Ραδιοφωνικοί γρίφοι…

Νότης Μαυρουδής 12 Ιαν 2022

Είμαι «παιδί» του ραδιοφώνου και φροντίζω να ακούω σταθμούς που μου… πάνε. Κατά βάθος, έτσι κάνουμε όλοι· ακούμε τον σταθμό τής αρεσκείας μας. Εκείνον που μας εκφράζει αισθητικά και καλύπτει τις όποιες πνευματικές απολαύσεις επιθυμούμε, σε επίπεδο πληροφόρησης και ψυχαγωγίας.
Και για την Ιστορία, από το μακρινό 1883 όταν ο Χέινριχ Ρούντολφ Χερτς (Heinrich Rudolf Hertz)επαλήθευε τη θεωρία του Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ (James Clerk Maxwell) για τον ηλεκτρομαγνητισμό και ανακάλυπτε  τα ραδιοκύματα, τα ραδιόφωνα, δεν έπαψαν ποτέ να είναι τα κατ’ εξοχήν ενημερωτικά και πληροφοριακά εργαλεία-πηγές.
Εξελίχθηκαν στο πιο φιλικό και προσιτό μέσον τού ανθρώπου· όλοι έχουν συνομολογήσει πως «είναι η καλύτερη παρέα του ανθρώπου». Για μεγάλες χρονικές περιόδους το ραδιόφωνο συνέβαλε στη μετάδοση του πολιτισμού, με αποτέλεσμα να ασκεί και επιρροή στην πολιτιστική συνείδηση του κόσμου· ρόλος με ουσιαστικό περιεχόμενο για τους απλούς πολίτες, αφού είχαν αυτό το σημαντικό εργαλείο μέσα στο σπίτι, εύκολο στη χρήση του, πατώντας απλώς ένα κουμπί.
Θα πρέπει να θυμόμαστε πως η δική μας κρατική ραδιοφωνία, διαχρονικά και παρά τις πολιτικές εξαρτήσεις, τις κατά καιρούς αμφίβολες αποφάσεις και τις εθνικές περιπέτειες, έπαιξε σημαντικό ψυχαγωγικό και παιδαγωγικό ρόλο στην ελληνική καθημερινότητα. Ιδιαίτερα με την ίδρυση του Τρίτου Προγράμματος (στις 19/9/1954) έδωσε το… χρώμα και το στίγμα που έλειπε, μέσα από τη λόγια μουσική, σε μια χώρα που βρισκόταν σε σκοτεινή περίοδο...


Όλα αυτά τα συνοπτικά είναι μια περιγραφή τού παρελθόντος κι ένας πρόλογος για το παρόν, διότι συνειδητοποιώ πλέον πως αγνοώ κατά πόσο τα σημερινά ραδιόφωνα, στην πλειοψηφία τους, παίζουν  επιμορφωτικό  ρόλο, τον οποίο όμως έχει διαχρονική ανάγκη ο πολίτης.
Στην εποχή μας, εδώ και δεκαετίες, τα ραδιόφωνα έχουν εξελιχθεί, ως επί το πλείστον, σε διαφημιστικό «προθάλαμο» της δισκογραφικής βιομηχανίας· ακολουθώντας λίστες συγκεκριμένου τραγουδιστικού ρεπερτορίου, προβάλλουν τα σύγχρονα εφήμερα εύπεπτα σουξεδάκια, τα οποία συγχρόνως προβάλλονται στην τηλεόραση και στις διαδικτυακές πλατφόρμες, αγνοώντας ουσιαστικά, εκείνα τα τραγούδια που είναι αισθητικά «δεμένα» με τον κορμό και το πνεύμα τού διαχρονικού ελληνικού τραγουδιού.

Διατυπώνω βεβαίως προσωπική άποψη επί ενός θέματος που απασχολεί τον ευρύτερο κόσμο του ελληνικού τραγουδιού και ιδιαίτερα εκείνου που σκύβει πάνω από το πρόβλημα της σύγχρονης προβολής νέων δίσκων, νέων προσπαθειών, ρευμάτων, τάσεων, τεχνοτροπιών και αντιλήψεων…
Τις μέρες των πρόσφατων εορτών Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιάς, τα ραδιόφωνα μετέδιδαν προγράμματα κυρίως με τραγούδια, για να ψυχαγωγηθούν οι ακροατές. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς που, λόγω πανδημίας, κλεισμένος στο σπίτι, άκουσα πολύ ραδιόφωνο.
Υπολόγισα, για άλλη μια φορά, πως το 80% των μεταδιδόμενων τραγουδιών, των ημερών αυτών, είναι παλαιό υλικό· από εκείνα που είχαν συνδέσει τον κόσμο με τις γιορτές, τη χαρά και τη διασκέδαση. Εκείνα που τα ονομάσαμε «κορμό»και «ραχοκοκαλιά» του ελληνικού πολιτισμού. Ίσως αυτό να δείχνει πως το σημερινό τραγούδι, με την όλο και πιο φορτωμένη ηλεκτρική του αντίληψη, δεν διαθέτει τη δυναμική, το περιεχόμενο, το πνεύμα και το κλίμα για να συνοδέψει το κοινωνικό συναίσθημα.
Τα τραγούδια αυτά ενώνουν τους ανθρώπους και έμειναν στην Ιστορία· είναι διαχρονικά επειδή υπήρχε, και συνεχίζει να υπάρχει, ένας ισχυρός λόγος όπως: οι αλήθειες και τα κοινά βιώματα που τα δημιούργησαν και ο αισθητικός τρόπος που εκφράζονται. Τα διάφορα ρεύματα, δημοτικά, Σμυρναίικα, ρεμπέτικα, νησιώτικα καθώς και τα λαϊκά, χορευτικά, ερωτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά, είναι σώμα ενωμένο και αδιαίρετο.

Μέσα στο δυσχερές τοπίο της σύγχρονης δισκογραφικής κατάστασης, η οποία στηρίζεται πλέον στα likes, στα copy, στις πλατφόρμες και στην ιδιομορφία τής ιντερνετικής πραγματικότητας (αναζητώντας το σύστημα με το οποίο θα ισχυροποιηθούν και θα επιβληθούν οι σημερινές παραγωγές), διαπιστώνω την αδυναμία ανταγωνισμού των ραδιοφωνικών ακροάσεων και της προβολής πολλών τραγουδιών από νέους δημιουργούς με ταλέντο, γνώση και σεβασμό στην πνευματική οντότητα του ελληνικού τραγουδιού που να αξίζουν αναγνώρισης.
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η ευθύνη των ραδιοφωνικών παραγωγών που εργάζονται στις τόσες ραδιοφωνικές συχνότητες, είναι σημαντικός παράγοντας για την προβολή τού τραγουδιού που συνάδει με την ανάγκη πνευματικής τροφής τού κόσμου.
‘Έτσι λοιπόν, οι μεταδόσεις και η προβολή τού ρεπερτορίου τού ελληνικού τραγουδιού, έχουν ανάγκη, κ υ ρ ί ω ς, τα κρατικά ραδιόφωνα· ίσως επειδή δεν είναι εξαρτημένα από ιδιοκτησιακά συμφέροντα, οι παραγωγοί του είναι πιο ελεύθεροι να εκφράζονται, με αρκετούς μάλιστα από αυτούς να είναι ειδικευμένοι σε διαφορετικά μουσικά είδη.
Υπήρξαν στις δεκαετίες του 1980, ’90 κλπ, προσπάθειες για μουσική ραδιοφωνική ανεξαρτησία (Ρ. Κούνδουρος, πρώην Μελωδία, οι 90,2, 9,83, κάποιοι μεμονωμένοι δημοτικοί Ρ/Σ, η ΕΡΑ 3 στη Θεσσαλονίκη 95.8, ο 105,5)· κάποιοι απ’ αυτούς τούς σταθμούς εξαντλήθηκαν από τους άνισους μακροχρόνιους, οικονομικούς ανταγωνισμούς τής σκληρής ραδιοφωνικής αγοράς…

Οι ραδιοφωνικές συχνότητες είναι πλέον αμέτρητες και, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, η μουσική ποιότητα είναι τουλάχιστον προβληματική εάν εξαιρέσουμε το Τρίτο πρόγ/μα. Το ‘Β πρόγ/μα, σταθερό πάντα, εξακολουθεί να μεταδίδει σοβαρό ρεπερτόριο. Το «Κόσμος» πάντα προσεκτικό. Από κει και πέρα, τα «ελεύθερα» ραδιόφωνα στηρίζουν τις μεταδόσεις τους σε ό,τι τραγούδι δείχνει στοιχεία «σουξέ» τής εποχής, αφού πρώτα έχουν δουλέψει πολύ στο να το προβάλλουν καθημερινά. Είναι το είδος τού τραγουδιού το οποίο είναι κατ’ ουσία προϊόν τής αισθητικής νυχτερινής πίστας και κιτσάτου τηλεοπτικού σόου, που ακολουθεί υπεραπλουστευμένα μοτίβα με μοδάτους τραγουδιστές. Η ραδιοφωνική μετάδοση τραγουδιών, είναι πλέον ένας άλυτος γρίφος…
Όλοι όσοι έχουμε βρει καταφύγιο σε ραδιόφωνα που σέβονται τον ακροατή, θα παραμείνουμε εραστές ερτζιανών κυμάτων, επίμονοι στην αναζήτηση μουσικών θησαυρών…