Ρήτρα ελληνικής χαράς

Γιώργος Σιακαντάρης 26 Νοε 2013

Την περασμένη εβδομάδα η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου απέκλεισε τη Ρουμανία και έφθασε για ακόμη μία φορά την τελευταία δεκαετία στα τελικά μιας μεγάλης διοργάνωσης. Αξίζουν συγχαρητήρια οι προσπάθειες των παικτών και του προπονητή και γι? αυτή την επιτυχία. Φυσικά, η χαρά για την αθλητική επιτυχία είναι αυτονόητη. Αλλά έως εδώ. Γιατί το πλαίσιο στο οποίο επιχειρήθηκε να τοποθετηθεί αυτή η επιτυχία υπερβαίνει κατά πολύ την αθλητική της διάσταση.

Για την επιτυχία της Εθνικής δεν έπαιξαν ρόλο η μεθοδικότητα, η ένταξη της ατομικής ικανότητας και προσπάθειας σε μια συνολική οργάνωση, η διαχείριση των συγκεκριμένων προβλημάτων, αλλά η προαιώνια ικανότητα της φυλής να υπερισχύει και ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές να ξεπετιέται από τις στάχτες της. Γι? αυτό και ο προπονητής της, ο γνωστός «ψυχρός» Πορτογάλος Σάντος, το χάρηκε «σαν Ελληνας». Γιατί, ως γνωστόν, οι Ελληνες τη χαρά τη ζουν διαφορετικά από όλους τους άλλους. Στις φλέβες των «ξένων» δεν κυλάει αίμα, ή τουλάχιστον αυτό είναι πηχτό, σε αντίθεση με το «αναβράζον» των Ελλήνων.

Yπάρχουν δύο φωτογραφίες όπου οι παίκτες της Ελλάδας και της Γαλλίας πετούσαν τους προπονητές τους στον αέρα και όλοι έκαναν σαν τρελοί. Να υποθέσω ότι οι Γάλλοι το χαίρονταν σαν Ελληνες, ενώ επίσης οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί των Πορτογάλων και των Σουηδών, όταν επιτύγχανε ο καθένας τα δικά του γκολ, ήταν κόπιες της ελληνικής χαράς; Αν αυτό είναι αλήθεια, μήπως αντί για ρήτρα για τον Μήτρογλου μπορούμε να βάλουμε και ρήτρα «ελληνικής χαράς», μήπως και βρούμε κάποια ισοδύναμα για να αποφύγουμε νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις;

Και δεν φθάνει ότι πρέπει να τονίσουμε τους ελληνικούς άθλους, χρειάζεται να τονίσουμε και την «αθλιότητα» των αντιπάλων μας. Ετσι, για κάποιους παρουσιαστές αγώνων, Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Ρουμάνοι «τώρα έχουν πεθάνει», «τους ξεράναμε», «ας πάνε στις γυναίκες τους να τους παρηγορήσουν». Ως γνωστόν οι μη ελληνίδες γυναίκες δεν μπορούν να κλάψουν για την αποτυχία της Εθνικής τους, αλλά μόνο να παρηγορήσουν τους άνδρες τους. Ή μήπως ο ρόλος της παρηγορήτρας ισχύει και για τις Ελληνίδες; Εθνολαϊκισμός, εθνοανοησία και δόσεις σεξισμού, ιδού η τεστοστερόνη του χρυσαυγιτισμού.

Το πρόβλημα φυσικά και δεν είναι οι υπερβολές που γράφονται έπειτα από τις αθλητικές επιτυχίες, αλλά το ότι στην ίδια την κοινωνία, μέσα από την παιδεία, την κουλτούρα, αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα, έχει εμπεδωθεί μια αντίληψη ενός περιούσιου λαού, ο οποίος είναι συνάμα και διωκόμενος. Αυτές οι δήθεν αθώες περιγραφές μετατρέπουν τους ποδοσφαιρικούς «άθλους» σε πολιτική αθλιότητα. Γι? αυτό και καθόλου δεν είναι για υποτίμηση.

Αντιθέτως, όταν ρώτησαν τον βόσνιο ποδοσφαιριστή Τζέκο αν η πρόκριση της Βοσνίας σημαίνει κάτι για τους Βόσνιους, αυτός απάντησε ότι σημασία για τους Βόσνιους έχει να πειστούν οι διαφορετικές τους εθνότητες να αναμειχθούν μεταξύ τους κοινωνικά και πολιτισμικά, γιατί «αυτό που μετράει δεν είναι το έθνος, αλλά το να είμαστε αξιόλογα άτομα». Καμία νύξη για τη βοσνιακή ανωτερότητα.

Χωρίς την αναφορά στην εθνική «μειονεξία» και στον ανορθολογισμό – με τη δεξιά και τη ριζοσπαστική αριστερή τους πλευρά – δεν μπορεί να εξηγηθεί η στροφή τόσων χιλιάδων συμπολιτών μας είτε προς το κόμμα του «ψεκασμού» είτε προς το ναζιστικό μόρφωμα. Αλλά αν μείνουμε εδώ, πάλι δεν αποδίδουμε την ιδιομορφία του ελληνικού εθνολαϊκισμού. Αυτή έγκειται στο γεγονός ότι ενώ στη Δυτική Ευρώπη, που έχει μπολιαστεί με το πνεύμα του Διαφωτισμού, ο εθνικισμός, αν και διαδεδομένος, αποτελεί μια ατομική πράξη, στην ελληνική περίπτωση αποτελεί το προπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβεται η υποτίμηση του ρόλου του υπεύθυνου για τις πράξεις του ατόμου. Το κρυμμένο πίσω από ψευδοαπειλούμενες κοινότητες και όχι το αυτεξούσιο άτομο είναι ο πυρήνας του ελληνικού εθνικισμού. Γι? αυτό και αυτός δύσκολα καταπολεμάται με την επίκληση του ορθολογικού Διαφωτισμού.

Πάντως την ελληνική απάντηση θα μπορούσε να δώσει η περίπτωση του δρομέα Αχιλλέα Τσακιλτζίδη, ο οποίος συμμετείχε στον Κλασικό Μαραθώνιο σπρώχνοντας το καροτσάκι του 12χρονου φίλου του Γιάννη Μητρούλη. Υπέροχες πράξεις ατομικής ευθύνης που υπερβαίνουν τον εθνολαϊκισμό της ελληνικής χαράς.