Ψηλά βουνά

Γιάννης Παπαθεοδώρου 12 Δεκ 2017

Οι «επαναστατικές» κορώνες που εκστόμισε πρόσφατα η κ. Μποφίλιου δεν είναι ούτε καινούργιες ούτε πρωτότυπες. Εδώ και χρόνια, ένα μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών αλλά και των διανοούμενων της Αριστεράς επαναλαμβάνουν μονότονα καταγγελίες για τις «φιλελεύθερες ολιγαρχίες» της Ευρώπης, ψάχνοντας παράλληλα μια αναβίωση ενός φαντασιακού Άρη Βελουχιώτη, που θα οδηγήσει τον κόσμο στα βουνά για ένα νέο αντάρτικο απέναντι στο «νεοφιλελευθερισμό». Η συνταγή είναι γνωστή από παλιά, κυρίως από τα χρόνια του επικού «αντιμνημονιακού αγώνα»:  εμφυλιοπολεμικό λεξιλόγιο, νοσταλγία για την αυθεντική αντίσταση, τίτλοι ευγενείας από την «αριστερά της θυσίας», πληθωριστικές κατηγορίες για δοσιλογισμό.

Στη θλιβερή απάντησή του στον κ. Πάσχο Μανδραβέλη, ο κ. Διονύσης Τσακνής, με αφορμή τις δηλώσεις Μποφίλιου, επινοεί μια ενδιαφέρουσα γενεαλογία αυτού του καταγγελτικού λόγου.  «Φέρε στο νου τον Εφιάλτη, τον Ισκαριώτη, τον κουκουλοφόρο, τον ψευδομάρτυρα. Η αμοιβή τους ήταν από τριάντα αργύρια, μέχρι μια θέση αγροφύλακα στην ορεινή Καρδίτσα, ενώ η δόξα και η φήμη τους, γνωστή ανά τους αιώνες».[1] Ο Ιούδας που φιλούσε υπέροχα είναι η νέα έκδοση του αφηγήματος της «πρώτη φορά» καθεστωτικής Αριστεράς, με μια πικρή αφιέρωση για τους όλους τους «προσκυνημένους» της άλλης όχθης:  «τη φράση “όχι εγώ, αυτός”, την έμαθες από πολύ μικρός. Και μαζί μ’ αυτήν, έμαθες να σκύβεις, να γλείφεις, να κολακεύεις, να κάθεσαι στα γόνατα του κάθε κοιλαρά, να γίνεσαι ερωμένη και εραστής εξ’ επαγγέλματος (για επαγγελματικούς λόγους φυσικά), να μελετάς την επόμενη κίνηση με ακρίβεια χειρουργείου, να ακονίζεις το μυαλό σου για την επόμενη κακιούλα, την επόμενη διαβολή,  την επόμενη ρουφιανιά. Μαθήτευσες τέλος, στα τηλεπαράθυρα και απέκτησες το διδακτορικό σου, από μαιτρ του είδους».[2]

Δε χρειάζεται να σχολιάσουμε το απόσπασμα. Αρκεί να σκεφτούμε πως ο έντεχνος ριζοσπάστης συνθέτης διετέλεσε, για αρκετό καιρό, διευθυντής της νέας «ανοιχτής» ΕΡΤ, που για πολλούς έμοιαζε πολύ με την παλιά ΥΕΝΕΔ. Αυτό που μάλλον χρήζει σχολιασμού είναι το ύφος και το ήθος ενός λόγου, που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τους αντιπάλους ως εχθρούς. Ο νέος διπολισμός είχε ως συνέπεια και την οριστική απώλεια της μετριοπάθειας ως συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού διαλόγου. Θα περίμενε κανείς πως η επώδυνη κυβερνητική εμπειρία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα διαμόρφωνε μια νέα συνθήκη για την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Παρ’ όλα αυτά, στη δημόσια σφαίρα ανακυκλώνονται στερεότυπα και καλλιεργούνται συγκρούσεις, που διαρκώς μετατρέπουν την επικοινωνία σε μια αντιδραστική λεκτική βία. Θορυβώδεις καλλιτέχνες και διανοούμενοι σπεύδουν να μας διαβεβαιώσουν πως οι δικές τους «αλήθειες» είναι οι καλύτερες, μειώνοντας διαρκώς τα όρια της ανεκτικότητας. Ο διπολισμός έφτιαξε εθνογραφικές «φυλές» δημιοσιολογούντων που ενισχύουν ιδεολογικές προκαταλήψεις, βασισμένες πάνω σε κοινότοπες ιδέες και συμβάσεις εξουσιαστικής στράτευσης. Εδώ και καιρό, ένας νέος δογματισμός έχει κυριεύσει τον δημόσιο λόγο. Ο πολιτικός διάλογος δεν αναφέρεται πια στην εξακρίβωση των ιδεών με βάση τον κριτικό έλεγχο αλλά στην επιβεβαίωση των προθέσεων με βάση την κομματική ταυτότητα.

Η «ιδιωτική» (αν και δημόσια) γλώσσα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ενίσχυσε το φαινόμενο. Μια ανάρτηση στο FB είναι πια αρκετή για αξιολογήσουμε το χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, ή ίσως ακόμη και να προτείνουμε τον λιθοβολισμό του, ανάλογα με την ευκολία του αναθέματος. Η προσοχή πλέον δεν εστιάζεται στο επιχείρημα αλλά στα κίνητρα και τις προθέσεις. Η πρόθεση έχει γίνει ένα είδος αυτοπρόσωπης παρουσίας στο λόγο, προκειμένου να οδηγηθούμε από την κριτική ad rem στην κριτική ad hominem. Είναι εκείνο το περίφημο «ψόφα», με το οποίο τελειώνουν πολλές από τις αντιπαραθέσεις στο διαδίκτυο, που συμπυκνώνει την ανάγκη της μνησικακίας ως απαραίτητο στοιχείο της επικοινωνίας.

Το νόημα της πολιτικής, το αγωνιστικό και —γιατί όχι;— συγκρουσιακό πλαίσιο ανταλλαγής κριτικών απόψεων έχει αντικατασταθεί από ένα αδιάκοπο υβρεολόγιο, που προηγείται πάντα της εμφάνισης των επιχειρημάτων. Τι απομένει λοιπόν από όλο αυτό το καλλιτεχνικό «κατινάζ» των τελευταίων ημερών; Αν ακόμη και ένα ξεπερασμένο κλισέ της «αντάρτισσας» κ. Μποφίλιου για τα ψηλά βουνά μπορεί να ζωντανέψει τη νεκρή στρατιά του Γράμμου, τότε είναι μάλλον σίγουρο πως ο επόμενος προεκλογικός αγώνας θα γίνει με τα αντίστοιχα όπλα μιας νεκρής γλώσσας. Εκτός αν κάποιος αποφασίσει να μιλήσει αλλιώς για τις λέξεις και τα πράγματα.

[1] Πηγή: «Ρουφιάνε…» -Πόλεμος Τσακνή-Μανδραβέλη με αφορμή τη Νατάσσα Μποφίλιου | iefimerida.gr

[2] Πηγή: «Ρουφιάνε…» -Πόλεμος Τσακνή-Μανδραβέλη με αφορμή τη Νατάσσα Μποφίλιου | iefimerida.gr

— για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα