Ριζοσπαστικός σταλινισμός και τρομοκρατία

Κώστας Κούρκουλος 20 Φεβ 2021

Ο Robert Lifton, μέλος της ομάδας που μελέτησε τη συμπεριφορά των γιατρών στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, έκανε τότε την εξής «αποκάλυψη» για τον Μέγκελε: «Ήταν άνθρωπος. Όχι δαίμονας και αυτό είναι το πρόβλημά μας...». (Μίκα Φατούρου, 2003).

Και η φοβερή αλήθεια της «αποκάλυψης» βρίσκεται στο ότι αυτό το «νέο είδος δολοφόνων» που γέννησαν οι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα, του οποίου τα εγκλήματα – κατά την Χ. Άρεντ - «ούτε ο θυμός μπορεί να εκδικηθεί, ούτε η αγάπη να υποφέρει, ούτε η φιλία να συγχωρήσει», ανήκουν στον κόσμο των ανθρώπων και όχι των τεράτων. 

Έτσι και ο Δ. Κουφοντίνας, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του στον δημόσιο χώρο ως μέλος αυτού του «καινούργιου είδους ολοκληρωτικών δολοφόνων», ανήκει στον κόσμο των ανθρώπων.

Έστω και αν ο ίδιος – για λόγους πολύ ανθρώπινους, όπως παρακάτω επισημαίνουμε - αρνείται επίμονα ότι είναι άνθρωπος και αυτοανακηρύσσεται σε «σύμβολο».

Την ιδιότητα του συμβόλου διακήρυξε και πάλι μέσα από τη φυλακή, ξεκινώντας την τελευταία απεργία πείνας. Όταν διακήρυξε ότι προσπαθούν να τον «συντρίψουν» «…όχι γι αυτό που είναι» – δηλαδή άνθρωπος -  «…αλλά για αυτό που σηματοδοτεί», δηλαδή σύμβολο.

Πριν όμως αναφερθούμε στο τι «σηματοδοτεί» ως σύμβολο, είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε τι είναι «..αυτό που είναι» ως άνθρωπος - κατά την δική του διάκριση. Κάτι το οποίο ουδέποτε μας το είπε.

Γιατί, αν το έλεγε, θα έπρεπε έτσι να παραδεχθεί την ταπεινότητα της ανθρώπινης συνθήκης στην οποία βρίσκεται: ότι δηλαδή δεν είναι το «Υπέρτατο Ον», που εξουσιάζει τη ζωή και τον θάνατο των άλλων, αλλά  ένας άνθρωπος, που συνθλίβεται από την οδύνη και την απόγνωση του ατέλειωτου χρόνου της φυλακής. Ένας άνθρωπος που στερείται την ελευθερία, την θεμελιώδη δηλαδή προϋπόθεση για εμφάνιση στον «δημόσιο χώρο». Εκεί όπου αποκτά νόημα κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, αφού μόνον εκεί οι άνθρωποι εμφανίζονται στον κόσμο για να επιβεβαιωθούν, αλλά και να έρθουν σε επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους με τις πράξεις και τον λόγο τους. Κάτι που κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς.


Δεν είναι τυχαίο ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει έναν συναρπαστικό θεσμό για την επιστροφή στον κόσμο των ανθρώπων, όσων παραβίασαν τον «νόμο της πόλεως»: το «περί του μη μνησικακείν» ψήφισμα των Αθηναίων, με το οποίο εγκαθιδρύθηκε η λήθη στην πόλη της Αθήνας, μετά την επάνοδο της Δημοκρατίας, που καταλύθηκε από τους τριάκοντα τυράννους. («….τῶν δὲ παρεληλυθότων μηδενὶ πρὸς μηδένα μνησικακεῖν ἐξεῖναι…», όπως το μεταφέρει ο Αριστοτέλης).  

Είναι αυτό που ακολούθως η χριστιανική αντίληψη αφαίρεσε από τον κόσμο των ανθρώπων και το μετέφερε στους ουρανούς, ως «συγχώρεση» από τον Θεό. Δηλαδή για την άλλη ζωή. Όπως έκανε και με την ισότητα, την οποία εννόησε ως ισότητα ενώπιον του Θεού, άρα μετά θάνατον και όχι σ αυτήν την ζωή. «Ζήσε Μάη μου» δηλαδή, όπως σχολίασε περιπαιχτικά ο Καστοριάδης.  


Ενώ η συγχώρεση είναι «αυστηρά ανθρώπινη πράξη», που απελευθερώνει τους ανθρώπους από την καταθλιπτική αλυσίδα  και τις συνέπειες των ίδιων τους των πράξεων όπως, με έναν λόγο που περιέχει όλη την ανθρώπινη αγωνία, μας μίλησε  η Χάννα Άρεντ.

Αφού τους προσφέρει μία «νέα γέννηση» μέσα στον κόσμο των ανθρώπων και όχι στους ουρανούς και τους κάνει ικανούς για μία «νέα αρχή», ώστε να συνεχίζουν τη ζωή τους απελευθερωμένοι από τα βάρη του παρελθόντος.


Έτσι η συγχώρεση αναδεικνύεται σε μεγαλειώδη δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού, από την απόλαυση της οποίας δεν εξαιρείται ούτε καν το «νέο είδος δολοφόνων», που γέννησαν οι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα. Ακόμη και αν οι ίδιοι εξαιρούν τον εαυτό τους με τις πράξεις τους και τον λόγο τους.

Και οι αυτοεξαιρέσεις δεν είναι λίγες. Διότι, όπως επισήμανε ο Κ.  Καστοριάδης – ο οποίος συχνά μας φωτίζει την σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού - ο ολοκληρωτισμός, εκτός από το πολύμορφο παραλήρημα που πάντα εμπεριέχει, προσφέρει και κάτι ακόμη πιο συναρπαστικό: πολύ «συναίσθημα». Το οποίο, μέσα στον «παρανοϊκά στεγανό» κόσμο του, μετατρέπεται εύκολα σε ακατανίκητη «επιθυμία θανάτου».  (Του Άλλου βεβαίως).

Γι αυτό και δεν είναι εύκολο να απελευθερωθεί κανείς από τους πειρασμούς του ολοκληρωτισμού, ακόμη και μετά την ήττα του. Με συνέπεια να μην «..υπάρχει δρομολόγιο προφυλαγμένο εκ των προτέρων από τον πειρασμό του ολοκληρωτισμού» (Νικόλας Σεβαστάκης, «Φαντάσματα του καιρού μας»).

Για να έρθει το αυτόχθον «πολιτικό» ρεύμα του «ριζοσπαστικού σταλινισμού» να επιβεβαιώσει τις μελαγχολικότερες προβλέψεις. Αφού, αρνούμενο την ανθρώπινη ιδιότητα στον Κουφοντίνα – και όσα με βάση την ανθρώπινη ιδιότητα δικαιούται ο τελευταίος -   επιλέγει να τον ανακηρύσσει σε «σύμβολο». Δηλαδή να τον από-ανθρωποποιεί,  ώστε να είναι μόνον αυτό που σηματοδοτούν οι φόνοι του.  

Και αυτό γιατί οι φόνοι του Κουφοντίνα δίνουν νόημα στο δικό τους παραλήρημα του «ριζοσπαστικού σταλινισμού», που εμφανίζεται ως το «φάρμακο στην γεροντική αρρώστια του σταλινισμού». Αφού προτείνει την εξόντωση των «ανεπιθύμητων» ανθρώπων «εδώ και τώρα» και όχι  σε χρόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας, όπως μας έμαθε ο μουχλιασμένος «γεροντικός σταλινισμός».

Με επόμενο θύμα βεβαίως την ίδια την πολιτική,  αφού η βία δεν είναι απλώς απολιτική, αλλά ριζικά αντιπολιτική πράξη, που σκοτώνει την πολιτική. Έτσι, η απόπειρα όσων εσχάτως γοητεύτηκαν ή ξαναγοητεύτηκαν από τα νεοσταλινικά παραληρήματα, να μεταμφιέσουν τους ριζοσπάστες σταλινικούς σε «σοσιαλδημοκράτες», θυμίζει εκείνον τον «παράξενο ισχυρισμό», όπως τον ονόμασε η Χάννα Άρεντ, των σοβιετικών καθεστώτων, ότι «…αντιπροσωπεύουν την αληθινή δημοκρατία, απέναντι στην συνταγματική και περιορισμένη κυβέρνηση του δυτικού κόσμου».


Όμως, παρ ότι απονέμουν στον Κουφοντίνα τη θέση του «συμβόλου» και του «εκλεκτού της ιστορίας», οι ριζοσπάστες σταλινικοί αποφεύγουν να απαντήσουν ρητά στο ερώτημα: τι είναι αυτό που σηματοδοτεί ο  Κουφοντίνας, το οποίο τους έχει ξετρελάνει;

Διότι δεν φαίνεται να είναι οι «ιδέες» του, όπως αυτές διατυπώνονται στο βιβλίο του. Οι οποίες είναι ένα συνονθύλευμα από τριτοκοσμικά φληναφήματα - προσαρμοσμένα βεβαίως στην βαλκανική εκδοχή τους - παρόμοια με αυτά που διακήρυσσαν οι λοχίες στρατοκράτες του Τρίτου Κόσμου τύπου Αμίν Νταντά, Μποκάσα και Μεγκίστου  όταν, αναλαμβάνοντας την εξουσία με τα μυδράλια, ονόμαζαν «σοσιαλισμό» τα στρατιωτικά τους καθεστώτα και «αγάπη για τον λαό» την εξολόθρευση ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού.

Ούτε η «ιδέα» του βαλκανικού ορθόδοξου τόξου, που κρύβεται πίσω από την αναφορά του στα «….εγκλήματα εθνοκάθαρσης των Μουσουλμάνων κατά των Σέρβων», ενώ βεβαίως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή «εθνοκάθαρση» εις βάρος των Μουσουλμάνων από τους των Σέρβους Χριστιανούς, με την βοήθεια μάλιστα και «ομοεθνών» μας δολοφόνων, οι οποίοι στη συνέχεια επάνδρωσαν την Χρυσή Αυγή.

Ούτε η «καταγγελία» του για εθνική «μειοδοσία», επειδή δεν κάναμε πόλεμο στα Ίμια με τους Τούρκους και δεν γεμίσαμε το Αιγαίο με φέρετρα ηρώων νεκρών.

Ούτε ο εθνικισμός του «τουρκοφάγου», που τον οδήγησε στον φόνο του νεαρού Τούρκου, για όσα έκαναν οι Τούρκοι στην Κύπρο! Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και στην απολογία του, αναφέρθηκε στον Κολοκοτρώνη, ώστε να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων.

Μάλιστα, για το γεγονός ότι δεν ήταν η ιδιότητα του «τουρκοφάγου», αυτή που έκανε τους ριζοσπάστες σταλινικούς να γοητευτούν με τον Κουφοντίνα, έχουμε και «πραγματοπαγή απόδειξη». Διότι, αν είχαν γοητευτεί από την παράσταση του «τουρκοφάγου», τότε θα τους βλέπαμε και στα «πατριωτικά» συλλαλητήρια των χρυσαυγιτών, που καταγγέλλουν την «μειοδοσία» των Ιμίων. Ή έστω θα τους βλέπαμε να ακολουθούν τον Μάζη, τον Καλεντερίδη ή τον Κυρανάκη, που τα λένε και καλύτερα. Άσε που παίζουν και οι ίδιοι τους «πολεμιστές». Όχι βεβαίως στην σκηνή της Ιστορίας, γι αυτό άλλωστε δεν φορούν και στολές, αλλά στην σκηνή της τηλεοράσεως. Με αποτέλεσμα να μη σκοτώνουν ανθρώπους αλλά μόνον τη λογική και τη σοβαρότητα. (Το αν «πεθαίνουν» και κάποιοι από το γέλιο ή έστω από αηδία, όταν βλέπουν θεριακλήδες εθνικιστές να «πολεμούν» τους Τούρκους από τηλεοράσεως, θα ερευνηθεί…).


Αφού λοιπόν δεν γοήτευσαν τους «ριζοσπάστες σταλινικούς» οι, επιπέδου βαλκάνιου λοχία, φονικές εθνικιστικές «ιδέες» του Κουφοντίνα, τότε  μένουν μόνον οι πράξεις του και αυτό που σηματοδοτούν, όπως λέει και ο ίδιος. Και επειδή δεν υπάρχουν άλλες πράξεις του εκτός από τους φόνους του, αυτοί είναι που γοήτευσαν. 

Και προφανώς γοήτευσαν όχι επειδή προέκυψαν ως συνέπεια κάποιου ανεξέλεγκτου θυμού, όπως συμβαίνει μεταξύ των ανθρώπων, αλλά ως προϊόν τεχνοκρατικού σχεδιασμού, όπως όλοι οι φόνοι του ολοκληρωτισμού. Αφού προϋπόθεση για την διάπραξή τους ήταν η αυτοανακήρυξή του σε υπέρτατο νομοθέτη, που νομοθετεί ψυχρά «ποιος πρέπει να κατοικεί σ αυτόν τον πλανήτη και ποιος όχι», σε δικαστή που καταδικάζει σε θάνατο τους ανεπιθύμητους και σε δήμιο, που εκτελεί ο ίδιος τις δικές του θανατικές καταδίκες.

Πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που γοήτευσε τους ριζοσπάστες σταλινικούς, δεν ήταν κάποιο αίτημα αυτονομίας ή ελευθερίας, αλλά ακριβώς το αντίθετό τους: η σαγήνη του τυράννου που προβάλλεται ως αυτόκλητος κηδεμόνας της κοινωνίας και τρέπει τη μεν  κοινωνία σε θεατή των υποθέσεών της, τις δε δημόσιες υποθέσεις σε «τόπο κυνηγιού μιας επιτροπής δημόσιας σωτηρίας», όπως εύστοχα επισήμανε ο Καστοριάδης, για να συμπεράνει ότι με την τρομοκρατία ήρθε ο θάνατος της Γαλλικής Επανάστασης. 


Εδώ όμως εύλογα θα αντιτείνει κανείς ότι όλα αυτά προσιδιάζουν σε μία τυραννία ή σε ένα τυπικό μιλιταριστικό καθεστώς, αλλά όχι και στον ολοκληρωτισμό. Διότι ολοκληρωτισμός είναι και όλα αυτά, αλλά και «κάτι παραπάνω», που τον κάνει «ουσιοκρατικά» διαφορετικό από κάθε τυραννία. Πόσο μάλλον από τις βαλκανικές τυραννίες, που είχαν πάντα και έναν χαρακτήρα παρωδίας «παλιάτσων».

Και το «κάτι παραπάνω» του ολοκληρωτισμού, είναι η απόπειρά του να επέμβει στην ίδια την ανθρώπινη «φύση». Δηλαδή να «αδειάσει» τον άνθρωπο από τις  ανθρώπινες ιδιότητες. Και αυτό, όχι για λόγους επιστημονικής περιέργειας, αλλά για έναν «μεγαλειώδη σκοπό»: αφού καταστραφούν  όλοι οι ανθρώπινοι δεσμοί, να υπάρχει ένας μόνον: ο δεσμός με την ολοκληρωτική εξουσία.

Γι αυτό ακριβώς στην ολοκληρωτική κυριαρχία δεν νοούνται φίλοι, γείτονες, μανάδες, παιδιά και ό, τι άλλο σημαίνουν οι ανθρώπινοι δεσμοί. Διότι στο βασίλειο του ολοκληρωτισμού ένα μόνον συναίσθημα μπορεί να νοηθεί. Αυτό που παράγει την απόλυτη αφοσίωση στην εξουσία του.

Όπως ακριβώς δίδαξαν και οι μονοθεϊστικές θρησκείες, στις οποίες (ενδεικτικά) εξαγγέλλεται: «…. ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος»· (Ματθ. 10, 35 – 37).


Ό, τι λοιπόν παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ολοκληρωτική εξουσία και στους ανθρώπους, δηλαδή οι ανθρώπινοι δεσμοί, εξορίζεται ως ύποπτο. Έτσι ώστε, μέσα από την «ηθική εξαχρείωση» που φέρνει η εξορία των ανθρώπινων δεσμών, να αντιμετωπίζεται ως αδιανόητο, ακόμη και το να ρωτήσει μία μάνα γιατί της σκότωσαν το παιδί της!


Υπάρχει βεβαίως και μία δεύτερη, ακόμη πιο ανατριχιαστική, αντίληψη, από την οποία διακατέχονται οι δολοφόνοι όλων των ολοκληρωτισμών: ότι ο θάνατος που σκορπούν επιβάλλεται από μια «ιστορική αναγκαιότητα», με αποτέλεσμα να μην υπάρχει υπεύθυνος φονιάς, όπως δεν υπάρχει υπεύθυνος στον θάνατο από τη χολέρα ή τον σεισμό. (Βλ. Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, «Ο ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ και οι μεταμοντέρνοι θαυμαστές του», εκδόσεις Επίκεντρο).

Όταν λοιπόν στη «νόρμα» των προγραμματισμένων θανάτων την οποία υλοποιούσε ο Κουφοντίνας, ήρθε και η σειρά του νεαρού Τούρκου - στον φόνο του οποίου ήδη αναφερθήκαμε κατά την περιγραφή του φονικού εθνικιστικού -  ακολούθησε το πλέον αυτονόητο για την ανθρώπινη συνθήκη, το οποίο συχνά λύγισε και τυράννους: η μάνα του νεκρού απηύθυνε το «γιατί», που θα απηύθυνε η κάθε μάνα στους φονιάδες του παιδιού της. Και  ο Κουφοντίνας στο βιβλίο του την κατηγορεί περίπου ως όργανο των εχθρών, επειδή ρώτησε γιατί της σκότωσαν το παιδί της! Αποθεώνοντας έτσι την ολοκληρωτική αντίληψη, που ξεπερνώντας κάθε τυραννία, ανάγει σε ύποπτο ακόμη και τον δεσμό μάνας – παιδιού.

Και η στάση αυτή απέναντι στους ανθρώπινους δεσμούς δεν ήταν καθόλου τυχαία. Διότι επαναλαμβάνεται, πάλι στο βιβλίο του, κατά την περιγραφή συζήτησής του με τον Γιωτόπουλο στις παραμονές της δίκης τους. Όταν, στην ερώτηση του Γιωτόπουλου, «Και τι θα πεις στους συγγενείς;», ο Κουφοντίνας εκφράζει την έκπληξή του, για το γεγονός και μόνον ότι πέρασε από το μυαλό του Γιωτόπουλου, πως έχει υποχρέωση να δώσει κάποια εξήγηση στους συγγενείς των θυμάτων του!

Έκπληξη που μόνον αυτό το – κατά την Άρεντ - «καινούργιο είδος δολοφόνων» μπορεί να εκφράσει, αφού γι αυτούς, επειδή δεν υπάρχουν ανθρώπινοι δεσμοί, δεν υπάρχει ούτε οίκτος, οπότε οι άνθρωποι είτε εξαφανίζονται ως «ανεπιθύμητοι», είτε «σκουπίζονται» σαν «απορρίμματα». Ή σαν «θύματα χολέρας», όπως μας θύμισε ο Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης.

Ειδικά μάλιστα, για τους εγχώριους δολοφόνους του ολοκληρωτισμού, τα θύματά τους μόνον ως νεκροί είχαν «χρησιμότητα». Διότι αποτελούσαν το «συμβάν», που θα έκανε τον Τύπο να τους προσέξει και να δημοσιεύσει την προκήρυξή τους!

Κάτι που επιβεβαιώνει και την τελική αρεντική διαπίστωση για τη φύση του κακού. Ότι δηλαδή το κακό μπορεί να είναι ακραίο, να απλώνεται παντού σαν τη μούχλα και να πνίγει όλον τον κόσμο. Αλλά, ως φαινόμενο της επιφάνειας, είναι πάντα ρηχό, φτηνό και μπανάλ. Και πάντα χυδαίο. Πράγμα που σημαίνει ότι ούτε οι ολοκληρωτικοί εγκληματίες, ούτε τα εγκλήματά τους έχουν κάποιο βάθος ή μεγαλείο.


Έτσι, το «Κωστάκη πού είναι ο μπαμπάς;», το οποίο οι ριζοσπάστες σταλινικοί απηύθυναν στον Κώστα Μπακογιάννη, όπως και το αντίστοιχο «Μάγδα πού είναι ο Παύλος;» των ομολόγων τους ναζί προς τη μάνα του Φύσσα, δεν είναι μόνον η επιβεβαίωση του κοινού μίσους κάθε εκδοχής ολοκληρωτισμού προς τους ανθρώπινους δεσμούς. Είναι και κάτι άλλο.  Η ζωντανή επιβεβαίωση για τη ρηχότητα και χυδαιότητα του κακού.


Φαίνεται όμως πως το αυτόχθον ρεύμα του «σταλινικού ριζοσπαστισμού» δεν συμφωνεί με την «αρεντική» ανάγνωση του κακού. Έτσι θεωρεί πως το κακό έχει μεγαλείο. Οπότε, κατ αυτούς, βρισκόμαστε μπροστά σε «μεγαλειώδη» εγκλήματα, τα οποία μόνον «Μεγαλειώδη Όντα» που «ενσαρκώνουν τον Λόγο», μπορούν να πραγματοποιούν. Γι αυτό και θεωρούν πως όταν σκοτώνουν δεν σκοτώνουν αλλά «ιερουργούν», αφού σκοτώνει ο «Λόγος».

Και επειδή κάθε ύβρις γεννά πάντα και την επόμενη, απαιτούν να εξαιρεθεί ο Κουφοντίνας, ως «ιερουργός» του θανάτου, από τον νόμο των ανθρώπων. Ένα προνόμιο το οποίο ουδείς νομοθέτης, από την ελληνική αρχαιότητα και εφεξής, απένειμε στον εαυτό του, πλην των Τυράννων.

Και επειδή τα γεγονότα είναι από μόνα τους αποκαλυπτικά, συνέτρεξαν τα ακόλουθα: Στις 29 Σεπτεμβρίου 2020 δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο «Ρυθμίσεις Σωφρονιστικής νομοθεσίας…..». Στην αρχική μορφή του (αυτήν της 29ης Σεπτεμβρίου) δεν είχε καμία πρόβλεψη αποκλεισμού από την έκτιση της ποινής τους σε αγροτικές φυλακές, των καταδίκων για πράξεις τρομοκρατίας.

Στο νομοσχέδιο όμως που κατατέθηκε στην Βουλή προς ψήφιση  μετά δίμηνο (1-12-2020), προστέθηκε η φράση: «Απαγορεύεται  η  μεταγωγή  σε αγροτικές  φυλακές ….. σε όσους  κρατούμενους  έχουν καταδικασθεί  για  εγκλήματα  τρομοκρατίας….».


Ποιο γεγονός όμως είχε μεσολαβήσει ανάμεσα στην αρχική μορφή του νομοσχεδίου και στην τελική του κατάθεση; Η καταδίκη των μελών της Χρυσής Αυγής τον Οκτώβριο.

Η προσθήκη λοιπόν της εν λόγω διάταξης – αμέσως μετά την καταδίκη των χρυσαυγιτών – δημιουργεί συνειρμούς για «φωτογραφική» νομοθέτηση. Και στην Δυτική Ανθρωπότητα είναι προβληματικές οι φωτογραφικές νομοθετικές ρυθμίσεις αυτού του τύπου ιδιαίτερα μάλιστα όταν αφορούν στην δυσμενή μεταχείριση κρατουμένων.  Όποιοι και αν είναι αυτοί. Είτε ο Κασιδιάρης, είτε ο Κουφοντίνας.


Ενώ λοιπόν θα ανέμενε κανείς να υπάρξει ένα «κίνημα» για την κατάργηση της «φωτογραφικής» αυτής διάταξης, είδαμε ακριβώς το αντίθετο: ένα κίνημα των «ριζοσπαστών σταλινικών» για την εφαρμογή της! Και είναι τόσο φανατικοί με την εφαρμογή της, ώστε επιδίδονται ακόμη και σε μία σουρεαλιστική «ερμηνεία»: επειδή η διάταξη αναφέρεται σε επαναμεταγωγή των καταδίκων για τρομοκρατικές πράξεις από τις αγροτικές φυλακές στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθησαν, πράγμα που, με κακότεχνη διατύπωση, σημαίνει την υποχρέωση της πολιτείας  να τους επαναφέρει στο προηγούμενο καθεστώς, ισχυρίζονται ότι ο νόμος θεσμοθέτησε προνόμιο «αμετάθετου» υπέρ του Κουφοντίνα και δικαίωμα παραμονής του σε μία μόνον φυλακή! Ένα θεσμικό παράδοξο που δεν θέσπισε βεβαίως ο νόμος. Άλλωστε, αν ο νόμος ήθελε το «αμετάθετο» του Κουφοντίνα, θα όριζε ότι μετά την μεταγωγή του στην προηγούμενη φυλακή, απαγορεύεται η περαιτέρω μεταγωγή του. Κάτι που δεν θέσπισε. Πράγμα που σημαίνει – ακόμη και με την πιο στενή γραμματική ερμηνεία του κακότεχνου νόμου – ότι θα μπορούσε να μεταχθεί για λίγη ώρα στον Κορυδαλλό και από εκεί να μεταχθεί περαιτέρω σε οποιαδήποτε άλλη φυλακή.


Πράγμα που σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι ο Κουφοντίνας. Αυτός είναι ένας άνθρωπος μόνος απέναντι στην παντοδυναμία της οργανωμένης κοινωνίας, που  μοιάζει με Λεβιάθαν. Γι αυτό, μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες εγκλεισμού, «δικαιούται» να ισχυρίζεται τα πάντα. Από το να θεωρεί ότι έφταιγαν τα θύματά του που βρέθηκαν μπροστά στις σφαίρες του, μέχρι το ότι είναι τόσο σπουδαίος, ώστε ο νόμος να του απονέμει προνόμια εκκλησιαστικού αξιωματούχου, όπως το αμετάθετο. Διότι δεν είναι εύκολο να αντέξει κανείς την αλήθεια των πράξεών του μέσα από τη μοναξιά της φυλακής, αν δεν τις κάνει υπερβατικές.

Και βεβαίως ουδείς δικαιούται να τον τιμωρήσει για δεύτερη φορά. Είτε ανήκει σ αυτούς που ζητούν να μην βγει ποτέ από τη φυλακή, είτε σ εκείνους που τον καπηλεύονται και θέλουν να τον περιφέρουν ως απο-ανθρωποποιημένο σύμβολο. Με την διαφορά ότι απέναντι στους πρώτους υπάρχει θεσμική απάντηση. Είναι ο νόμος, ο οποίος δεν επιτρέπει καμία μεταχείριση που θίγει τα δικαιώματά του και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Απέναντι όμως στους δεύτερους και στην εργαλειακή καπηλεία του, δεν υπάρχει νομική απάντηση.


Το πρόβλημα λοιπόν αυτήν την στιγμή είναι στους ιεροφάντες του «ριζοσπαστικού σταλινισμού», οι οποίοι περιφρονούν τον άνθρωπο Κουφοντίνα, αφού αδιαφορούν για την ανθρώπινη συνθήκη του. Διότι η περιφρόνηση του ανθρώπου Κουφοντίνα είναι αναγκαία για την εργαλειακή μετατροπή του σε σύμβολο, στην υπηρεσία του δικού τους παραλήρημάτος, που στοχεύει στον χωρισμό των ανθρώπων σε «δικούς μας και εχθρούς». Τους οποίους (εχθρούς), σύμφωνα με τον επικεφαλής τους «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν».  Χάριν δηλαδή ενός παραληρήματος, το οποίο αν - κατά τον Primo Levi -  «…αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα (συγκέντωσης)».


Θυσιάζοντας όμως την ανθρώπινη υπόσταση του Κουφοντίνα, δεν του επιτρέπουν ούτε καν να ακούσει το συγκλονιστικότερο μήνυμα που ακούστηκε ποτέ, για τον τρόπο επανόδου στον κόσμο των ανθρώπων. Είναι αυτό με το οποίο αποχαιρέτησε την ανθρωπότητα ο Primo Levi, λίγο πριν φύγει από τη ζωή: «….δεν έχω συγχωρήσει κανέναν από τους ενόχους και δεν είμαι πρόθυμος να συγχωρήσω ούτε έναν από αυτούς, εκτός κι αν έχει δείξει (με πράξεις, όχι με λόγια και όχι πολύ αργά) ότι έχει συνειδητοποιήσει τα εγκλήματα και τα λάθη και είναι αποφασισμένος να τα καταδικάσει, να τα ξεριζώσει από τη συνείδησή του και να διαμορφώσει και τις συνειδήσεις των άλλων, επειδή ένας εχθρός που βλέπει τα λάθη του παύει να είναι εχθρός».


Επειδή λοιπόν οι υποδυόμενοι τους συμπαραστάτες δεν δίνουν δεκάρα για τη ζωή του Κουφοντίνα, άλλοι με τις υπογραφές τους και άλλοι με την  θριαμβευτική συνοδεία στους τόπους όπου - κατά την σταλινική διάλεκτο - σκότωνε «κατσαρίδες», του στερούν την δυνατότητα  να λάβει την αρεντική  «συγχώρεση» σ αυτόν εδώ τον κόσμο και όχι στην άλλη ζωή. Μόνο και μόνο για να τον χρησιμοποιούν ως τροφή του δικού τους παραληρήματος.


Το οποίο εν τέλει δεν είναι τίποτε άλλο από την δική τους ρητή ή υπόρρητη διεκδίκηση, να αποφασίζουν αυτοί «ποιος πρέπει να κατοικεί στον πλανήτη και ποιος όχι».


Και επιμένουν στην διεκδίκησή τους, παρά τη ρητή απάντηση της ανθρωπότητας, που δόθηκε από την Ιερουσαλήμ μέσω της Χ. Άρεντ: ότι σ αυτήν την περίπτωση «….κανένας, απολύτως κανένας, εκπρόσωπος του ανθρώπινου είδους δεν θα ήθελε να μοιράζεται μαζί (τους) τον πλανήτη».