Όταν πήγαινα, τη δεκαετία του ‘60, παιδί τότε, στις συναυλίες της Συμφωνικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, με τους γονιούς μου, αναρωτιόμουν γιατί στο, καταπληκτικό και γεμάτο πληροφορίες και γνώσεις βαθιές, πρόγραμμα, είχε μονίμως διαφημίσεις, κάποιας ασφαλιστικής εταιρίας, σημειώνοντας με νόημα, το πόσο επικίνδυνες μπορεί να είναι, κάποιες τέτοιες στιγμές, βαθιάς συγκίνησης.
Έλεγα «έλα ρε παιδί μου, τόσο πολύ πια;».
Το έζησα, το είδα με τα μάτια μου και κατάλαβα ότι ναι και ακόμη περισσότερο.
Το προχθεσινό που έζησα όμως, δεν νομίζω, ότι μπορεί να μεταφερθεί, ως αίσθηση, ως δάκρυ αγαλλίασης , ως συναίσθημα βαθειάς ταπείνωσης, στην κυριολεξία.
Βλέποντας είκοσι πέντε παιδιά, να έχουν τόσο πολύ βυθιστεί στην μουσική που μας έλουζαν, που προς στιγμήν νόμισα, ότι είμαστε κάπου αλλού. Σε άλλο τόπο, που δεν έχει σχέση με τη γελοιότητα και το καραγκιοζιλίκι, που ζούμε, που δεν έχεις ανάγκη να ζητήσεις από οποιοδήποτε, παρά να σιωπήσει, για να σε αγγίζουν όλες οι πεντακάθαρες νότες που ανάβλυζαν από την ορχήστρα του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης….
Ο χώρος, η παλιά Οθωμανική τράπεζα, γωνία Φράγκων και Λέοντος Σοφού.
Η Ορχήστρα των μαθητών του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, με Διευθυντή τον κάτι παραπάνω από άξιο της αγάπης και του θαυμασμού μας, Βλαδίμηρο Συμεωνίδη.
Ένα μουσικό σύνολο υψηλών προδιαγραφών, μα το κυριότερο γεμάτο ζωντάνια και αύρα μελωδική.
Το πρώτο τσέλο, η Σοφία, μαθήτρια της πρώτης Λυκείου, έπαιζε με τέτοιο παλμό και δόσιμο, συνοδεύοντας ως μπάσο κοντίνουο τα δύο τσέλα, που είχε μπροστά της ως σολίστες, που νόμιζες ότι έβγαινε η εξαϋλωμένη της φιγούρα, με τα μακριά ξανθά μαλιά της από γκραβούρες της εποχής…
Και αναρωτιόσουν, πώς είναι δυνατόν, αυτό το κορίτσι στα 16 της να’ χει κάνει τέτοια βουτιά, στα βαθιά νερά του μπαρόκ και να αποδίδει με τέτοιο θαυμαστό τρόπο , το κομμάτι που της αναλογεί…
Και δίπλα της η Δεσποινούλα που τη συναντώ πολλές φορές πρωινά στο ΙΚΕΑ να παίρνει το τρία, με την όμορφη θήκη του τσέλου της και να κατεβαίνει, όλη αυτή τη διαδρομή, μέχρι τη Δωδεκανήσου και μετά πάλι πίσω, για το χωριό και παράλληλα τα διαβάσματα για τα μαθήματα, γιατί όλα τα παιδιά εκεί μπροστά μας ήταν και αριστούχοι στα σχολεία τους…
Αυτή τη γενιά παρακαλώ πολύ να την αφήσουμε ήσυχη από μόνη της να μεγαλουργήσει, γιατί με τέτοιες ευαισθησίες και συναισθήματα, προόρισται να μεγαλουργήσει…
Το μοναδικό Κρατικό Ωδείο, που υπάρχει στη χώρα, από διάταγμα του Μεταξά το ΄36.
Και έχετε υπόψη σας, ότι αυτά τα πιτσιρίκια, που με τόση θέρμη έπαιζαν και απέδιδαν με περισσή χάρη, τόσο τον Χατζιδάκη όσο και τον Βιβάλντι, αφιερώνουν τη ζωή τους στη μουσική, γνωρίζοντας ότι το άθλιο Υπουργείο της Παιδείας, θα κρατάει, για χρόνια ακόμα, το Ωδείο, αδιαβάθμητο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και το πτυχίο των παιδιών, μετά από 10-12 χρόνια σπουδών, δεν θα αξίζει τίποτε περισσότερο, από ένα απολυτήριο Γυμνασίου.
Κι έπαιζε η ορχήστρα, ένα πελώριο νεανικό χαμόγελο, που είχε ως σολίστ εκείνη τη στιγμή το άλλο ζωντανό χαμόγελο της Οζγκέ και τον Γιίτ. Μην νομίζετε ότι είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας, 30ρηδες και οι δυο τους, από την Άγκυρα. Του Γιίτ έβγαινε η μουσική από το κορμί του, πιστέψτε με. Δονούνταν ολόκληρος, αποδίδοντας μαζί με την Οζγκε το κοντσέρτο για δυο τσέλα και ορχήστρα εγχόρδων, του Βιβάλντι.
Προσωποποίηση της μελωδίας, του μελίσματος, την είπε ο φίλος μου την Οζγκέ και είχε απόλυτο δίκιο.
Ήτανε, ειλικρινά, μια βραδιά, όπου ανακαλύπταμε ξανά τη μαγεία της μουσικής, μέσα στα δάκτυλα των15χρονων και 20χρονων.
Μπράβο, ρε συ Λόλα Τώτσιου, κάθε έπαινος σου αξίζει.
Για αυτό που έχεις καταφέρει και κρατάς ένα Ωδείο δηλ. που βγάζει μουσικάρες με δασκάλους περίφημους και ας μην ονομάζονται Πανεπιστημιακοί. Αλλά είναι αδιαβάθμητοι και δάσκαλοι απλοί.
Μπράβο και σε σένα Συμεωνίδη, σου πρέπουνε χίλια μπράβο, για το κέφι και τη ζωντάνια, τη σοβαρότητα κυρίως και τη διάθεση και το σεβασμό στα παιδιά που τους συμπεριφέρεσαι ως φτασμένους καλλιτέχνες, μεταλαμπαδεύοντας τους, μια μουσική παιδεία απαράμιλλη. Μία μουσική παιδεία που βασίζεται από τη μια στη αγάπη και το δόσιμο στη μουσική και από την άλλη στα πελώρια ταλέντα που ΄χει αναδείξει αυτή η πόλη.
Πιστέψτε με, δεν έπαιζαν μηχανικά, παπαγαλίζοντας. Έπαιζαν Χατζιδάκη κα τον απέδιδαν κατά πως του αξίζει.
Με τρόπο απαράμιλλο, με τέχνη ασύγκριτη, οι μουσικές τους φράσεις ήταν τόσο ολοκληρωμένες, που κλείνοντας τα μάτια, αναρωτιόσουν εάν βρίσκεσαι στο αίθριο της Οθωμανικής Τράπεζας ή σε κάποια μεγάλη σάλα της Κεντρικής Ευρώπης.
Είναι προφανές ότι αυτό δεν θα μείνει έτσι. Είναι προφανές ότι στόχος μας διαρκής, πια, η ανάδειξη του μεγαλείου, του μουσικού ταλέντων των παιδιών του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.
Ειλικρινά δεν βρίσκω να υπάρχει κάτι άλλο πιο γοητευτικό, από το να στηρίξεις, με νύχια και με δόντια, μια τόσο σπουδαία προσπάθεια .
Να είστε καλά παιδιά μου. Μην σας ξενίζει το δάκρυ του περίεργου θείου. Ξεκινάει από τη μεγάλη σάλα, εκείνου του καταπληκτικού νεοκλασικού Κρατικού Ωδείου, στην παραλία , που σε κάθε αίθουσα του, έκρυβε τότε κι ένα και δύο Στάινγουεϊ, δωρεές πλουσίων Σαλονικιών, για να στεριώσει το Κρατικό Ωδείο του Σόλωνα Μιχαηλίδη.