Δεν χρειάστηκε πολλές μέρες η προεκλογική εκστρατεία για να επιβεβαιώσει τους χειρότερους φόβους μας: κόβει τις γέφυρες της συνεννόησης, κλείνει τους ορίζοντες, ποδοπατά το σπόρο της ελπίδας.
Οι δύο κυριότερες μέχρι στιγμής εξελίξεις είναι η ακραία πόλωση («πάλη κόσμου με κόσμου», κατά την έκφραση του νυν Πρωθυπουργού) και η δημιουργία ενός ακόμη κόμματος (από ένα πρώην Πρωθυπουργό). Και οι δύο ήταν προβλέψιμες, Και οι δύο είναι αρνητικές. Η πρώτη γιατί, στο βωμό της απόσπασης κάθε ψήφου με κάθε τρόπο, ενδυναμώνει την αίσθηση την οποία αυτές οι εκλογές θα έπρεπε κανονικά να καταπολεμούν: την αίσθηση μιας μάχης χαρακωμάτων όχι μεταξύ απόψεων ή ιδεών αλλά μεταξύ δυο Ελλάδων που τίποτα δεν τις ενώνει και που «το Μνημόνιο» (με όσα συμβολικά περικλείει) τις χώρισε για πάντα. Και η δεύτερη γιατί, παραβιάζοντας κάθε έννοια ιστορικότητας και αυτογνωσίας, κατακερματίζει ακόμα περισσότερο την λεγόμενη «κεντροαριστερά», το μόνο χώρο που θα μπορούσε να παίξει το ρόλου του λογικού, φιλευρωπαίου και δημοκράτη ρυθμιστή, καθιστώντας έτσι την επόμενη μέρα πιο δύσκολη και πιο ασφυκτική.
Η στρατηγική της πόλωσης κάποιοι θα έλεγαν ότι συνιστά μονόδρομο από τη στιγμή που η αντίθετή της, η στρατηγική της συναίνεσης, θάφτηκε με τόσο οδυνηρό τρόπο μαζί με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Κάποιοι άλλοι, επαγγελματίες της «επικοινωνίας», θα πρόσθεταν ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος συσπείρωσης γύρω από μια κυβερνητική γραμμή που δεν πρόλαβε να δώσει τα πλήρη αποτελέσματα της, απέναντι σε μια αντιπολίτευση τόσο αδιάλλακτη σε εκφράσεις και συμπεριφορές και ενόψει του ότι από το αποτέλεσμα των εκλογών διακυβεύεται όχι μόνο το ιστορικό ίχνος των τελευταίων πέντε χρόνων αλλά και η πορεία της χώρας σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα μέτωπα. Όλα αυτά καθιστούν αυτονόητη και αναγκαία την ανάδειξη της αλήθειας των πραγμάτων (πού βρισκόμαστε, τι αλλάζει και τι δεν αλλάζει, τι κοστίζει ενδεχόμενη απόπειρά αλλαγής αυτών που δεν αλλάζουν) και των διλημμάτων (τι επιπτώσεις θα έχουν οι επιλογές των ψηφοφόρων στη συνέχιση της κρίσης, στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και στην κοινωνική συνοχή).
Άλλο όμως αυτό και άλλο ο χωρισμός σε κόσμο του καλού και του κακού, της σωτηρίας και της καταστροφής: όχι μόνο γιατί τέτοιοι κόσμοι δεν υπάρχουν, ιδίως στην πολιτική, αλλά και γιατί αυτοί που επικαλούνται το δρόμο της αρετής έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να τον αναδείξουν μέσα από τις δικές τους πράξεις. Η απερχόμενη κυβέρνηση, ακόμα και εάν, όπως πιστεύω, διάλεξε ενστικτωδώς την ορθή γενική κατεύθυνση και γλίτωσε τη χώρα από πολύ χειρότερα, είχε το βάρος της διακυβέρνησης σε δύσβατους καιρούς –άρα αναγκαστικά πόνεσε πολλούς (κι επιπλέον έκανε και αρκετά λάθη και προκάλεσε αρκετές αδικίες που θα μπορούσε να αποφύγει). Διαλέγοντας το γήπεδο των δύο κόσμων αποφασίζει να παίξει στην έδρα του αντιπάλου και χωρίς διαιτητή –γιατί η κοινωνία είναι εντελώς αποπροσανατολισμένη και από καιρό δρα μόνο με το συναίσθημα και χωρίς περίσκεψη.
Αλλά και για τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση και διεκδικήτρια της εξουσίας τολμώ να πω ότι η στρατηγική της ακραίας πόλωσης είναι αντιπαραγωγική. Πρώτον γιατί μεγεθύνει το βασικό της πρόβλημα, που είναι το έλλειμμα αξιοπιστίας, σοβαρότητας και «κυβερνησιμότητας». Πώς να εμπιστευθούν οι μη αποφασισμένοι ψηφοφόροι –γιατί γι’ αυτούς στήνεται η μοιραία παγίδα- εκείνους που τίποτα δεν παραδέχονται και όλα θέλουν να τα ανατρέψουν χωρίς να ξέρουν τι θέλουν να βάλουν στη θέση τους (γιατί καμία τέτοια γνώση δεν προδίδουν οι γενικότητες, οι αντιφάσεις και οι δολιχοδρομήσεις); Και δεύτερον και, για τον τόπο, σημαντικότερο, αν αυτοί που λόγω «ριζοσπαστικής» ιδεολογίας και θέσης στην κομματική σκακιέρα έχουν τη μεγαλύτερη δυσκολία να βρουν συμμάχους, πώς θα μπορέσουν να πορευτούν και ίσως να κυβερνήσουν μετά τις εκλογές, όταν έχουν φροντίσει να χαρακτηρίσουν συλλήβδην τους αντιπάλους τους ως ξεπερασμένους, ανήθικους και άχρηστους;
Τη στιγμή που η χώρα θα έπρεπε να συζητά για τα μεγάλα της προβλήματα (τη δημιουργία παραγωγικού ιστού μέσα στα ερείπια της κρίσης, τη βελτίωση της διοίκησης, της δικαιοσύνης, των ελευθεριών, την ανόρθωση των θεμελίων κάθε κράτους όπως είναι η ισότητα, η παιδεία και η υγεία), οι πολιτικοί και τα κόμματα διαγκωνίζονται στην προεκλογική αρένα για το ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο θόρυβο, ποιος θα δημιουργήσει το μεγαλύτερο φόβο και ποιος θα καταφέρει το βαθύτερο πλήγμα στους θεσμούς. Με το να μην βρίσκει τρόπο να αντισταθεί, η κοινωνία γίνεται άξια της μοίρας της –μιας μοίρας που μοιάζει όλο και πιο ξεκάθαρη.