Quo vadis, Graecia

Ναπολέων Μαραβέγιας 13 Οκτ 2013

Η δανειακή σύμβαση της Ελλάδας με τους εταίρους και δανειστές της λήγει μέσα στο 2014. Από το καλοκαίρι και μετά η ελληνική οικονομία θα πορευθεί χωρίς Μνημόνιο. Αν χρειαστεί να συνάψει νέα δανειακή σύμβαση με την τρόικα, αυτή θα είναι μικρής διάρκειας και με πολύ μικρότερο ποσό δανείου σε σχέση με το παρελθόν.

Ομως αυτή η χρηματοδότηση προφανώς δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο ζήτημα της αποπληρωμής, όχι απλώς των τόκων των δανείων, αλλά του συνόλου των δανείων, δηλαδή της αποπληρωμής του χρέους, το οποίο εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο τέλος του 2013 σε 321 δισ. ευρώ και το 2014 σε 319 δισ. ευρώ (δηλ. πάνω από 170% του ΑΕΠ). Στην πραγματικότητα η χώρα μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα «βουνό» από χρέος, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει έχοντας χάσει ένα μεγάλο μέρος από τις παραγωγικές δυνατότητές της κατά τη διάρκεια της ύφεσης τα τελευταία πέντε χρόνια.

Τρεις δυνατότητες φαίνεται να υπάρχουν (ή/και συνδυασμός τους) για να αντιμετωπιστεί το χρέος, χωρίς παύση πληρωμών και έξοδο της χώρας μας από το ευρώ:

Η πρώτη δυνατότητα μπορεί να είναι μία ταχεία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, πράγμα που θα εξασφαλίσει μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα ετησίως, τα οποία θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες αποπληρωμής του χρέους. Αυτή η ταχεία ανάπτυξη θα πρέπει να στηρίζεται στις εξαγωγές ώστε να μην αυξηθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και να μη δημιουργηθούν νέες μεγάλες δανειακές ανάγκες. Ομως η σημερινή δυναμική των εξαγωγών δεν δημιουργεί την αίσθηση ότι θα υπάρξουν τόσο σημαντικές αλλαγές που θα «απογειώσουν» την ελληνική οικονομία. Οσο για τις δυνατότητες της εσωτερικής αγοράς, είναι προφανές ότι η εφαρμογή αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, όπως σήμερα διαμορφώνεται, δεν θα επιτρέπει σημαντικές αυξήσεις στην εσωτερική ζήτηση.

Η δεύτερη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους είναι να επιδιωχθεί η δανειοδότηση της χώρας μας από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια, περίπου όπως αυτά προ της κρίσης, ώστε μαζί με μια μέτρια αναπτυξιακή δυναμική να μπορεί να αποπληρωθεί το σημερινό χρέος χωρίς τη δημιουργία νέου. Ομως πόσο μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι διεθνείς αγορές θα άρχιζαν να δανείζουν τη χώρα μας στο μέλλον με πολύ χαμηλά επιτόκια, όσο και αν συνεχιζόταν η οικονομική πολιτική λιτότητας για να μη δημιουργούνται ελλείμματα; Και μόνο το μέγεθος του χρέους θα λειτουργούσε αρνητικά για τις διεθνείς αγορές, γιατί θα πιθανολογούσαν μια μελλοντική χρεοκοπία λόγω πολιτικής αβεβαιότητας υπό το βάρος της συνεχιζόμενης πολιτικής λιτότητας.

Η τρίτη περισσότερο ρεαλιστική δυνατότητα αποπληρωμής του σημερινού χρέους είναι, μαζί με την αναπτυξιακή προσπάθεια, να επιδιωχθεί η αναδιάρθρωσή του με διάφορους τρόπους (κούρεμα, χαμηλότερα επιτόκια, επιμήκυνση κ.ά.). Τα περιθώρια πίεσης της χώρας μας προς την κατεύθυνση αυτή είναι περιορισμένα, καθώς το σημερινό χρέος αφορά πλέον τις κυβερνήσεις των εταίρων μας, οι οποίες έχουν εγγυηθεί τα δάνεια της χώρας μας. Το ζήτημα γίνεται ευθέως πολιτικό και εξαρτάται από τη γενικότερη ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική απέναντι στον ευρωπαϊκό Νότο.

Ετσι, η επίσπευση της δημιουργίας της Τραπεζικής Ενωσης θα μπορούσε να μειώσει το χρέος της χώρας μας κατά το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.

Επιπλέον, μια λύση θα ήταν η περίφημη «αμοιβαιοποίηση» του χρέους των χωρών της Ευρωζώνης. Υπό αυστηρούς όρους, θα μπορούσε το μέρος του χρέους που ξεπερνά το 60% των χωρών της Ευρωζώνης να τεθεί υπό κοινή εγγύηση ολόκληρης της Ευρωζώνης και συνεπώς να αρθεί ένα σημαντικό τμήμα του βάρους του χρέους αυτού, πράγμα που παραπέμπει σε κάποια μορφή έκδοσης ευρωομολόγων. Αυτή η λύση γίνεται περισσότερο πιθανή μετά τις γερμανικές εκλογές.