Το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή για τα “μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις” έρχεται να τροποποιήσει το θεσμικό πλαίσιο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων ψυχικά ασθενών ατόμων (άρθρα 38-41 και 69-70 του ΠΚ).
Είναι αποδεκτό ότι η ποιότητα μιας δημοκρατίας καθορίζεται και από τον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης των κοινωνικών μειοψηφιών. Σήμερα οι έκγλειστοι ψυχικά ασθενείς σε ειδικά ψυχιατρικά καταστήματα των τριών ψυχιατρικών νοσοκομείων της χώρας που ακόμη δεν έχουν μετασχηματιστεί δεν ξεπερνούν τους 125. Ωστόσο, γι αυτό τον αριθμό ψυχικά ασθενών που “φυλάσσονται” σε ακραίες ιδρυματικές συνθήκες η ισχύουσα νομοθεσία κράτησής τους βασίζεται σε αντιλήψεις αρχών του προηγούμενου αιώνα, όταν τα μόνα μέτρα για δράστες αξιόποινων πράξεων με ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές που απέκλειαν ή μείωναν ουσιωδώς τον καταλογισμό τους ήταν ο εγκλεισμός στα άσυλα για αόριστο χρονικό διάστημα. Στόχος αυτής της αρχαϊκής νομοθετικής ρύθμισης ήταν η αντιμετώπιση της επικινδυνότητας και η προστασία της κοινωνίας χωρίς να δίνεται η παραμικρή δυνατότητα ουσιαστικής επανεκτίμησης και αξιολόγησης της κλινικής κατάστασης και πορείας αυτών των ατόμων. Με δύο λόγια, έγκλειστοι δια βίου χωρίς προοπτική θεραπείας και επανένταξης.
Αυτές οι ρυθμίσεις αντιβαίνουν στις σύγχρονες θέσεις μιας ανθρωποκεντρικής ψυχιατρικής αλλά και στο σύγχρονο ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο, καθώς ούτε στη θεραπεία ολλά ούτε και, τελικά, στην πρόβλεψη και αποφυγή της υποτροπής συμβάλλουν. Το νέο σχέδιο νόμου έχει ως σημείο αναφοράς τις εξελίξεις στη διεθνή και ευρωπαϊκή έννομη τάξη μετά το 1950, όπως αποτυπώνονται σε θεμελιώδη κείμενα προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ και Σύμφωνο ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ΑμΕΑ). Επίσης, ενσωματώνονται επισημάνσεις της εθνικής επιτροπής για τα δικαιώματα του ανθρώπου, του Συνηγόρου του Πολίτη και της ψυχιατρικής κοινότητας.
Τα προτεινόμενα μέτρα έχουν ως βασικό άξονα την άρση του διλήμματος “ασφάλεια ή ελευθερία” μέσω της εφαρμογής ενός νέου ποινικού κώδικα που θα εξανθρωπίσει το πλαίσιο των κυρώσεων, την απελευθέρωση μέσων και πόρων για την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων παρακολούθησης αυτών των ατόμων στην κοινότητα, σε κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας και, τέλος, τον περιορισμό της φύλαξης προς όφελος της θεραπείας και της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης.
Ως ψυχίατρος θα σχολιάσω σχηματικά μόνο τις αλλαγές που αφορούν στην αναθεώρηση της στιγματιστικής ορολογίας του ποινικού κώδικα με μια πιο σύγχρονη επιστημονικά και ανθρωποκεντρική ορολογία, τις προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου κράτησης του ατόμου για την οποία απαιτούνται πλέον δύο πραγματογνωμοσύνες, μία που διενεργείται αμέσως μετά τη σύλληψη και άλλη μία τουλάχιστον που διενεργείται όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς τη δικάσιμο. Αυτές διαπιστώνουν τόσο την κατάσταση της ψυχικής υγείας όσο και την ενδεικνυόμενη θεραπεία. Για τους ξεχασμένους αυτούς συμπολίτες μας καταργείται η ανελαστική αναφορά στη “φύλαξη σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα” που προβλέπεται σήμερα και αντικαθίσταται με την αναφορά περισσότερων “κατάλληλων θεραπευτικών μέτρων”. Ως κατάλληλα θεραπευτικά μέτρα ορίζονται: α) η νοσηλεία σε ειδικό τμήμα δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου. Β) η νοσηλεία σε ψυχιατρικό τμήμα δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου. Γ) η υποχρεωτική θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε κατάλληλη εξωνοσοκομειακή μονάδα ψυχικής υγείας (δηλαδή κέντρο ψυχικής υγείας ή κινητή μονάδα ψυχικής υγείας ή εξωτερικά ιατρεία δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου).
Δυο κριτικές παρατηρήσεις: Α) Από την εμπειρία μας στο χώρο της μετέωρης μέχρι σήμερα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης έχουμε κατανοήσει ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες όπου οι νόμοι δεν αλλάζουν την πραγματικότητα. Β) Η εφαρμογή αυτού του νέου προοδευτικού πλαισίου για τους πρώην ακαταλόγιστους επιβάλλει την δομική αλλαγή συντονισμού και λειτουργίας τόσο των ψυχιατρικών μονάδων μεταξύ τους (ενδονοσοκομειακών και εξωνοσοκομειακών) όσο και την ουσιαστική συνεργασία δικαστικού και ψυχιατρικού συστήματος. Η ανάγκη συνεκτικής εκπαίδευσης τόσο των επαγγελματιών ψυχικής υγείας όσο και των δικαστικών λειτουργών σε μια νέα επιστημονικά τεκμηριωμένη ανθρωποκεντρική κουλτούρα δεν αλλάζει με την ψήφιση ενός νόμου. Η πρόκληση για την πλήρη εφαρμογή της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα και της υπέρβασης των ελλείψεων, των αντιστάσεων, της αδράνειας και των κοινωνικών προκαταλήψεων παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ.