Στο πλαίσιο που αναφέρεται στον πρόλογο, είναι σημαντική η συμβολή του καθηγητή Κας Μούντε (Cas Mudde)[1],πολιτικού επιστήμονα από την Ολλανδία, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια, που θεωρείται διεθνώς ένας από τους σημαντικότερους ειδικούς σε θέματα πολιτικού εξτρεμισμού, ριζοσπαστισμού και λαϊκισμού, και που πρόσφατα επισκέφθηκε την Ελλάδα και έδωσε σειρά διαλέξεων. ΟΜούντε οικοδομεί την έρευνά του γύρω από ένα κρίσιμο ερώτημα: Πώς μπορούν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στις εξτρεμιστικές προκλήσεις χωρίς να χρειαστεί να υπονομεύσουν τις δικές τους βασικές αξίες. Με βάση την τυπολογία που έχει αναπτύξει σχετικά με τις εξτρεμιστικές προκλήσεις στη φιλελεύθερη δημοκρατία, επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα τόσο από εμπειρική όσο και από κανονιστική άποψη.
Εκείνο στο οποίο ιδιαίτερα επιμένει ο Μούντε, είναι η ανάγκη για σαφείς ορισμούς των φαινομένων που εξετάζει. Η «δημιουργική ασάφεια», που είναι τόσο δημοφιλής στην Ελλάδα της κρίσης, είναι ασύμβατη με το ερευνητικό του έργο.
Το σημείο εκκίνησης των εννοιολογήσεων του Μούντε είναι η δημοκρατία, που θεωρείται, με τον ελάχιστο ορισμό του Σουμπέτερ, ο συνδυασμός της λαϊκής κυριαρχίας και του κανόνα της πλειοψηφίας.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα είδος δημοκρατίας όπου στα χαρακτηριστικά της λαϊκής κυριαρχίας και του κανόνα της πλειοψηφίας προστίθεται η θεσμικά κατοχυρωμένη προστασία των δικαιωμάτων της μειονότητας.
Ριζοσπαστισμός και εξτρεμισμός
Με βάση την παραπάνω διάκριση, ο Μούντε υποστηρίζει ότι «ο ριζοσπαστισμός είναι υπέρ της δημοκρατίας αλλά κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με την έννοια ότι δέχεται τη λαϊκή κυριαρχία και τον κανόνα της πλειοψηφίας, αλλά είναι αντίθετος σε συγκεκριμένα φιλελεύθερα στοιχεία, όπως στον συνταγματικό κανόνα και στα δικαιώματα της μειονότητας»[2]. Με αυτή την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ριζοσπαστικό κόμμα.
Αντίθετα, κατά τον Μούντε, ο εξτρεμισμός ορίζεται ως αντι-δημοκρατία, ως άρνηση της ίδιας της ουσίας της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, «όλοι οι εξτρεμιστές απορρίπτουν το ιδανικό και το σύστημα στο οποίο η πλειονότητα αποφασίζει για τους κυβερνήτες της»[3]. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα κόμμα που ταιριάζει απόλυτα στον ιδεότυπο του εξτρεμιστικού κόμματος. Με τα λόγια του Μούντε, «η Χρυσή Αυγή είναι ένα ξεκάθαρα αντιδημοκρατικό κόμμα. Δεν θεωρώ τη Χρυσή Αυγή λαϊκιστικό κόμμα. Πιστεύω ότι η Χρυσή Αυγή είναι το μόνο σημαντικό ακραίο δεξιό κόμμα στην Ευρώπη»[4].
Επομένως, καταλήγει ο Μούντε, «σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό περιβάλλον, τόσο οι εξτρεμιστές όσο και οι ριζοσπάστες είναι αντίθετοι στο σύστημα, αν και οι ριζοσπάστες δεν είναι απολύτως αντίθετοι στη δημοκρατία».
Η διάκριση αυτή ανάμεσα στους δύο ιδεότυπους του ριζοσπαστισμού και του εξτρεμισμού είναι ευρύτερα αποδεκτή στην ακαδημαϊκή έρευνα. Ενδεικτικά, ο PaulLucardie έχει περιγράψει τη διάκριση ανάμεσα στους εξαγνιστές, οι οποίοι αναφέρονται σε «μια ιδεολογία που έχει προδοθεί ή αμβλυνθεί από τα κατεστημένα κόμματα», και στους προφήτες «που συναρθρώνουν μια νέα ιδεολογία»[5].
Η κρίσιμη διαφορά, πέραν της αντίληψης για τη δημοκρατία, είναι η τοποθέτηση στο θέμα της πολιτικής βίας. Οι ριζοσπάστες την αποκηρύσσουν. Οι εξτρεμιστές την θεωρούν απολύτως θεμιτή και επιβαλλόμενη[6].
Όταν όμως αναφερόμαστε σε ιδεότυπους[7], σκιαγραφούμε ένα σύνολο θεμελιωδών χαρακτηριστικών μιας έννοιας στην πιο καθαρή μορφή τους. Ο ιδεότυπος είναι η αποκρυστάλλωση της ουσίας μιας έννοιας – η έννοια στην ιδανική της μορφή, που δεν είναι δυνατόν να απαντάται έτσι ακριβώς στην πραγματική ζωή. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ο Luke March, που μελετάει για πολλά χρόνια το φαινόμενο της άκρας Αριστεράς στην Ευρώπη,υποστηρίζει ότι «πρακτικά, η ακριβής διάκριση ανάμεσα στη ριζοσπαστικοποίηση και τον εξτρεμισμό, μοιάζει δύσκολο να είναι λειτουργική»[8].
Ταυτίσεις και κοινοί τόποι
Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ριζοσπαστικό κόμμα. Αυτή η περιγραφή είναι ορθή εάν συνοδευτεί από τη διαπίστωση της ιδιομορφίας της συνύπαρξης των ριζοσπαστών με μια σημαντική σε παρουσία εξτρεμιστική πτέρυγα. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που οι δύο ιδεότυποι παύουν να υπάρχουν στην καθαρή μορφή τους και αλληλοσυμπλέκονται, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση του March, που αναφέραμε παραπάνω.
Η σύμπλευση ριζοσπαστών και εξτρεμιστών στην Ελλάδα της κρίσης συγκροτεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία στην παθολογία της κρίσης. Πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, εκδηλώθηκε με την ενθάρρυνση και υπόθαλψη πράξεων πολιτικής βίας από τη ριζοσπαστική Αριστερά. Ακόμα και όταν η πολιτική βία αποδοκιμαζόταν, παράλληλα υποστηριζόταν μια πρακτική «φινλανδοποίησης» απέναντι στην πολιτική βία[9].
Μετεκλογικά, εκτυλίσσεται ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο. Υπουργοί της κυβέρνησης και στελέχη της ριζοσπαστικής Αριστεράς επιδεικνύουν έμπρακτα μια πρωτοφανή ανοχή και πολλές φορές υποστήριξη σε εξτρεμιστικές πρακτικές. Πανεπιστήμια καταλαμβάνονται ανεμπόδιστα. Διαδηλώσεις ακροαριστερών και καταστροφές με την αστυνομία απαθή παρατηρητή. Ευνοϊκές διατάξεις σε νόμο, φωτογραφικού χαρακτήρα, για την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού. Αποποινικοποίηση της χρήσης κουκούλας σε διαδηλώσεις. Εξέγερση δεκάδων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στην απόφαση Πανούση να στείλει την αστυνομία για να τερματιστεί η κατάληψη της πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μοιάζει να υπάρχει μια απροσδιόριστη λαγνεία που ασκεί ο κόσμος του ακροαριστερού περιθωρίου στη ριζοσπαστική Αριστερά που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στον κοινό τόπο των δύο χώρων, που είναι η αντίληψη για την πολιτική βία. Η ρητή αποδοχή της από τους εξτρεμιστές, αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των ριζοσπαστών, που στον ιδεολογικό τους πυρήνα όχι μόνον δεν απορρίπτουν τη χρήση πολιτικής βίας αλλά αντίθετα τη θεωρούν τη «χρυσή εφεδρεία» σε περίπτωση ανάγκης.
Είναι περιττό να επισημάνει κανείς ότι αυτή η εκλεκτική συγγένεια είναι το σημαντικότερο ίσως εμπόδιο σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ρεαλιστικού αναπροσανατολισμού της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ προς πραγματιστικές προσεγγίσεις.
Ο Κας Μούντε υποστηρίζει ότι είναι ιδιαίτερα πιθανό για τον ΣΥΡΙΖΑ να πραγματοποιήσει αυτή τη ρεαλιστική στροφή, βασισμένος στα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά αυτού του κόμματος, αλλά και στην εμπειρία από πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου οι λαϊκιστές στην εξουσία συνήθως διασπώνται σε δύο πτέρυγες, τη μετριοπαθή και τη φονταμενταλιστική[10]. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «μπορεί οι ψηφοφόροι να μην είναι οι ίδιοι, ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παίζει σε γενικές γραμμές τον ίδιο ρόλο στο ελληνικό κομματικό σύστημα με αυτόν που έπαιξε το ΠΑΣΟΚ για δεκαετίες, δηλαδή θα αποτελεί τη λαϊκιστική αριστερή εναλλακτική στη συντηρητική ΝΔ»[11].
Προσωπικά έχω επιφυλάξεις για αυτή την άποψη, επειδή η «ιδεολογία-ξενιστής»[12] του αριστερού λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ, ο ριζοσπαστισμός στην ελληνική εκδοχή του, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον πολιτικό εξτρεμισμό[13]. Οι «αντικαπιταλιστικές» θέσεις και απόψεις της πλειονότητας των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ευρίσκονται στην οριογραμμή, στην γκρίζα ζώνη, ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και τον εξτρεμισμό. Υπερβαίνουν την απλή αντίθεση στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Είναι πολύ πιθανό αυτή η ιδεολογία-ξενιστής να επικρατήσει της παρασιτικής και χαμαιλεοντικής ιδεολογίας του λαϊκισμού.
Εάν κάποιος γνωρίζει την ανθρωπογεωγραφία του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι, σε μεγάλο ποσοστό, η ταλάντωση και η περιδίνηση ανάμεσα στην ταυτότητα του εξαγνιστή και εκείνη του προφήτη είναι διηνεκής, παράγοντας αντιφατικές πρακτικές, σουρεαλιστικές συμπεριφορές και πολιτική ακινησία.
* Τα βασικά σημεία αυτού του κειμένου εκφωνήθηκαν στις δύο εκδηλώσεις που οργάνωσαν οι εκδόσεις Επίκεντρο προς τιμή του καθηγητή CasMudde στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 2015 και στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2015.
[1] Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο βιβλία του από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Πρόκειται για το βιβλίο που έχει γράψει ο ίδιος, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόµµατα στην Ευρώπη(2011) και για τον συλλογικό τόμο Λαϊκισµός στην Ευρώπη και την Αµερική – Απειλή ή διόρθωση για τη δηµοκρατία; (2013) που συνεπιμελήθηκε με τονCristobal Rovira Kaltwasser.
[2] Cas Mudde, «Πολιτικός εξτρεμισμός – Έννοιες, θεωρίες και δημοκρατία»,Μεταρρύθμιση, http://metarithmisi.gr (ανάκτηση 27 Απριλίου 2015).
[5] Paul Lucardie, “Prophets, purifiers and prolocutors: towards a theory on the emergence of new parties”, Party Politics 6(2), 2000, σ. 175-85.
[6] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα, Επίκεντρο 2014.
[7] Την έννοια του ιδεότυπου επεξεργάστηκε πρώτος ο Μαξ Βέμπερ. Δες Max Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, Gutenberg 2006
[8] Luke March , Radical Left Parties in Europe, Routledge 2011.
[9] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Η φινλανδοποίηση απέναντι στην πολιτική βία», στοΕξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα, Επίκεντρο 2014.
[10] Cas Mudde, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόµµατα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011.
[11]Cas Mudde, «Μετά τον εκλογικό θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ: πέντε προβλέψεις για ένα μάλλον παρόμοιο μέλλον», http://metarithmisi.gr (ανάκτηση 27 Απριλίου 2015). Δες επίσης Συνέντευξη του CasMudde στην εφημερίδα Το Βήμα, 15 Μαρτίου 2015, στον δημοσιογράφο Γρηγόρη Μπέκο, με τίτλο «Η Λεπέν και ο Γκρίλο συνιστούν πραγματικό κίνδυνο για την Ευρώπη».
[12] Για την ιδεολογία-ξενιστή και τον λαϊκισμό, Cas Muddeκαι Cristobal Rovira Kaltwasser (επιμ.) Λαϊκισµός στην Ευρώπη και την Αµερική – Απειλή ή διόρθωση για τη δηµοκρατία;Επίκεντρο 2013.
[13] Αναλυτική επιχειρηματολογία για το θέμα αυτό, στο Πέτρος Παπασαραντόπουλος,Μύθοι και στερεότυπα της ελληνικής κρίσης, Επίκεντρο 2012 και Εξτρεμισμός και πολιτική βία στην Ελλάδα, Επίκεντρο 2014.