Ομολογώ ότι σε έναν βαθμό τον καταλαβαίνω τον Κουφοντίνα. Ξέρεις τι είναι να περνάς το υπόλοιπον του βίου σου (ελπίζω, δηλαδή) σε ένα κελί και σε ένα προαύλιο; Και να το “χει σκάσει κι ένας τροφαντούλης σύντροφός σου, ενώ εσύ, στιλάκι πράγμα και αρχηγός, να κόβεις βόλτες πάνω-κάτω, πάνω-κάτω; Αν δεν ξαναζήσεις με τη φαντασία σου τις περιπέτειες της νεότητάς σου, να περάσει η ώρα, θα λαλήσεις. Κι όταν, μάλιστα, έχεις σκοτώσει ανθρώπους, έχεις πετάξει χειροβομβίδες, έχεις τέλος πάντων διαπρέψει σε κόλπα καουμπόικα στα δρομάκια της Αθήνας, ένας λόγος παραπάνω να αρπαχτείς από το μεγαλείο σου και να το καταγράψεις σε βιβλίο.
Μ” έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια. Πιάνεις και τους μουρλούς σαν κι εμένα, που δώσ” τους αστυνομικές περιπέτειες και πουλάνε και τον Φλομπέρ τον ίδιο. Πιάνεις και τους άλλους, τους παράφρονες, που σε θεωρούν ακόμα νοματαίο και από όλο το βιβλίο σου θα σταθούν με δέος ειδικά στις τελευταίες σελίδες. Εκεί που δίνεις διάφορα tips στην ελληνική Αριστερά για το πώς να πορευθεί από δω και πέρα. Τράβα ντουγρού και στρίψε ράιτ.
Πλάκα πλάκα, αλλά βάλθηκε η «17 Νοέμβρη» να τελέψει τον βίο της σαν νούμερο επιθεώρησης. Ο ένας, ο Χριστόδουλος, κάνει στα γεράματα παρέα με νιάνιαρα, που ρίχνουν το σύστημα με στρακαστρούκες. Ο άλλος κάνει κολεγιά με τον εκδοτικό οίκο του καλύτερου φίλου και συμβουλάτορα του Ανδρέα Παπανδρέου, εκεί που λένε ότι λύνει και δένει ο Λαλιώτης.
Κάποιοι, ανάμεσά τους και ο γιος του Παύλου Μπακογιάννη, μιλάνε για «ματωμένο βιβλίο» και «ματωμένα χρήματα». Τους σέβομαι απολύτως και βαθιά μέσα μου εύχομαι το πόνημα του Κουφοντίνα να μαζέψει σκόνες στα ράφια και να πάει γρήγορα για πολτοποίηση. Αλλά, ομολογώ ότι δεν ξέρω τι θα “κανα αν ήμουν εκδότρια. Μπορεί και να μην το έβγαζα. Ομως πιστή στην ελευθερία του λόγου (τόσοι μαφιόζοι, ναζί, σίριαλ κίλερ, αλλά και τρομοκράτες έχουν βγάλει βιβλία), σίγουρα θα σύστηνα στον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα (οι αλαμπουρνέζικες προκηρύξεις δεν μετράνε) να δοκιμάσει την τύχη του αλλού.
Τόσοι μικροί, δοκιμαζόμενοι, ηρωικοί, στρατευμένοι οίκοι υπάρχουν στα πέριξ, τούμπες θα “καναν για ένα μπεστ σέλερ. Θα “βλεπαν και για πρώτη φορά στη ζωή τους βιβλίο τους να κοσμεί τις προθήκες των λουσάτων βιβλιοπωλείων του κέντρου, αυτές που οι γκρούπι του γκουρού από τον Κορυδαλλό κάνουν λαμπόγυαλο με την πρώτη ευκαιρία. Δεν τους έκανε τη χάρη ο Κουφοντίνας. Μάλλον είχε στην αγαπησιάρικη ψυχή του εκείνον τον χαμένο (με την καλή έννοια, παρακαλώ) που πηγαίνει στο Golden Hall και ζητάει Λένιν.
Εγώ πάντως θα το διαβάσω το βιβλίο του. Αφού, βέβαια, τελειώσω πρώτα τις 771 σελίδες ενός μυθιστορήματος που -κοίτα σύμπτωση- με μια τρομοκρατική ενέργεια και κάμποσους νεκρούς ξεκινάει. Αλλά, εντάξει, η συγγραφέας είναι με τους καλούς, με ένα παιδάκι που έχασε τη μαμά του από κάποιο σύντροφο του Κουφοντίνα, τρελαμένο δεξιό, βέβαια, αλλά τι διαφορά έχει; Τώρα που το σκέφτομαι, τα βιβλία αυτής της Αμερικανίδας συγγραφέα ο Λιβάνης τα βγάζει. Καλό είναι να του το στείλει όταν βγει. Αν δεν συγκινηθεί, μπορεί να μάθει να γράφει.