούς ή απομακρύνσεις δικών τους παιδιών. Προσθέτουν ωστόσο ότι το αντιρατσιστικό (όπως παλιά τα εργασιακά;) είναι στο DNA της Αριστεράς και άρα δεν μπορούν να κάνουν πίσω. Αποσιωπούν επιμελώς το ότι ακόμα και δικά τους στελέχη, όπως ο κ. Γ. Πανούσης, έχουν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις για το νομοσχέδιο. Και ότι το μείζον σε κάθε περίπτωση είναι η εφαρμογή του νόμου.
Δεν φαίνεται εύκολο να υπάρξει συμβιβασμός. Και είναι σαφές ότι αν τελικά έρθει ξεχωριστό νομοσχέδιο στη Βουλή από ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, θα είναι πλήγμα για την κυβερνητική συνοχή. Το μεγαλύτερο πλήγμα ωστόσο -για τη δημοκρατία και τη νομιμότητα- είναι η εικόνα του αλληλοσπαραγμού που δίνουν τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» για ένα τόσο σοβαρό θέμα στο οποίο υποτίθεται ότι συμφωνούν. Κάποιοι θα τρίβουν τα χέρια τους!