Έχω ξεκινήσει εδώ και δυο μήνες να γράφω ένα μυθιστόρημα όπου «πρωταγωνιστεί» η Μακρόνησος. Παρόλο που έχω διαβάσει / μιλήσει / ακούσει / δει/ συζητήσει πάρα πολλά και πάρα πολύ για το θέμα (προεξάρχουν: το δίτομο του Μάργαρη και το τρίτομο της «Σύγχρονης Εποχής») δεν είχα βρεθεί ποτέ μου στο νησί. Τώρα θα μου πεις, όταν ολόκληρος Αντρέας Φραγκιάς έχει γράψει τον «Λοιμό», πού πας εσύ να γράψεις για τη Μακρόνησο; Αυτό είναι όντως ερώτημα που απασχολεί και μένα. Αλλά άβυσσος το μυαλό του συγγραφέα – τουλάχιστον θα το παλέψω.
Τελος πάντων, δεν μπορείς να γράφεις για ένα τόπο μονάχα από δεύτερο χέρι, πρέπει να τον έχεις δει ο ίδιος. Συγκοινωνία δεν υπάρχει, σκάφος –φυσικά– δεν έχω, τα πλεούμενα στο Λαύριο ζητάνε εξωφρενικά ποσά για ελάχιστα ναυτικά μίλια, επομένως η μόνη μου ευκαιρία να καραδοκώ πότε θα γίνει κάποια εκδήλωση.
Πήγα λοιπόν το Σάββατο στην παράσταση «Ποιος τη ζωή μου» του θεάτρου Μπάντμιντον, που δόθηκε στη Μακρόνησο προχτές Σαββατόβραδο, όπως θα πάω και την Κυριακή που έρχεται στην εκδρομή της ΠΕΚΑΜ (Πανελλήνια Ένωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου).
Θέμα της παράστασης ήταν η ζωή τού Μίκη Θεοδωράκη, με δραματοποιημένα πολλά στιγμιότυπά της και, βέβαια, μέσα από τη μουσική του. Η παράσταση δεν μου άρεσε: με τέτοια πρώτη ύλη, τα τραγούδια του Μίκη εννοώ, μια συναυλία θα ήταν νομίζω πολύ προτιμότερη.
Παίξιμο της σειράς, παύσεις τηλεοπτικού τύπου, μεγαλοστομίες στα κείμενα και στόμφος στο ύφος που θύμιζαν Φώσκολο, υπερσυναισθηματισμός, υπερβολική δόση ελληνοφροσύνης (αλά αριστερά βέβαια), οι φωνές των Κατράκη, Βέγγου (αμφότεροι Μακρονησιώτες) και Σεφέρη, καθώς και μήνυμα του ίδιου του Μίκη, ένα μπαλέτο που χόρευε δίχως λόγο κάθε τόσο, μέτρια απόδοση των τραγουδιστών, καταιγιστική δρματοποιημένη παρέλαση των σπουδαίων και μη ανθρώπων που συνάντησε κατά καιρούς ο συνθέτης στην πολυτάραχη ζωή του (από τον Φιλ. Οικονομίδη μέχρι το βασανιστή Λάμπρου κι από τον Ρίτσο μέχρι τον Σεφέρη, συμπεριλαμβανομένης της Μαρώς Σεφέρη), ολίγη από μουσική του Χατζιδάκι, σκηνικό εντελώς διεκπεραιωτικό, και πολύ, μα πάρα πολύ ποτπουρί –προκειμένου να χωρέσουν πολλά τραγούδια–, όλα αυτά μαζί και άλλα πολλά συνθέσανε ένα απλοϊκό λαϊκό θέαμα-ακρόαμα, που καταχειροκροτήθηκε βεβαίως θερμότατα από το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, ιδίως στα πιο «επαναστατικά» του σημεία ( «Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»).
Έχω την εντύπωση πως μονάχα οι μουσικοί πασχίζανε να ανεβάσουν το επίπεδο. Αλλά το σύνολο παρέμενε κακόγουστο.
Όμως, το ότι αυτή η εκδήλωση έγινε στη Μακρόνησο είναι, νομίζω, σημαντικότερο από το περιεχόμενό της. Γιατί το νησί αυτό ήταν ο τόπος της «πειθαρχημένης διαβίωσης», και της μέσω βασανιστηρίων υποχρεωτικής «κάθαρσης» δεκάδων χιλιάδων αριστερών/ύποπτων ως αριστερών, αρχικά στρατιωτών και στη συνέχεια πολιτών, στα χρόνια 1947-1954. Από όλους αυτούς, ελάχιστοι άντεξαν τα βασανιστήρια και δεν υπόγραψαν δήλωση, όπως δεν υπόγραψε και ο Θεοδωράκης. Πολλοί τρελάθηκαν, αυτοκτόνησαν, δολοφονήθηκαν. Όλοι σχεδόν βγήκαν κατατσακισμένοι. Μ’ αυτή την έννοια, η παράσταση ήταν ένα είδος ηθικής νίκης του Μίκη. Το ότι παίχτηκαν τα τραγούδια του εκεί όπου ο ίδιος βασανίζονταν, εξήντα τόσα χρόνια πριν, μου θύμισε το «τα τραγούδια μου θα ακούγονται όταν τα τανκς σας θα έχουν σκουριάσει», που είχε πει ο ίδιος αργότερα, στους χουνταίους. Κι όντως έτσι είναι. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να πεις ότι το θεατρικό έργο άξιζε. Γι’ αυτό λέω ότι προτιμότερη θα ήταν μια συναυλία: ο λόγος, η υποκριτική και ο χορός χαμήλωσαν πολύ το επίπεδο.
Εννοείται ότι δε υπήρξε η παραμικρή νύξη ότι η Μακρόνησος ήταν δευτερογενές αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, για τον οποίο ευθύνη είχανε και οι δυο πλευρές. Κάτι τέτοια τα λένε άνθρωποι σαν τον αειθαλή φίλο μου τον Τάκη Λαζαρίδη (θανατοποινίτη της υπόθεσης Μπελογιάννη, που τη γλίτωσε επειδή ήταν έφηβος), που επιμένουν να σκέφτονται κόντρα στην εύκολη σκέψη. Αλλά, βέβαια, δεν περίμενα να ειπωθεί και κάτι τέτοιο, εκείνη τη στιγμή και με τέτοιο κλίμα.
Δεν άντεξα να κάτσω σε όλη την παράσταση, δεν υπήρχε λόγος. Είμαι περίεργο τρένο, το είπαμε, ξέρω πως το έργο είναι η επιτυχία της εποχής, αλλά εγώ σηκώθηκα κι έφυγα. Αν και η παράσταση με κυνηγούσε από τα παντού σκορπισμένα μεγόφωνα, συνέχισα με το φεγγαρόφωτο (δεν υπάρχει ηλεκτρικό) το γρήγορο περπάτημα και την εξερεύνηση που είχα αρχίσει από τη στιγμή που το φέρι μποτ «Δημήτρης» μάς είχε αποβιβάσει στο λιμανάκι του Α΄ ETO (Ειδικό Τάγμα Οπλιτών, «χαρακτηρισμένων» σκαπανέων δηλαδή, ώστε να κάνουν και τα τεχνικά έργα).
Το νησί είναι συγκλονιστικό. Τ΄ απομεινάρια από το απέραντο «νεκροταφείο αξιοπρέπειας» (όπως το είπε ο ιστορικός Μαργαρίτης) κάνουν τον κάθε άνθρωπο να σκεφτεί το τι γινόταν εδώ, στη μεγαλύτερη φυλακή της Ελλάδας – η οποία, ευτυχώς, δεν μπόρεσε να φτάσει το ναζιστικό Άουσβιτς ούτε τη σοβιετική Κολιμά («οι φυλακισμένοι και των δύο ημισφαιρίων»: θυμήθηκα για πολλοστή φορά τον Άρη Αλεξάνδρου).
Περπάτησα όλο το νότιο κομμάτι, από το λιμάνι του κεντρικού Α΄ ΕΤΟ ως τη ΣΦΑ (Στρατιωτική Φυλακή Αθηνών) και το φάρο, παρακάμπτοντας το «Άγαλμα του αγωνιστή». Ο δρόμος είναι χωματόδρομος καλός, πατημένος, με γεφύρια στις ρεματιές και αρκετό πράσινο. Είδα τα κατσικοπρόβατα να μαζεύονται για το βράδυ, άκουσα τα κουδούνια τους. Είδα το λιοβασίλεμα στην Αττική. Αργότερα τη νύχτα παρατήρησα το καβο – Κολώνες (ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο, φωτισμένος) και θυμήθηκα τι λέει γι’ αυτές ο Σεφέρης: «Χορδές μιας άρπας, αντηχούν ακόμα». Τα κτίρια και τα ερείπια (ειδικά οι σκάλες των εισόδων και των λιμανιών) δεν περιγράφονται, καθώς το φεγγάρι αντανακλούσε στη θάλασσα και, στην άκρη του νησιού, ακούγονταν μονάχα τριζόνια, γκιώνηδες και μια κουκουβάγια. Στη ΣΦΑ δυο κότερα και δυο ταχύπλοα, ακούω μουσική, έχουν φώτα – άραγε να ξέρουν τι γινόταν εδώ; Πρόσεξαν καθόλου ότι όλη παραλία είναι καλυμμένη με βάσεις σκηνών και περιγράμματα κτιρίων;
Τα παλιά απομεινάρια στο νησί είναι σοβάδες, τούβλα, σίδερα, πέτρες. Μονάχα τις εκκλησίες έχουν αναστηλώσει, το κτίριο των αρτοκλιβάνων, καθώς και μερικά κτίρια, που έχουν γίνει σπίτια για μόνιμους κατοίκους. Εγώ μέτρησα τρία τέτοια σπίτια: δυο μελισσοκομικά, ένα τζοπάνικο. Ο τζοπάνος έχει και μηχανή εντούρο. Υπάρχουν και δυο αγροτικά αυτοκίνητα. Ίσως γι’ αυτό βλέπω αρκετά καινούργια σκουπίδια: πλαστικά μπιτόνια από πετρέλαιο ή βενζίνη και παλιά λάστιχα.
Ειδικά τις εκκλησίες, σιγά μη δεν τις αναστήλωναν. Ο τοπικός μητροπολίτης έκανε και τη σχετική τελετή του τελευταία, έβγαλε και το σχετικό δεκάρικο – αυτός, ο εκπρόσωπος ενός συστήματος που βασάνιζε ηθικά τους κρατούμενους και συμπλήρωνε με τα βυζαντινά μουρμουρητά και τις κωδονοκρουσίες τα σωματικά βασανιστήρια. Δεν υπάρχει μία (1) μαρτυρία Μακρονησιώτη που να λέει ότι κάποιος παπάς τού στάθηκε, του συμπαραστάθηκε, τον βόηθησε στα δύσκολα. Ακριβώς το αντίθετο.
Γυρνώντας πίσω, πέφτω ξανά πάνω στο «Άγαλμα του αγωνιστή». Τώρα είναι φωτισμένο. Ζντανοφικής έμπνευσης, εξωπραγματικό, πανύψηλο, εξπρεσιονιστικό δείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού (ξέρω τι γράφω), παριστάνει έναν κρατούμενο με πέτρα στο ένα χέρι και το άλλο σε υψωμένη γροθιά, ενώ ένα συρματόπλεγμα είναι τυλιγμένο στο πόδι. Γελάω πικρά όταν σκέφτομαι ότι αυτό που απεικονίζεται δεν υπήρξε ποτέ: οι στρατιώτες κουβάλαγαν την πέτρα στη ράχη, δεν περίσσευε χέρι – κι αν περίσσευε, ποτέ δεν σηκωνόταν σε γροθιά. Αν πάλι ήτανε στο σύρμα (ό,τι χειρότερο), εκεί η απομόνωση και τα βασανιστήρια αντικαθιστούσανε «επάξια» το κουβάλημα της πέτρας. Αλλά το μνημείο είναι προφανώς συμβολικό, εκφράζει το 1% ή 2% που κατάφερε να μην υποκύψει. Ποιος θα μιλήσει όμως για το 98%, που αναγκάστηκε να αποκηρύξει τον ίδιο του τον εαυτό; Λιγότερη αξιοπρέπεια είχαν αυτοί;
Φτάνοντας στο χώρο της παράστασης, βρίσκω το βάθρο του μνημείου το στρωμένο με βότσαλο που σχηματίζουν μαιάνδρους (το ίδιο το μνημείο λείπει). Γύρω του εντοιχισμένες μαρμάρινες πλάκες, σώζονται τρεις στις τέσσερις. Αν δεν είχα διαβάσει, δεν θα ήξερα τι είναι το ΕΤΑΞ, ούτε οι αναφορές στο ΚΒΕ Πάτρας, στα Καβάσιλα, τη Χαλανδρίτσα, την Πιάνα και τη Σάμο. Μνημείο θράσους, αν σκεφτεί κανείς ότι ΕΤΑΞ ήταν το «Ειδικό Τάγμα Αξιωματικών», που σχηματίστηκε από «ανανήψαντες» πρώην αξιωματικούς του ΕΛΑΣ, που τους βάλανε να πολεμήσουν σαν απλοί φαντάροι κατά των συντρόφων τους. Χωρίς καμιά βία, μόνο με την υπεροχή των «εθνικών ιδεών», υποτίθεται.
Τριγυρνάω όσο μπορώ (κι όσο βλέπω), περιμένοντας να τελειώσει το έργο. Κάτι για «συμπαντικά κέντρα» και άλλα ανάλογα κοσμικά μεγαλόοστομα του Μίκη ακούω. Κάνω κι ένα νυχτερινό μπάνιο. Κάποτε το έργο τελειώνει, ακριβώς με το θαυμάσιο τραγούδι «Ποιος τη ζωή μου». Το απαραίτητο μπιζάρισμα – και μετά οριστικά τέλος. Σμίγω με τις φίλες μου που ήταν στο έργο και κατηφορίζουμε προς το λιμάνι. Γύρω μας αστυνομικά αυτοκίνητα, πυροσβέστες, πυρασφάλεια του «Κυνηγετικού Συλλόγου Λαυρίου», σκουπιδιάρικα του Δήμου Κερατέας, προσκοπίνες που δίνουν οδηγίες, λιμενοφύλακες. Οργανωμένα πράγματα. Τίποτα δεν θυμίζει πώς γινόταν τότε η αναχώρηση (με κατανάγκην ζητωκραυγές κατανάγκην ανανηψάντων ή στα μουλωχτά, προς κάποιο στρατιωτικό νοσοκομείο κάποιον πολύ χτηπημένο), ούτε, πολύ λιγότερο, η άφιξη: με ξύλο και μπινελίκια και απειλές από τους αλφαμίτες πριν καλά καλά πατήσουν οι νεοφερμένοι το πόδι τους στο νησί.
Σκέφτομαι πως η Μακρόνησος υπήρξε ο σημαντικότερος στρατολόγος του Δημοκρατικού Στρατού. Σου λέει ο άλλος, παρά να με βασανίσουνε, θα ανέβω μόνος μου στο βουνό. Και το πόσο ειλικρινής ήταν η αναμόρφωση των «ανανηψάντων», το δείξανε οι εκλογές του ’50: οι στρατιώτες ψήφισαν 65% αριστερά. Εντάξει, έχεις εμφύλιο πόλεμο, δεν είναι παράλογο να συλλάβεις τους δυνητικούς στρατιώτες του αντιπάλου. Άλλο αυτό, όμως, κι άλλο να τους βασανίζεις για να απαρνηθούν τον εαυτό τους και, στη συνέχεια, να πολεμήσουν στο πλευρό σου. Έτσι δίνεις στον αντίπαλο ένα ηθικό πλεονέκτημα, που κρατάει μέχρι σήμερα. Και καταφέρνεις να αφίστασαι από την αστική δημοκρατία όσο μπορεί να αφίσταται μια αστική δημοκρατία από τον εαυτό της. Ξέρω ότι μ΄αυτά που γράφω δεν ικανοποιώ κα πολλούς, αλλά εμένα η ανθρώπινη ελευθερία μού φαίνεται ενιαία κι αδιαίρετη
Την ερχόμενη Κυριακή, αν όλα πάνε καλά, θα πάω στο βόρειο κομμάτι χάρη στην ΠΕΚΑΜ. Εκεί με περιμένει το Β΄ ΕΤΟ, καθώς και το «Τριανέμι». (Ευτυχώς που από χρόνια τα βουνά δεν γράφουνε «Ζήτω ο βασιλεύς Παύλος», ούτε «Όπλα θέλουμε»). Κι ούτε θα υπάρχουν ήχοι από παράσταση αυτή τη φορά, ούτε γεννήτριες, ούτε μουσική, ούτε φασαρία, ούτε πλήθη. Μονάχα «ησυχαστήριο», όπως αποκαλούσε το νησί ο μοναχικός μελισσοκόμος. Που αυτή τη φορά, μπορεί να πιούμε ένα τσίπουρο μαζί του.