Πρωτοχρονιά στην Αβάνα

Πέτρος Παπασαραντόπουλος 28 Νοε 2016

Μια προσωπική ματιά για το καθεστώς Φιντέλ Κάστρο, από παλαιότερη επίσκεψη.

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Ημέρα χωρίς ξεναγήσεις. Παίρνουμε ταξί για την παλιά πόλη. Πέντε πέσος χωρίς ταξίμετρο ή δέκα πέσος με ταξίμετρο. Ο μόνος οδηγός ταξί που μας ρώτησε. Όλοι οι άλλοι διαπραγματεύονταν τιμές αγνοώντας το ταξίμετρο. Κάποιοι μάλιστα το είχαν αφαιρέσει και τελείως από τα αυτοκίνητά τους. Ο σοσιαλισμός του πλιάτσικου σε όλο του το μεγαλείο.

Όλα τα μουσεία κλειστά, παρότι δεν ήταν αργία. Μόνο το Μουσείο της Επανάστασης ανοιχτό. Επίσκεψη στο κέντρο και στην παλιά πόλη. Η πραγματική ζωή πίσω από την πρόσοψη. Εικόνες φτώχειας και εξαθλίωσης. Απερίγραπτες συνθήκες ζωής. Δεκάδες οικογένειες στοιβαγμένες σε παλιά αρχοντικά που καταρρέουν. Ζητιάνοι παντού. Τα όρια ανάμεσα στα σπίτια και στους δρόμους δυσδιάκριτα. Μια ατέλειωτη ρούγα. Ρίχνουμε κλεφτές ματιές στα εσωτερικά των σπιτιών που έχουν τις πόρτες ανοιχτές. Η Δήμητρα αγριεύεται. Παντού αυτοσχέδια γκαράζ που επισκευάζουν με απίστευτες πατέντες και ευρεσιτεχνίες παλιά αμερικάνικα αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’30, του ’40 και του ’50 καθώς και ξεχαρβαλωμένα σοβιετικά Λάντα. Λίγα μέτρα δίπλα από αυτά τα σπίτια, ετοιμασίες στα τουριστικά ξενοδοχεία και εστιατόρια για το ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς. Φυσικά μόνο για τουρίστες και την τοπική νομενκλατούρα. Ακόμα και στα εστιατόρια για τουρίστες, η κρατική υπάλληλος με αρμοδιότητα τις τουαλέτες, δίνει χαρτί υγείας με το σταγονόμετρο, ζητώντας το σχετικό φιλοδώρημα.

Την προσοχή μου τραβάει μια επιγραφή, που θα την δω σε πολλά κτίρια. Επιτροπή για την Υπεράσπιση της Επανάστασης. Με άλλα λόγια ο χαφιές της γειτονιάς σας. Φωτογραφίζομαι μπροστά από μια τέτοια επιγραφή, ενώ οι ντόπιοι με κοιτάζουν απορημένοι.

***

Βγαίνοντας στην τουριστική οδό Obispo, βλέπει κανείς το υβρίδιο της οικονομίας της αγοράς. Μικροπωλητές και μικρομάγαζα, κάποια κρατικά, κάποια ιδιωτικά. Για τους τουρίστες, η εμπορευματοποίηση του Τσε παντού. Μπλουζάκια, ζωγραφιές, μικρογλυπτά. Συνεχώς μας πλησιάζουν για να μας πουλήσουν «απαλλοτριωμένα» πούρα. Παντού, στις προσόψεις των μαγαζιών, αφίσες με τη φωτογραφία του Φιντέλ και του Ραούλ και την επιγραφή για την 52η επέτειο του θριάμβου της Κουβανικής Επανάστασης. Σε μερικά μαγαζιά πανομοιότυπες αφίσες για την 51η και την 50η επέτειο. Στο ξενοδοχείο μας, πιο πρακτικοί, έχουν την επιγραφή με αυτοκόλλητα γράμματα και αντικαθιστούν μόνο τη χρονιά.

Η μελαγχολική μας διάθεση μετριάζεται με την ατέλειωτη μουσική που ξεχύνεται από παντού. Ξυλοπόδαροι κάνουν την εμφάνισή τους μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περισσότεροι Κουβανοί είναι εξωστρεφείς και καλοκάγαθοι.     

Φεύγουμε από το κέντρο και πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο Nacional, ιδιοκτησίας Αλ Καπόνε πριν από την Επανάσταση. Εκπληκτικό κτίριο, κτισμένο στη δεκαετία του ’30, από τα ωραιότερα που έχω δει στη ζωή μου. Εξαιρετική αρχιτεκτονική και τοποθεσία. Βλέπει πανοραμικά την Αβάνα. Εκπληκτικοί κήποι πάνω από την παραλιακή λεωφόρο Malecon. Προσπαθούμε με τη Δήμητρα να συνέλθουμε από τις εικόνες που έχουμε δει, που περνούν από τα μάτια μας σαν κινηματογραφική ταινία. Φεύγοντας, γινόμαστε μάρτυρες μιας σκηνής που η αστυνομία συλλαμβάνει μια πόρνη που ουρλιάζει.

***

Επιστροφή στο ξενοδοχείο μας με τα πόδια διασχίζοντας τη συνοικία Βεδάδο, με τα εκπληκτικά σπίτια. Στο ξενοδοχείο ζητάω να αγοράσω κάρτα για σύνδεση στο Internet. Ολόκληρη τελετουργία. Συρτάρια ξεκλειδώνουν, ανασύρονται καλά φυλαγμένοι και σφραγισμένοι φάκελοι που περιέχουν τους πολύτιμους και πανάκριβους (για δύο ώρες, 12 Ευρώ) κωδικούς πρόσβασης. Ασύρματη σύνδεση μόνο στο loby του ξενοδοχείου. Πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με τους Κουβανούς που δεν έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο Internet. Φυσικά στη μαύρη αγορά και σε sites στο Internet μπορείς να βρεις ακόμα και δορυφορική σύνδεση, αρκεί να έχεις να πληρώσεις 3000 δολάρια. Νεαρή με ρωτάει εάν θέλω compania. Η άρνησή μου δεν την ενοχλεί, αφού πολύ σύντομα βρίσκει ενδιαφερόμενους.

***

Στις 8 το βράδυ αναχώρηση για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν σε υπαίθριο χώρο. Έχουμε κλείσει στην Plaza de Cathedral, μπροστά στον καταπληκτικό καθεδρικό ναό του Αγίου Χριστοφόρου, πληρώνοντας το εξωφρενικό ποσό των 120 πέσος το άτομο. Ο οδηγός του ταξί μας ζητάει 35 πέσος για τη διαδρομή. Του προσφέρω 15, απειλώ να βγω από το ταξί και δέχεται. Όλα τα κτίρια της πλατείας αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Αυστηρός έλεγχος και ουρά πριν μας επιτρέψουν να μπούμε. Βλέπω το θλιμμένο βλέμμα των περιοίκων, που μας κοιτάζουν από τα μπαλκόνια τους έξω από την πλατεία και με πιάνει κατάθλιψη. Μας δίνουν μια σακούλα με σερπαντίνες, σφυρίχτρες, μάσκες και καπέλα. Όπου να ’ναι, θα ξεκινήσει η επανάσταση και εμείς θα είμαστε οι παράπλευρες απώλειες, παρατηρεί πικρά η Δήμητρα. Το φαγητό καλό, τα μουσικά συγκροτήματα αξιοπρεπή, η διάθεσή μας μελαγχολική.

Αλλάζει ο καινούριος χρόνος και ύστερα από λίγο αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο. Στην έξοδο από την πλατεία, το μεγαλύτερο σοκ του ταξιδιού στην Κούβα. Δεκάδες απελπισμένα και εξαγριωμένα παιδάκια, μπροστά σε λίγους ανήμπορους στρατιώτες να μας παρακαλάνε και να μας επιτίθενται ζητώντας τις σερπαντίνες, τις σφυρίχτρες, τις μάσκες και τα καπέλα. Πετάω τη σακούλα στον αέρα, πίσω μου, και όσο ασχολούνται μαζί της προσπαθώ να βρω τη Δήμητρα που έχει μείνει πίσω. Την βλέπω περικυκλωμένη, προσπαθώντας να κάνει δίκαια διανομή. Ένας 15χρονος προσπαθεί να της αρπάζει τη σακούλα και τη τσάντα, που πέφτει κάτω. Αποσπώ τη Δήμητρα με δυσκολία και μπαίνουμε στο πρώτο ταξί που βρίσκουμε μπροστά μας. Μέχρι το ξενοδοχείο κοιταζόμαστε με νόημα και ανταλλάσσουμε ελάχιστες λέξεις.

***

Κοιτάζω από το παράθυρο του 14ου ορόφου του ξενοδοχείου και αναρωτιέμαι μήπως εν τέλει ήταν καλύτερα για τους Κουβανούς πριν από την επανάσταση του 1959, ακόμα και με το δικτατορικό καθεστώς Μπατίστα, απ’ ότι σήμερα. Θυμάμαι τα λόγια του Ramirez: Την εποχή εκείνη, παρότι υποφέραμε από μια τρομερή καταπίεση, είχαμε τη δυνατότητα όχι μόνο να επιζήσουμε αλλά και να σκεφτούμε και το μέλλον μας. Από το θρίαμβο της Επανάστασής μας και μετά, το μέλλον αυτό είναι ανύπαρκτο και το μόνο για το οποίο πασχίζουμε είναι το πώς θα επιβιώσουμε με ισχνά μέσα.