Ψηφίσαμε ότι υπάρχει Θεός!!

Κώστας Κούρκουλος 08 Ιουλ 2015

Η κοινωνία μας είναι ιστορικά διαποτισμένη από τα νάματα των εκκλησιαστικών διδαχών, τα οποία άλλωστε παράγουν και τους κυρίαρχους μύθους μας. Κεντρικός μάλιστα εκκλησιαστικός μύθος, είναι το θαύμα του «εν Κανά γάμου». Όπου, μόλις ακούστηκε το «οίνον ουκ έχουσι», γέμισαν αμέσως τα πιθάρια με κρασί.

 Η εκκλησιαστική αυτή μυθολογία, με την βοήθεια των δημαγωγών, έγινε η κρατούσα πολιτική ιδεολογία στα χρόνια της κρίσης. Έτσι, έπεισαν την κοινωνία πως, όταν ακουστεί το «λεφτά ουκ έχουσι», δηλαδή αν πετύχει η χώρα να απαλλαγεί από το «βάρος» του να έχει χρήματα στα ταμεία της – γι’ αυτό άλλωστε και το κίνημα «δεν πληρώνω» – τότε θα γίνει το θαύμα: Η επιστροφή στην κραιπάλη του 2009, που αποτελεί και τη νέα «Μεγάλη Ιδέα».

Ο κορυφαίος ίσως δημαγωγός της μεταπολίτευσης, ο οποίος διαχειρίζεται σήμερα τις τύχες της χώρας, με το ένστικτο που τον διακρίνει – όλοι οι δημαγωγοί έχουν αυτό το χάρισμα – έπιασε το «μήνυμα» της κοινωνίας. Έτσι λοιπόν, αφού προηγουμένως συνέβαλε στην εμπέδωση του μύθου του εν Κανά γάμου και στην αναβάθμισή του σε πολιτικό αίτημα, ακολούθως προκήρυξε και δημοψήφισμα, ζητώντας να επικυρωθεί η βασιμότητα του εκκλησιαστικού μύθου και με τη λαϊκή ετυμηγορία.

 Δεν είναι τυχαίο ότι υποσχέθηκε πως, αν απορριφθεί η πρόταση για συμφωνία, τότε ακριβώς θα προκύψει συμφωνία και μάλιστα σε 48 ώρες. Και η κοινωνία συμφώνησε με τον παραλογισμό. Δηλαδή ψήφισε πανηγυρικά ότι υπάρχει θεός, που θα κάνει το θαύμα του και θα μας βοηθήσει. Έτσι, η ίδια η επιβίωση της χώρας αντιμετωπίζεται με όρους δεισιδαιμονίας, αφού αφέθηκε αποκλειστικά στο θεό. Γι’ αυτό άλλωστε, επειδή ελπίζουμε μόνο στον ουρανό, αδιαφορούμε αν θα βρεθούν χρήματα στη γη, προκειμένου να μην πτωχεύσουμε.

Αυτό σημαίνει ότι τόσο η προκήρυξη, όσο και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, είναι ίσως η δραματικότερη  έκφραση του συλλογικού μας ανορθολογισμού. Γι’ αυτό και τρελάναμε όλη την ανθρωπότητα και ουδείς – πλην του Κάστρο, της Λεπέν και του Μαδούρο – μας καταλαβαίνει.

Αλλά και η σχέση με το θεό, πάλι ανορθολογικά αντιμετωπίζεται. Διότι εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στη δύναμή του, ενώ «στατιστικά» διαψευδόμαστε. Και αυτό γιατί δεν έχουμε να υποδείξουμε ούτε μία κοινωνία, η οποία συμπεριφέρθηκε με τον δικό μας τρόπο και σώθηκε στο τέλος από το θεό. Προφανώς ξεχνάμε ότι θέτει και ο θεός τις «προδιαγραφές» του.

Και επειδή κάτι υποψιαζόμαστε επ’ αυτού, μετερχόμαστε και την εξής πανουργία: Στα δύσκολα, αλλάζουμε θεό. Ήτοι, επινοούμε έναν δεύτερο, στα μέτρα μας. Δηλαδή έναν ρουσφετολόγο «εθνικό θεό», που επιδίδεται σε εθνικά ρουσφέτια, τον οποίο ονομάζουμε «θεό της Ελλάδας». Ενώ, όπως εξηγούσε κάποτε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ελληνική Βουλή, δεν υπάρχει «θεός της Ελλάδας», πλην της σοβαρότητας.

Ξεχνάμε όμως και το χειρότερο. Ότι δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούμε από οποιοσδήποτε θεό («γενικό» ή ρουσφετολόγο «εθνικό») και για έναν παραπάνω λόγο. Γιατί αυτός μας μισεί. Το είπε και ο ποιητής άλλωστε: «…Φταίει ο θεός που μας μισεί». Και οι ποιητές έχουν πάντα δίκιο.