Η συστηματική παρατήρηση και ανάλυση της πραγματικότητας στην Ελλάδα οδηγεί σε πολύ κρίσιμα ερωτήματα σε σχέση με τον βαθμό συνειδητοποίησης, τόσο από τους πολίτες όσο και από την πολιτική τους έκφραση στο θεσμικό επίπεδο, των συνθηκών παρακμής και των επιπτώσεων τους ως προς την δυνατότητα της χώρας να ακολουθήσει μια δυναμική και ασφαλή πορεία προς το μέλλον, με μια ευημερούσα κοινωνία ταυτοχρόνως.
Τα ερωτήματα μάλιστα πολλαπλασιάζονται, αν ληφθεί υπόψη, ότι η δυναμική της εξέλιξης στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες έχει πολύ μεγάλη ταχύτητα, ενώ στην Ελλάδα δεν γίνονται ακόμη και οι πιο απαραίτητες για την βιωσιμότητα της κοινωνίας μεταρρυθμίσεις στο σωστό χρόνο.
Πολύ σημαντικό ρόλο για την ανάδειξη των ερωτημάτων, που δρομολογούνται από τις συνθήκες παρακμής, παίζουν η ψευδαίσθηση, ότι η σημερινή πολιτική λειτουργία αποτελεί βασική παράμετρο του σχεδιασμού της πορείας της χώρας και της έκφρασης της κοινωνικής πλειοψηφίας στο επίπεδο λήψης πολιτικών αποφάσεων, η μορφή και το περιεχόμενο της επικοινωνιακής διάστασης της πολιτικής και τέλος οι δυνατότητες των δομών της κοινωνίας πολιτών να εκφράσουν το κοινωνικό συμφέρον.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ποιότητα της πολιτικής λειτουργίας είναι οι σχολιασμοί της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με την ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 0,8% το Β/τρίμηνο του 2017 σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016.
Η κυβερνητική πλευρά ομιλεί για «επιβεβαίωση της αλλαγής σελίδας» και βλέπει την αρχή της εξόδου της χώρας από την κρίση. Σύμφωνα με την Νέα Δημοκρατία «η ελληνική οικονομία εμφανίζει αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης», ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών συρρικνώθηκε σημαντικά εξαιτίας της «φορολογικής καταιγίδας», που επέβαλε η πολιτική της κυβέρνησης.
Φαίνεται, ότι η πολιτική λειτουργία εξαντλείται σε αντιμαχόμενες κρίσεις χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο και αντικειμενικά επιχειρήματα σε σχέση με τον σχεδιασμό της πορείας της χώρας προς το μέλλον. Εκείνο, που ενδιαφέρει όλες τις πλευρές, είναι η καλλιέργεια στους πολίτες ερωτημάτων ως προς την ικανότητα των αντιπάλων να διαχειρισθούν κυβερνητική εξουσία. Γι’ αυτό και ο «διάλογος» έχει την λογική του «άσπρου-μαύρου».
Ουδείς βέβαια αναλαμβάνει ουσιαστικά τις ευθύνες του για την κακή πορεία της χώρας. Ειδάλλως θα έπρεπε να καταθέτουν διαρκώς στο δημόσιο διάλογο τον συνεχώς επικαιροποιούμενο, ανάλογα με την δυναμική της εξέλιξης, ολοκληρωμένο, μακροπρόθεσμο, τεκμηριωμένο και κοστολογημένο σχεδιασμό τους για το μέλλον του τόπου τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στην πολύπλοκη πλανητική πραγματικότητα. Αντ’ αυτού αρκούνται σε ιδεοληπτικά λογίδρια και εξιδανικεύσεις με στόχο την χειραγώγηση των πολιτών για την αποκόμιση εκλογικού οφέλους.
Παράλληλα είναι εμφανής η έλλειψη μεθοδολογικού εργαλείου για την ανάλυση της σύνθετης πραγματικότητας και τον σχεδιασμό της πορείας προς το μέλλον (τουλάχιστον 30ετία) με πρόβλεψη και κοινοποίηση των επιπτώσεων στη ζωή των πολιτών.
Για παράδειγμα το πολιτικό σύστημα και πολύ περισσότερο τα κόμματα, που διεκδικούν την ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας, πρέπει να είναι σε θέση να συνυπολογίσουν στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τους τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στον εργασιακό τομέα, ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές παρενέργειες στην απασχόληση των πολιτών από την αξιοποίηση της ρομποτικής.
Ήδη η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής, από την διαγνωστική λειτουργία μέχρι την χειρουργική. Στην Ιαπωνία χρησιμοποιούνται ρομπότ σε οίκους ευγηρίας. Ας μην παραβλέπουμε και την προοπτική των αυτόνομων οχημάτων.
Η δυναμική της εξέλιξης επιβάλλει ριζικές αλλαγές και επανεκκίνηση της πολιτικής λειτουργίας, ώστε η ψευδαίσθηση της πολιτικής, που κυριαρχεί με τους κενούς ουσιαστικού περιεχομένου «διαλόγους» των κομμάτων, να μετατραπεί σε πραγματική πολιτική, η οποία μπορεί να διαχειρισθεί σχεδιαστικά και πρακτικά το μέλλον των κοινωνιών.
Οι «λεκτικές τσαχπινιές» με στόχο τον εντυπωσιασμό των πολιτών-καταναλωτών και η πολιτικολογία, που βασίζεται στον γενικόλογο και εξιδανικευτικό λόγο, όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην οικοδόμηση ουσιαστικής και βιώσιμης πολιτικής λειτουργίας, αλλά υποσκάπτουν το μέλλον των πολιτών και της δημοκρατίας.
Αντί να ακούγονται ρήσεις με συναισθηματικό φορτίο και εθνικιστικές προεκτάσεις κάτω από προϋποθέσεις, όπως η φράση, ότι ο ελληνικός λαός θα αρχίσει να γράφει πάλι ιστορία (σύμφωνα με την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης), πολύ καλύτερο και ωφέλιμο για τους πολίτες θα ήταν να αρχίσουν τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό να κάνουν συστηματικό και δομημένο διάλογο πάνω σε θεματικές (π.χ. εργασία και τεχνητή νοημοσύνη), ο οποίος όμως θα βασίζεται στη γνώση της πολυδιάστατης πραγματικότητας και να καταθέτουν τεκμηριωμένες μακροπρόθεσμες προτάσεις και σχέδια.
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ασκούν κριτική, ενώ θα δίδεται η ευκαιρία στην κοινωνία και στις δομές, που διαθέτει, να κρίνουν και να διαμορφώνουν απόψεις και θέσεις.
Στην πραγμάτωση της πολιτικής λειτουργίας και του αναγκαίου πολιτικού διαλόγου, εκτός από τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό, σημαντικό ρόλο παίζει και το μιντιακό σύστημα, το οποίο θεωρητικά συμβάλλει στην ενημέρωση των πολιτών. Δυστυχώς όμως συμπορεύεται με το πολιτικό σύστημα στο πλαίσιο εξυπηρέτησης πολιτικών σκοπιμοτήτων και διαμόρφωσης των προϋποθέσεων για την αναπαραγωγή των αναγκαίων ισορροπιών στα διάφορα κοινωνικά συστήματα (πολιτικό, οικονομικό, εργασιακό, αξιακό κ.λ.π.).
Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνονται πολιτικές στάσεις στην κοινωνία, ενώ προωθείται η αναπαραγωγή του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, ανεξάρτητα από την λειτουργικότητα του σε σχέση με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες και την πιθανή απαραίτητη μετεξέλιξη του, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα.
Αυτό βέβαια συντελεί στην ευδοκίμηση της πολιτικής ψευδαίσθησης, διότι η επικοινωνιακή-ενημερωτική λειτουργία αντιμετωπίζει τον πολίτη ως καταναλωτή μυνημάτων, τα οποία είναι πιο αποτελεσματικά, όταν υπακούουν στην διαφημιστική λογική της κοινωνίας του θεάματος και κατασκευάζουν την επιθυμητή πολιτική πραγματικότητα ως προς τις επιλογές και τις στάσεις των πολιτών. Μόνο που έτσι δεν εκφράζεται το κοινωνικό συμφέρον, ενώ ο πολίτης μετατρέπεται σε εργαλείο.
Με αυτά τα δεδομένα είναι πολύ δύσκολο οι δομές της κοινωνίας πολιτών να λειτουργήσουν ως καταλύτες για την οριοθέτηση του κοινωνικού συμφέροντος και την έκφραση του στο πλαίσιο του δημόσιου διάλογου. Αναπαράγεται και σε αυτό το πεδίο η ψευδαίσθηση πολιτικής, ενώ η παρακμή συνεχίζει να διαπερνά την πραγματικότητα.
Η κοινωνία μετατρέπεται σε «βολικό» και πολιτικά αποστασιωποιημένο θεατή του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι και ελπίζει, ότι κάποια στιγμή θα «γράψει πάλι ιστορία» με την βοήθεια του «από μηχανής θεού», ο οποίος μπορεί να υποσχεθεί ένα καλύτερο αύριο, ακόμη και αν με τις ευλογίες της λέσχης Bilderberg εγγυάται, ότι θα ρέουν οι επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία, για να πραγματωθεί η «ιδεατή ευημερία».
Και αυτό ανεξάρτητα από τις ευθύνες μιας πολιτικής λειτουργίας, η οποία οδήγησε την κοινωνία στην παρακμή και ταυτοποίησε την πολιτική με την ψευδαίσθηση. Δυστυχώς αυτή η οπτική σε διάφορες παραλλαγές (από ιδεοληπτικές μέχρι εθνικιστικές) διαπερνά το σύνολο των κομμάτων.