Η πρώτη φορά που πήγα στη Μύκονο ήταν πριν από έξι-επτά χρόνια… Στα νιάτα μας, άλλα ήταν τα καλοκαιρινά must: Φολέγανδρος -καμιά σχέση με τη σημερινή-, Μήλος, Νάξος, άντε και καμιά τζούρα Σαντορίνης, έτσι για να βάζουμε και μια δόση «χλιδής» στα «αγωνιστικά» μας πρότυπα. Μεγαλώνοντας, κάτι η κούραση και οι δουλειές, κάτι ο βράχος των Κυκλάδων που, όπως και να το κάνεις, μας είχε γίνει μια δεύτερη κουραστική φύση, αλλάξαμε δρομολόγια, γνωρίσαμε νέες αγάπες. Η δικιά μου ήταν -και έμεινε- η Σκιάθος…
Αλλά η Μύκονος ήταν πάντα εκεί. Ενας ολόκληρος καλοκαιρινός μύθος που σε τραβούσε να τον γευθείς. Πώς να αντέξεις; Εφημερίδες, περιοδικά -κυρίως αυτά-, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και αστέρες διαφήμιζαν ακατάπαυστα τη μέρα και τη νύχτα της Μυκόνου. Τις παραλίες και τις μοντέλες. Τους ανεμόμυλους και τα Κοχίμπας. Το εκτυφλωτικό φως των Κυκλάδων και τα εκτυφλωτικά κότερα της Ψαρούς…
Η αλήθεια είναι ότι όταν βλέπεις τη Μύκονο από κοντά καταλαβαίνεις ότι αυτό το νησί δεν έγινε ό,τι είναι, επειδή συνωμότησε να το αναδείξει το διεθνές τζετ-σετ ή, όπως πιστεύουν άλλοι νησιώτες, οι δεκάδες επώνυμοι που έχτισαν τα βράχια και τις παραλίες του. Η Μύκονος είναι πράγματι μια κούκλα. Μια κυρία με βαρύ μακιγιάζ, στρας και μπιχλιμπίδια, που όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να κρύψει αυτήν τη σπάνια φυσική ομορφιά της.
Η Μύκονος, φυσικά, δεν είναι το πρόβλημα. Ούτε οι κάτοικοί της, που είχαν το προνόμιο κάποια καλή μοίρα να τους ρίξει σ? αυτό το προικισμένο μέρος του πλανήτη. Πρόβλημα δεν είναι ούτε καν οι σοβαροί «σελέμπριτις», που απολαμβάνουν -διακριτικά ή όχι- τις ομορφιές της. Το πρόβλημα είναι αυτή η γενιά με τα χοντρά πούρα και τις βαρυφορτωμένες από χρυσαφικό κυρίες, που ξαπλώνουν ντάλα μεσημέρι με τη σαμπάνια τους κόντρα στον ήλιο και που εξακολουθούν να μετράνε το «ύψος» τους με τα τετραγωνικά της πισίνας που έχουν ή ονειρεύονται.
Φαντάζομαι ότι αυτό ακριβώς το εκλεκτό ακροατήριο χλεύαζε πριν από λίγες ημέρες τον Σόιμπλε και παραληρούσε όταν ο Ρέμος διακωμωδούσε στην πίστα την αναπηρία του Γερμανού υπουργού Οικονομικών. «Εκανα χιούμορ», ομολόγησε ο ερμηνευτής, ξεχνώντας ότι ακόμα και οι πιο σκληρές πλάκες, για να μην είναι κοινές «χοντράδες», έχουν όριο το ήθος. Για τον ίδιο τον Ρέμο, ελπίζω να ήταν «μια νύχτα μόνο». Για το κοινό με τη λαμέ αισθητική, η νύχτα είναι παντοτινή…