Πολύ πριν από τον «τρίτο δρόμο», που αποδείχθηκε ο καλύτερος τρόπος για να πάψει να ξεχωρίζει η σοσιαλδημοκρατία, υπήρξε η «δεύτερη Αριστερά», που επέτρεψε την άνοδο των σοσιαλιστών στην εξουσία –πρώτα στη Γαλλία και μετά στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ο πατέρας της «δεύτερης Αριστεράς», ο Μισέλ Ροκάρ, έφυγε από τη ζωή αυτές τις μέρες χωρίς να μπορεί να είναι βέβαιος αν είχε χάσει ή κερδίσει το παιχνίδι.
Αν η «πρώτη Αριστερά», ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρέπεμπε στο μαρξισμό, το εργατικό κίνημα, την ταξική διαστρωμάτωση των κοινωνιών, τις μαζικές κινητοποιήσεις, τις ρήξεις, η «δεύτερη Αριστερά» έδωσε έμφαση στο δημοκρατικό διάλογο, τις φωτισμένες ελίτ, τα κόμματα-εργαστήρια, τις κοινωνιολογικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις, την κατάκτηση και διαχείριση, όχι άλωση, της εξουσίας. Η άφιξη των σοσιαλιστών στην εξουσία ήταν το φαινόμενο που δικαίωσε αλλά και αχρήστευσε αυτή τη διαπάλη –γιατί από τη στιγμή που κατακτήθηκε η εξουσία, δεν υπήρχε πια λόγος για πιο «επαναστατικές» επικλήσεις και πρακτικές. Επικρατώντας ολοκληρωτικά, σχεδόν νομοτελειακά, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η μετριοπαθέστερη εκδοχή αντικατέστησε την «Αλλαγή στην εξουσία» από «αλλαγές μέσα από την εξουσία» αλλά έτσι οδήγησε και σε έκπτωση του «αριστερού ιδεώδους». Μια τέτοιου είδους ήττα λόγω νίκης ήταν και η μοίρα του εμπνευστή της.
Διανοούμενος με πολυβολική εκφορά λόγου, ειλικρίνεια και εμμονή σε βαθμό αγένειας, εχθρός του “politically correct” και των μέσων δρόμων (είπαμε: η «δεύτερη Αριστερά» ήταν κάτι καινούργιο, όχι κάτι ενδιάμεσο), πείσμων απέναντι σε όλους και σε όλα, πεισμένος για την ανωτερότητα του καθώς και των ιδεών του, βαθύς γνώστης της Πολιτικής, της Οικονομίας και της Ιστορίας (και μάλιστα, σε αντίθεση με τον Μιτεράν, όχι μόνο της χώρας του), φιλευρωπαίος αλλά σε διαρκή αναζήτηση μιας «άλλης Ευρώπης» για την οποία μόνον αυτός είχε τα κλειδιά, ο Ροκάρ βίωσε σε όλη τη διάρκεια του μακρού πολιτικού του βίου το διχασμό και το θαυμασμό. Για χρόνια δημοφιλέστερος πολιτικός, και όχι μόνο στο χώρο της Αριστεράς, έχασε όλες τις μεγάλες μάχες, ιδίως στο εσωτερικό του κόμματος του: δεν ηγήθηκε των Σοσιαλιστών παρά μόνο, για πολύ λίγο, στην αρχή της πτώσης τους, δεν κατέκτησε τη Γαλλική Προεδρία για την οποία προετοιμαζόταν όλη του τη ζωή, δεν στάθηκε ως ίσος προς ίσο όταν ο Μιτεράν, κυρίως για να τον εξουδετερώσει, τον έκανε Πρωθυπουργό στην αρχή της δεύτερης θητείας του, δεν έγινε Πρόεδρος της Κομισιόν ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν έβαλε την Τουρκία στην Ευρώπη. Πολιτικός με αρχές, χωρίς ίχνος σκανδάλου ή ξεστρατίσματος, ανοιχτός σε κάθε τι το καινούργιο (στα 80 του έγινε ειδικός στην Ανταρκτική), συνείδηση και παράδειγμα για πολλούς, υπήρξε ταυτόχρονα μια ομάδα μόνος του σε ό,τι και αν έκανε, χωρίς συναισθηματισμούς αλλά και χωρίς συναίσθημα. Άφησε πολιτικούς επιγόνους –το να είσαι “rocardien” ήταν πολύ της μόδας τα χρόνια που κυβερνούσε ο Μιτεράν- αλλά όχι πολιτική σχολή. Ενέπνευσε αλλά δεν συγκίνησε. Εκτιμήθηκε αλλά δεν αγαπήθηκε (αλλά ίσως αυτό είναι το αψευδέστερο δείγμα ενός γνήσιου πολιτικού).
Η βασική συνεισφορά του είναι στο χώρο των πολιτικών ιδεών και της πολιτικής ηθικής: έδειξε ότι η δημοκρατικότητα και ο πραγματισμός όχι μόνο μπορούν αλλά επιβάλλεται να είναι στοιχεία της κυβερνητικής Αριστεράς –ασχέτως αν ο ίδιος διοικούσε συγκεντρωτικά και σχεδόν αυταρχικά. Ξεσκώρισε το γαλλικό και, μέσω αυτού, πολλά ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα από «αυτοδιαχειριστικές» και μαρξίζουσες ιδεολοηψίες αλλά δεν μπόρεσε να επιβάλει την ατζέντα της «μεταρρυθμιστικής Αριστεράς» -βίωσε μάλιστα, στο πετσί του, πολλές ήττες της και ίσως και την τελική πτώση της. Στο φανταστικό αλλά ιστορικό ερώτημα αν η Γαλλία, η Ευρώπη και η Αριστερά θα ήταν καλύτερες αν ο Ροκάρ είχε, κάποια στιγμή, επικρατήσει του Μιτεράν, οι ιδεολόγοι δίνουν άλλη απάντηση από τους πραγματιστές. Και οι πραγματιστές δεν είναι, αυτή τη φορά, από την πλευρά του μεγάλου χθεσινού νεκρού.