Ψευτοαριστεροί και αφελείς οικολόγοι

Ηλίας Ευθυμιόπουλος 21 Νοε 2016

Είναι γνωστό ότι σε περιόδους ιδεολογικής ξηρασίας και πολιτικής αμηχανίας όπως αυτή που διανύουμε, σε περιόδους όπου τα άλλοτε φρέσκα και συχνά ριζοσπαστικά κινήματα βρίσκονται σε πορεία παρακμής, εφευρίσκονται πολιτικοκοινωνικοί στόχοι που, αν και μακράν της πραγματικότητας, προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την επίσης καταρρέουσα απήχηση σχηματισμών και κομμάτων, τουλάχιστον στις τάξεις των φανατικών τους οπαδών.

Μια κατασκευή που κυκλοφορεί – δυστυχώς με σχετική επιτυχία – τα τελευταία χρόνια, είναι αυτή των δημόσιων αγαθών που απειλούνται από τις ιδιωτικοποιήσεις, τα μνημόνια και την επέλαση του φιλελευθερισμού. Ως τέτοια αγαθά ορίζονται μεταξύ άλλων , και ανάλογα με τη συγκυρία, η ενέργεια, η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, τα λιμάνια και κυρίως το νερό. Δεν μπορώ  βέβαια να καταλάβω γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται ο φραπές, τα παπούτσια και τα κινητά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Όλα τα παραπάνω, ως δημόσια (;) δηλαδή κοινά (commons) δεν μπορεί να είναι αντικείμενα ιδιωτικών επιχειρήσεων και συμφερόντων, και ως εκ τούτου θα πρέπει να παραμείνουν υπό αυστηρά κοινωνικό έλεγχο κάτι που βεβαίως μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί. Άλλωστε έχουμε πλείστα όσα παραδείγματα τέτοιων πετυχημένων μορφών διαχείρισης. Παράδειγμα οι συγκοινωνίες: όσο ήταν κρατικές έσκιζαν. Μόλις τις πήραν κάποιοι Γερμανοί – που πήραν και τον ΟΤΕ  και τα αεροδρόμια – πάνε κατά διαόλου. Εμείς ήμασταν πάντα με την Ολυμπιακή, μου έλεγε γηραιά κυρία στο Φάληρο. Αυτό το καταλαβαίνω. Οι νέοι όμως, αυτοί που δεν μεγάλωσαν με τα ίδια εθνικά ιδεώδη γιατί εξεγείρονται; Γιατί συμπαρατάσσονται  κάτω απ τις ίδιες σημαίες του λαϊκισμού της ψευτοαριστεράς και ενίοτε της άκρας δεξιάς;

Έντεκα λέει περιβαλλοντικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και η Greenpeace και η WWF, εξέδωσαν ανακοίνωση για το νερό όπου τονίζουν την πίστη τους στις παραδοσιακές αξίες τις σχετικές με τη διαχείριση του ως άνω πόρου και οι οποίες λέει δεν μπορούν να αποσπαστούν από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας (sic) και να παραδοθούν αμαχητί τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Μιας αγοράς που απειλεί όχι μόνο τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας , αλλά και πολλές άλλες κατακτήσεις του κομμουνιστικού μας καθεστώτος όπως το να καίγεται το Πολυτεχνείο κάθε φθινόπωρο. Στο παραπάνω αφήγημα, ο όρος κλειδί είναι η κερδοσκοπία  (όρος που χρησιμοποιεί ο λαϊκισμός αντί του κέρδους ) στην οποία επιδίδονται τα παραμονεύοντα κοράκια του καπιταλισμού – που θέλουν να πάρουν εκτός από το νερό, ακόμα και τα σκουπίδια. Άλλο ένα δημόσιο αγαθό κι αυτό.

Ας δούμε λοιπόν ποιος κερδοσκοπεί και ποιός επιβουλεύεται τον κοινωνικό χαρακτήρα της διαχείρισης του ¨δημόσιου αγαθού” . Ας ξεκινήσουμε με ορισμένα στοιχεία. Η μέση τιμή  του νερού με όρους ΕΥΔΑΠ στο επίπεδο του καταναλωτή είναι περίπου 2€ το κυβικό, με εξαιρέσεις όμως για το δημόσιο, τους δήμους, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα και τη βιομηχανία. Η σχετικά χαμηλή αυτή τιμή διαμορφώνεται παρά ταύτα ως το αποτέλεσμα των κεφαλαιουχικών αποσβέσεων για εξοπλισμό / υποδομές  και με βάση το λειτουργικό κόστος όπου και τα έξοδα του προσωπικού. Να συγκρατήσουμε βεβαίως το γεγονός ότι οι κρατικές επιχειρήσεις ήταν πάντα μια δεξαμενή για την απόσβεση των πιέσεων της δομικής ανεργίας και εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης για εξυπηρέτηση της εκλογικής της πελατείας. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Η κερδοφορία της επιχείρησης συναρτάται και με το χρηματιστήριο, άρα με την τιμή των μετοχών, άρα με τα έσοδα από τις συναλλαγές, και άρα με τα περιθώρια άσκησης “κοινωνικής πολιτικής” που ανέχεται το μίγμα των μετόχων. Να θυμίσουμε ότι το 2014 πακέτο ίσο με το 10% της ΕΥΔΑΠ αγοράστηκε από το αμερικανικών συμφερόντων hedge fund του John Paulson μέσω του ΧΑ στην τιμή των 8,10 € ανά μετοχή, με αποτέλεσμα να αλλάξουν χέρια 10.648.800 μετοχές. Σημειώνεται ότι ο Paulson που διατηρεί μεταξύ άλλων συμμετοχές σε Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς, άλλοτε ονομάζεται κερδοσκόπος  και άλλοτε επενδυτής. Με αυτά όμως και τα άλλα το κράτος αυτή τη στιγμή διατηρεί μόνο το 30% των μετοχών ενώ άλλο 1/3 είναι στο ΤΑΙΠΕΔ (προς πώληση) και άλλο ένα 30-40% σε ιδιωτικά χέρια (νομικών και φυσικών προσώπων).

Το νερό στην περιφέρεια στοιχίζει γενικά λιγότερο (πολλές φορές είναι και δωρεάν) αλλά με ποιό αντίτιμο; Στα νησιά του Αιγαίου για παράδειγμα, στην πλειονότητά τους οι δήμοι, ασκώντας φιλολαϊκή πολιτική, διέθεταν και διαθέτουν το νερό σε τιμή κάτω του κόστους – τη διαφορά την πληρώνει ο γενικός φορολογούμενος.  Όμως το νερό δεν είναι πουθενά πόσιμο. Λόγω της κακής κατάστασης των δικτύων και παρά τα δισεκατομμύρια των κοινοτικών διαρθρωτικών κονδυλίων που εισέρρευσαν για τον εκσυγχονισμό των υποδομών εδώ και τρισήμισυ δεκαετίες. Το μόνο νερό που πίνεται είναι αυτό των αφαλατώσεων με πολύ ανταγωνιστικό κόστος (περίπου 2 €/κ.μ για τον καταναλωτή) και με διαρκείς ελέγχους ποιότητας που είναι μέσα στις συμβάσεις. Ιδιωτικές ή δημοτικές οι εταιρείες αφαλάτωσης λειτουργούν στο 100% με όρους αγοράς – άρα είναι κερδοσκόποι. Οι δήμοι (δηλαδή το δημόσιο) που προσφέρουν νερό φτηνό αλλά ακατάλληλο,  είναι οι θεματοφύλακες του δημόσιου αγαθού και συμφέροντος.

Η ακαταλληλότητα του δημόσιου νερού στα νησιά (και αλλαχού) έχει τροφοδοτήσει τον πλέον ακμάζοντα κλάδο των εμφιαλωμένων (φυσικών/μεταλικών κτλ.) νερών με τζίρο – στην Ελλάδα –  γύρω στα   1 δισ Ε το χρόνο. Αυτό μεταφράζεται σε 2 δισ μπουκάλια ετησίως του 1,5 λίτρου του οποίου λίτρου έτσι το μέσο κόστος είναι 1000 φορές μεγαλύτερο απ αυτό της ΕΥΔΑΠ ή της αφαλάτωσης. Όμως οι επιχειρήσεις του κλάδου δεν έχουν περιέργως αποκληθεί κερδοσκόποι, όπως συμβαίνει με αυτούς που φτιάχνουν αφαλατώσεις ή θέλουν να αγοράσουν την ΕΥΔΑΠ. Ας αφήσουμε το (οικονομικό και περιβαλλοντικό) κόστος για την απομάκρυνση/διαχείριση/ απόρριψη των πλαστικών. Περιέργως εδώ τα “κινήματα” σιωπούν ή ψελλίζουν ατελείς και κομψές υποδείξεις. Όπως το ίδιο κάνουν για τη μη εφαρμογή της Οδηγίας για τα νερά (Ν. 3199/2003), δηλαδή για τη ανυπαρξία δομών διαχείρισης, την μη προστασία των υπόγειων υδροφορέων, την εγκατάλειψη των επιφανειακών νερών στο έλεος της ρύπανσης και των δημόσιων έργων (φραγμάτων, διευθετήσεων, εκτροπών) και τη παρασιώπηση της επιταγής για ανάκτηση του κόστους μέσω της συνεκτικής (coherent) τιμολόγησης. Το μόνο που θυμίθηκαν να πουν στην κοινή τους ανακοίνωση οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι η παραίνεση προς την κυβέρνηση για ‘¨αμεση ολοκλήρωση των μελετών Λεκανών Απορροής Ποταμών και των μελετών πλημμυρικών φαινομένων, ώστε να έχουμε μια όσο το δυνατόν καλύτερη εικόνα των διαθέσιμων υδατικών πόρων”, δηλαδή κι άλλες μελέτες, κάτι που έχει γίνει τρεις φορές στο παρελθόν με τον πακτωλό των χρηματοδοτήσεων που διέθεσαν τα Κοινοτικά ταμεία, χωρίς όμως τα έργα μετά από είκοσι χρόνια να έχουν ολοκληρωθεί (!) και κυρίως χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα τα στοιχεία και τα συμπεράσματα – που αποκρύβονται σε ιδιωτικές ή απρόσιτες τράπεζες δεδομένων – για τον απλούστατο λόγο ότι έτσι τα εν λόγω δεδομένα είναι εμπορεύσιμα στη (μαύρη) αγορά των μελετών.

Για την ιστορία και τη θεωρία να πούμε ότι η έννοια του δημόσιου αγαθού σηκώνει πολλαπλές ερμηνείες όταν δεν ορίζεται ή όταν ξεχειλώνεται για να χωρέσει σε ιδεολογικά στερεότυπα. Έτσι και οι δρόμοι είναι δημόσια αγαθά (ασχέτως αν τους έχουν κατασκευάσει ιδιώτες) και άρα δεν πληρώνουμε διόδια. Πρόσφατα τα ίδια γνωστά επιχειρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν  και για τις τηλεοπτικές συχνότητες;

Με όρους στοιχειώδους πολιτικής οικονομίας, γίνεται φανερό ότι ο αρχικός  χαρακτήρας του πόσιμου επεξεργασμένου νερού «ως φυσικού πόρου σε ελεύθερη πρόσβαση» καταργείται στο βαθμό που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπεισέρχονται ρυθμιστικοί παράγοντες που διαφοροποιούν τόσο τη χρήση (δικαίωμα), όσο και την ελευθερία στην πρόσβαση (τιμολόγηση). Είναι όμως η ίδια η διαδικασία της μεταποίησης που το καθιστά αυτομάτως βιομηχανικό προϊόν. Πως να το κάνουμε, δεν είναι το νεράκι της πηγής. Βέβαια, πολλοί καταναλωτές που είτε δεν κατανοούν είτε δεν θέλουν να κατανοήσουν την παραπάνω πραγματικότητα, συνεχίζουν να θεωρούν ως αναφαίρετο το δικαίωμά τους στην ελέυθερη χρήση (αν είναι δυνατόν και δωρεάν) παραβλέποντας είτε από άγνοια είτε από εθελοτυφλία ότι το πραγματικό ή το αγοραίο κόστος δεν μπορούν να εξαφανιστούν. Έτσι, τα συνθήματα  «φτηνό δημόσιο νερό» και «όχι στο ξεπούλημα της…» που εκτοξεύει κάθε τόσο η συμμαχία λαϊκιστών και συνδικάτων γίνονται το όχημα που οδηγεί το εν γένει κράτος στη χρεωκοπία που για να τα καταφέρει, όταν δεν έχει πλεονάσματα, θα δανειστεί και αργότερα για να πληρώσει τα χρέη θα κόψει τους μισθούς και τις συντάξεις.

Τέλος και για να προλάβω την πιθανή αντεπίθεση, δεν ισχυρίζομαι ότι η πώληση/ιδιωτικοποίηση  των εταιρειών ύδρευσης είναι αναγκαστικά και εξ ορισμού  η προσφορότερη λύση. Η απάντηση είναι κατά περίπτωση και με βάση τις ψύχραιμες και αντικειμενικές εκτιμήσεις. Η εξέλιξη όμως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να καθοδηγηθεί από συνδικαλιστικές σκοπιμότητες ή από αντιπαλότητες κομματικού χαρακτήρα. Να πούμε και για την ιστορία ότι η ιδιωτικοποίηση των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ ξεκινάει από την εποχή του ΠΑΣΟΚ και τις νομοθετικές πράξεις 2744/1999 και 2651/1998 που εισάγουν το μοντέλο των κοινοπρακτικών σχημάτων (Joint Venture) με απορρόφηση των παγίων από τις νέες εταιρείες παγίων, ενώ το δημόσιο έχει ως βασικό ρόλο να προμηθεύει τις ιδιωτικού πλέον χαρακτήρα επιχειρήσεις με ακατέργαστο νερό έναντι ετησίου τιμήματος. Κάτι σαν ΣΔΙΤ δηλαδή που ως γενική σύλληψη είναι στη σωστή κατεύθυνση, άσχετα αν δεν προσφέρεται για ανώριμες και συμπλεγματικές  κοινωνίες. Έχει άλλωστε λεχθεί ανεκδοτολογικά ότι «ευτυχισμένος καταναλωτής είναι αυτός που δεν θέλει να ξέρει». Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για ένα ευτυχισμένο αριστερό, οικολόγο κτλ.