Αν κάποιος είχε την παραμικρή αμφιβολία, τώρα πια ξέρει ποιος κάνει κουμάντο στην Ευρώπη. Με μία προσεκτικότερη ματιά, ξέρουμε όχι μόνο ότι είναι η Γερμανία, αλλά και ότι είναι μία Γερμανία πολιτικά χριστιανοδημοκρατική και οικονομικά φιλελεύθερη. Οι σοσιαλιστές χάνουν συνεχώς έδαφος και το Die Linke, στην εκλογική του επιρροή μοιάζει με ΚΚΕ, όχι με ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτήν τη Γερμανία καλούμαστε να συμπλεύσουμε, όπως έχει κάνει η υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και η Γαλλία του Ολάντ. Με αυτήν την οικονομία καλούμαστε να προσαρμοσθούμε. Αυτή η Γερμανία και αυτή η Ευρώπη θα μας δώσει, αν μας δώσει, την «τρίτη δόση». Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι πρέπει να γίνουμε Γερμανία, αλλά σίγουρα σημαίνει ότι οι απόψεις μας για την οικονομία δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντιθετικές. Η αντίληψή μας για το ρόλο του Κράτους, του ιδιωτικού τομέα και της Αγοράς, πρέπει να συγκλίνει στα πολύ βασικά με αυτήν της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης. Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, όμως, η Ελλάδα οσονούπω μεταβάλλεται σε σοσιαλιστικό κρατικό παράδεισο, όνειρο του Μαρξισμού-Λενινισμού. Η αριστερή φυλή με τις φράξιές της και τα «ορφανά» του ΠΑΣΟΚ, μετρούν δημοσκοπικά 50%. Τα δύο πρώην «μεγάλα» κόμματα, ίσως φτάνουν το 30%, αλλά δεν διαφέρουν πολύ στη σχέση τους με το Κράτος. Μένει ένα 15%, εθνικιστές πατριδολάτρες και ξενοφοβικοί ρατσιστές. Για τους φιλελεύθερους, με την όποια έννοια του όρου, είναι ζήτημα αν μένει 2-3%.
Απίστευτο και ίσως όχι αληθινό, το φαινόμενο είναι μοναδικό για ευρωπαϊκή χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα και ελεύθερες εκλογές. Οι μισοί Έλληνες φαίνονται έτοιμοι να παραδοθούν σε κάποια «σοβιετική» κομματική γραφειοκρατία, ενώ κάτι ανάλογο αποδέχονται έμμεσα και αρκετοί οπαδοί των δύο πρώην κομμάτων εξουσίας. Μία φοβισμένη (ή φοβική) κοινωνία, εναποθέτει πάλι στο Κράτος τις τύχες των παιδιών της. Πολλοί θα το απέδιδαν στην κρίση και την ανασφάλεια. Η βίαιη και απότομη απώλεια της πρόσφατης ευμάρειας, προκαλεί επιθυμία διατήρησης «κεκτημένων». Καθώς αυτό φαίνεται αδύνατο, το άτομο στρέφεται όπου έχει συνηθίσει. Στην έννοια του Κράτους – Αφέντη και στην προστασία, τις παροχές και τα ρουσφέτια. Οι Έλληνες που πιστεύουν στις δικές τους δυνάμεις, που διεκδικούν το δικαίωμα να καθορίσουν τις τύχες τους, έχουν μόνο δύο επιλογές. Να φύγουν στο εξωτερικό, ή να παλέψουν έναν αγώνα φαινομενικά χαμένο από χέρι. Οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν μία ζαλισμένη κοινωνία να οδεύει στην καταστροφή, χωρίς στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης. Όπως και στο παρελθόν, η Ελλάδα έδειξε να πάσχει από ανίατη ασθένεια, ένα αυτοάνοσο νόσημα που «κόλλησε» πριν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Στα αυτοάνοσα νοσήματα, ο οργανισμός στρέφεται κατά του εαυτού του, προκαλώντας ανικανότητα και συχνά το θάνατο. Η ασθένεια από την οποία πάσχει η νεοελληνική κοινωνία, ιστορικά, είναι η «εξάρτηση από άλλους». Η ανικανότητα που αυτό προκαλεί, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του ατόμου και της κοινωνίας και η εξάρτηση από «κηδεμόνες» για τη διασφάλιση ατομικής ευημερίας και κοινωνικής συνοχής.
Στην εποχή της Τουρκοκρατίας, οι «άλλοι» ήταν οι τοπικοί κοτζαμπάσηδες. Μετά τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους, κηδεμόνες ήταν οι τρείς μεγάλες δυνάμεις που μας προμήθευσαν Βασιλείς και κάποια υποτυπώδη άρχουσα τάξη. Στον 20ο αιώνα, περνάμε στην εξάρτηση από το Παλάτι και τον «ξένο παράγοντα», με εκπροσώπους τη μικρή εμπορική τάξη και την ελαφρά βιομηχανία. Μετά τον Εμφύλιο, στην άρχουσα τάξη προστίθενται οι μαυραγορίτες της Κατοχής, αφού «ξεπλύθηκαν» από τη νικήτρια Δεξιά, που διαχειρίζεται το Σχέδιο Μάρσαλ σε συνεργασία με το Παλάτι. Η περίοδος μετά τον Εμφύλιο, χωρίζεται σε δύο περιόδους. Από το 1950 μέχρι το 1974, η Δεξιά κυριαρχεί πολιτικά και εκλογικά, αλλά όχι ιδεολογικά. Αν και νικήτρια, δεν επιδιώκει ιδεολογική κυριαρχία του φιλελεύθερου προτύπου στην οικονομία, αξιοποιώντας και τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη, έναντι του κομμουνιστικού μοντέλου που έχασε τον πόλεμο. Αντίθετα, προτίμησε να χωρίσει μία φτωχή, δυστυχισμένη και αποδεκατισμένη κοινωνία, σε «πατριώτες» και σε «μιάσματα» που διώκονται αλύπητα. Είναι τραγικό αλλά αληθινό ότι η περίοδος της Χούντας και της διεθνούς απομόνωσης, είναι η μόνη φορά που η Ελλάδα διαχειρίζεται, μόνη, τις τύχες της, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το 1974, η Δεξιά επιχειρεί τη μεταμόρφωση σε σύγχρονο ευρωπαϊκό συντηρητικό κόμμα, χωρίς επιτυχία. Η χώρα παραμένει χωρίς εσωτερική δυναμική, κάτι που διαπίστωσε ο Κων. Καραμανλής εντάσσοντας τη χώρα, σχεδόν εκβιαστικά, για να «μάθει να κολυμπάει», στην τότε ΕΟΚ. Φαινομενικά, η κατάσταση αλλάζει με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», συναρπάζει και φουσκώνει τις τάξεις του, αλλά δεν θεραπεύει την εθνική μας αρρώστια. Ο Έλληνας μπορεί να «κέρδισε» την Ελλάδα, αλλά δεν κέρδισε τη μοίρα του. Πολύ πρόθυμα, σαν έτοιμος από καιρό, έσπευσε πάλι να εκχωρήσει την εξουσία, αυτή τη φορά στο Κόμμα. Η εξάρτηση από κοτζαμπάσηδες με κομματική ταυτότητα ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ, αργότερα, συνεχίζεται. Τριάντα χρόνια και πέντε «πακέτα» μετά την είσοδο στην ΕΟΚ, δεν έφεραν την αυτόνομη ανάπτυξη. Ο Έλληνας ακόμη αναζητά δανεικά και προστασία οπουδήποτε αλλού, εκτός από τη δική του δημιουργική και ανεξάρτητη πορεία. Όπως στο αυτοάνοσο νόσημα, ο Έλληνας εξακολουθεί να στρέφεται κατά του εαυτού του.
Η σχέση του πρότερου ΠΑΣΟΚ με την παραγωγή, ήταν θλιβερή. Εξ’ αρχής ασχολήθηκε με τη διανομή προϊόντος και, ελλείψει παραγωγής, τη διανομή δανεικών και χρεοκοπημένων ιδιωτικών επιχειρήσεων, που ο Γερ. Αρσένης δώρισε σε πράσινους τιτλούχους. Έγιναν φύλλο και φτερό εν ριπή οφθαλμού και πολλοί καλοπέρασαν με τα λείψανα. Τότε μπήκαν οι βάσεις της διαπλοκής, αναδείχθηκαν οι εθνικοί προμηθευτές και πέθανε η υγιής επιχειρηματικότητα. Ένα σατανικό πλέγμα νομικών και θεσμικών ρυθμίσεων σχημάτισε τείχος αδιαπέραστο, χωρίς κομματικά διαπιστευτήρια ή γερό λαδωτήρι. Πράσινα stop shops δημιουργούνται σε Οργανισμούς και Υπουργεία, όπου ο αφελής επενδυτής πληρώνει «διόδια». Εξοβελίσθηκε η ιδεολογία που θα στήριζε την παραγωγική μηχανή της κοινωνίας. Η έννοια του κέρδους δαιμονοποιήθηκε όσο τίποτε άλλο και η επιχειρηματικότητα έγινε συνώνυμο της κλεψιάς. Το δικαίωμα του εργαζομένου προστατεύτηκε, αλλά ξεχάσαμε ότι εργασία σημαίνει επιχειρήσεις, επενδύσεις και επιχειρηματίες. Στο όνομα διεκδικήσεων, εκδιώχθηκαν μεγάλες ξένες επιχειρήσεις. Η επιχειρηματικότητα περιορίσθηκε σε μικρομάγαζα και φασονάδικα, που εύκολα μετακόμισαν όταν το εργατικό κόστος και η κρατική βουλιμία για έσοδα και μίζες τις έπνιξαν. Κανείς δεν έκλαψε για τον επιχειρηματία που έπρεπε να «λαδώσει» για να επιβιώσει και «έκλεβε» ΦΠΑ και εισφορές. Το σκηνικό διαμορφώθηκε σε σοσιαλδημοκρατικό περιβάλλον, αλλά συνέπλευσε άνετα η συντηρητική, θεωρητικά φιλελεύθερη ΝΔ, όποτε κυβέρνησε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ για το Μέλλον, αν υπάρξει: Για να υπάρξει διανομή, πρέπει πρώτα να υπάρξει παραγωγή. Για να υπάρξουν παραγωγή και δουλειές, σε μία ευρωπαϊκή χώρα, χρειάζεται ελευθερία του επιχειρείν και κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον. Η κοινωνία πρέπει να πάψει να θεωρεί την επιχειρηματικότητα έγκλημα και τον επιχειρηματία κλέφτη. Μόνο έτσι θα υπάρξει καινοτομία, επένδυση, δουλειές και εξαγωγές. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και στην αναδιοργάνωση της παραγωγικής μηχανής στοχεύουν οι φιλελεύθεροι, αλλά και η σύγχρονη αριστερά που αποτελεί το απαραίτητο ιδεολογικό και πολιτικό αντίβαρο. Ο κοινός τόπος μεταξύ φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, απασχολεί όλη την Ευρώπη και βρίσκεται, πάντα, στο συμφέρον της χώρας. Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και η οικονομία σήμερα, αυτό που έχει ανάγκη είναι η δημοκρατική σύνθεση απόψεων με στόχο την παραγωγή πρώτα και τη δίκαιη κατανομή μετά. Δεν χρειάζεται άλλο ένα Μαρξιστικό «πείραμα», αλλά ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κόμμα. Αυτή η Ελλάδα, μπορεί να αξιώσει και όχι να επαιτεί τη βοήθεια της Ευρώπης. Μία κρατικιστική Ελλάδα, δεν μπορεί ούτε καν να επαιτεί.