Όλοι έμειναν έκπληκτοι, από την αναπάντεχη συμμετοχή της κοινωνίας στις διαδικασίες εκλογής αρχηγού της Κ/Α. Έβλεπες ανθρώπους να περιμένουν ώρες στην ουρά, με χαμόγελο! Αυτό μάλιστα, αποτέλεσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη.
Αν όμως άνοιγες συζήτηση στην «ουρά» για τους υποψήφιους, δεν έβλεπες και μεγάλο ενθουσιασμό. Πόσο μάλλον τον φανατισμό, που εκδηλώνεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις. (Το γιατί, δεν είναι του παρόντος).
Αν λοιπόν δεν ήταν οι υποψήφιοι το κίνητρο για τη μεγάλη συμμετοχή και το κλίμα της γιορτής που επικράτησε, τότε από τι εμπνεύστηκαν και από τι γοητεύτηκαν οι πολίτες, σε σημείο ώστε να εκπλήξουν και τους πιο αισιόδοξους με την συμμετοχή τους; Διότι είναι προφανές ότι κινητοποιήθηκαν από πράγματα, πολύ σημαντικότερα από την εκλογή του αρχηγού, έστω και αν αυτό ήταν το τυπικό αντικείμενο της συμμετοχής.
Θα αποτολμήσω μία συνοπτική ερμηνεία: Το πρώτο κίνητρο, το «πρώτον κινούν» όπως θα έλεγαν οι φιλοσοφούντες, ήταν η επιθυμία ενός μεγάλου ρεύματος της κοινωνίας, για την δημιουργία – προσοχή, όχι αναπαλαίωση ή φτιασίδωμα, αλλά δημιουργία – της νέας Μεγάλης Παράταξης. (Δεν αναφέρομαι σε ονομασία, για να μην παγιδευτούμε σε δευτερεύοντα).
Αλλιώς, δεν μπορεί να εξηγηθεί η μεγάλη συμμετοχή, παρά την απουσία φανατισμού για τους υποψηφίους.
Ούτε μπορεί να εξηγηθεί το άλλο: Ο συνδυασμός της γενικής αδιαφορίας για το τι ψήφιζε ο διπλανός, με την ευφορία που επικρατούσε στις «ουρές», επειδή και μόνον έβλεπε ο καθένας την κοσμοσυρροή. (Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα συνέβαινε, αν στην διαδικασία αυτή μετείχαν υποψήφιοι, με πολιτικό μέγεθος και λόγο, όπως π.χ. ο Β. Βενιζέλος, που θα τους επέτρεπε να απευθύνονται στην ευρύτερη κοινωνία).
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη σπουδαίος λόγος, ο οποίος προκάλεσε στην κοινωνία την αίσθηση της «κατάστασης ανάγκης», για την άμεση δημιουργία του Νέου Φορέα.
Ήταν η ανάγκη για απάντηση στην ύβρη του ανορθολογισμού, της μισαλλοδοξίας και του ψυχοπαθητικού ψεύδους που μας κατακλύζει, με τη μορφή του τέρατος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Όπου ένας κόσμος λοιδορούμενος από τη συκοφαντία αδίστακτων πολιτικάντηδων, τρομοκρατημένος από τη βία των δήθεν «αγανακτισμένων» συμμοριών και απελπισμένος από την δολιοφθορά κατά της χώρας των τυχοδιωκτών που ανέλαβαν την διακυβέρνηση, είπε «ως εδώ».
Έτσι, η ψήφος ήταν μια στάση αξιοπρέπειας, για να δηλώσουν οι πολίτες ότι τους χωρίζει άβυσσος από την εξουσία, το ήθος και τον αποκρουστικό «κόσμο» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Βεβαίως πολλοί δεν είχαμε τις ίδιες επιλογές με την πλειονοψηφία των πολιτών που κινητοποιήθηκαν. Αυτό όμως δεν είναι δικαιολογία για να αρνηθούμε την συμμετοχή μας στην επόμενη ψηφοφορία, όποια πρόφαση και αν προβάλουμε. Όπως π.χ. την δικαιολογία ότι δεν έχουμε σχέση με αυτούς που ψήφισαν σύμβολα του παρελθόντος και όχι πολιτικές θέσεις.
Διότι, ακόμη και η ψήφος σε ονόματα του παρελθόντος, προφανώς ήθελε να δηλώσει συμβολικά και γι’ αυτό ίσως πρωτόγονα, την άβυσσο που χωρίζει αυτόν τον κόσμο, από τη σημερινή κυβερνητική εξουσία. Και ο καθένας έχει τον τρόπο του και τα σύμβολά του για να εκφραστεί. Μάλιστα, καμιά φορά οι άνθρωποι, όταν έχουν πτοηθεί, αισθάνονται πιο ασφαλείς με τα σύμβολα, παρά με την πραγματικότητα. Άλλωστε, δεν έχει καν σημασία τι λένε τα ίδια τα σύμβολα, αλλά ποιο νόημα δίνουν οι ψηφοφόροι σ’ αυτά. Και αυτό το επισημάναμε.
Άρα, την Κυριακή η ψήφος μας εκφράζει ένα ρεύμα με δύο κεντρικές σημασίες: Την θετική επιλογή μας για τον Νέο Φορέα και την ρητή και αμετάκλητη απόρριψη της ύβρεως των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Είναι το ρεύμα το οποίο, αν πάρει τη μορφή που θα του επιτρέψει να εκφραστεί, δεν ξέρουμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Διότι το ξαναείπαμε. Όπως δίδαξαν οι μεγάλοι δάσκαλοι, στην πολιτική «δεν υπάρχει επιστήμη των μελλόντων και των ενδεχομένων». Ποιος λοιπόν, μπροστά στην πρόκληση, θα δηλώσει απών;