Είναι πλέον σαφές ότι η εξελισσόμενη κρίση στην Ουκρανία χαρακτηρίστηκε έντονα από εσφαλμένες εκτιμήσεις και άστοχες επιλογές τόσο από την Ευρώπη όσο και από τη Ρωσία, αν και όχι υποχρεωτικά στον ίδιο βαθμό. Πέρα όμως από τον εντοπισμό σφαλμάτων, βασική προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η επιτυχημένη περαιτέρω διαχείριση της κρίσης και η αποφυγή μιας σοβαρής επιδείνωσης των ευρωρωσικών σχέσεων, κάτι που θα είχε σημαντικό κόστος και για τις δύο πλευρές. Οι δύο πλευρές πρέπει να υιοθετήσουν μια πιο σφαιρική, μακροσκοπική θεώρηση των σχέσεών τους. Υπάρχουν προφανείς διαφορές και αποκλίνοντα συμφέροντα σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά η έμφαση θα πρέπει να είναι στα κοινά συμφέροντα (και ανησυχίες, όπως π.χ. τα ισλαμικά ριζοσπαστικά κινήματα) και στη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για την οικοδόμηση της επιδιωκόμενης εταιρικής σχέσης.
Δυστυχώς, όπως διαφάνηκε από τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, αλλά και σε πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ στην Αθήνα με τη συμμετοχή υψηλόβαθμων αξιωματούχων και αναλυτών από τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ, η απόσταση που χρειάζεται να διανυθεί είναι ακόμη σημαντική. Σε αναμονή εξελίξεων σχετικά με την τετραμερή στο Μινσκ, υπάρχει ενδεχομένως ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική εξωτερική πολιτική, έτσι ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να παίξει έναν εποικοδομητικό ρόλο στο πλαίσιο της Ε.Ε. και να συμβάλει στην προσπάθεια προσέγγισης των δύο πλευρών. Επιπροσθέτως, κάθε χώρα οφείλει να αναπτύσσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διευρύνει τα γεωπολιτικά ερείσματά της και η Αθήνα προφανώς επιθυμεί να στείλει το μήνυμα προς όλους τους ενδιαφερόμενους αποδέκτες ότι δεν πρέπει να θεωρείται «απολύτως δεδομένη» (αλλά ούτε και εντελώς απρόβλεπτη) σε όλα τα ζητήματα. Απαιτούνται, όμως, προσεκτικοί χειρισμοί για να μη δημιουργηθούν εσφαλμένες εντυπώσεις περί αλλαγής στρατηγικού προσανατολισμού.
Οσον αφορά τις ελληνορωσικές σχέσεις, βεβαίως υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας σε επιλεγμένους τομείς (π.χ. αναβάθμιση συστημάτων αντιαεροπορικής άμυνας για να εξισορροπηθεί σε ένα βαθμό η απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών επόμενης γενιάς από τη γειτονική χώρα, ο τουρισμός, οι επενδύσεις, η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας κ.ά.). Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η -αόριστη προς το παρόν- ρωσική πρόταση για κατασκευή αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από τα ελληνικά σύνορα προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Φαντάζει όμως εξαιρετικά δύσκολη, με τα σημερινά δεδομένα, η εύρεση των πόρων για την κατασκευή ενός τέτοιου αγωγού. Καλό θα ήταν, επίσης, να αποφεύγονται μη ρεαλιστικές προσδοκίες περί χρηματοδότησης από τη Ρωσία (άραγε από τον ίδιο λογαριασμό που διέσωσε την Κύπρο το 2013;), με τη ρωσική οικονομία να είναι σήμερα σε σαφώς δυσμενέστερη κατάσταση απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Γενικότερα, θα ήταν πολύ χρήσιμη η ακριβής αίσθηση ειδικού βάρους και μεγέθους, η ιεράρχηση προτεραιοτήτων -με κορυφαία τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας και την παραμονή της χώρας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών-, το χτίσιμο συμμαχιών εντός της Ε.Ε., αλλά και σε άλλα πλαίσια, και η αξιοποίηση της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας σε μια περίοδο υψηλής αστάθειας και ρευστότητας στην ανατολική και νότια περιφέρεια της Ευρώπης.