Η δυναμική της νέας ιστορικής φάσης θα κριθεί από την ικανότητα τής κυβέρνησης Μητσοτάκη να επιβάλει τη «νέα ατζέντα» της εθνικής ανασύνταξης, και από την τροπή που θα πάρει ο λεγόμενος «μετασχηματισμός» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων βρίσκεται προφανώς στα χέρια της κυβέρνησης και ειδικά του Πρωθυπουργού. Όχι μόνο γιατί κέρδισε μια ευρεία εκλογική νίκη, αλλά γιατί πίσω από το αριθμητικό αποτέλεσμα υπήρξε μια ορισμένη κοινωνική διαθεσιμότητα, μια ψυχολογική προδιάθεση. Έχει καθιερωθεί πλέον να την ονοματίζουμε επιθυμία νέας κανονικότητας. Και η διάγνωση περιέχει αλήθεια. Ευρέα τμήματα της κοινωνίας αισθάνονταν ότι τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε ένα χάσμα. Από τη μια οι εφαρμοζόμενες πολιτικές συνέκλιναν λόγω μνημονίων, ενώ από την άλλη διατηρείτο μια πλεονάζουσα οξύτητα στην πολιτική ζωή. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγε πολύ διχασμό και εμφυλιοπολεμικό κλίμα, το οποίο στην αρχή της αντιμνημονιακής (αυτ)απάτης, είχε πείσει ότι εξέφραζε εναλλακτικές επιλογές – βασιζόταν δηλαδή σε διαφορετικές πολιτικές. Μετά όμως την «κωλοτούμπα», η διαρκής πολιτική ένταση, η εχθροπάθεια, ο πολιτικός τραμπουκισμός των κομματικών εκπροσώπων, και η κατάχρηση της προπαγάνδας, άρχισαν να προκαλούν υπερβολικό «θόρυβο» χωρίς να πείθουν για την ουσία τους. Μια δεύτερη ψυχολογική στάση, ήταν η διάχυτη αίσθηση πως σε πολλά πεδία της δημόσιας πολιτικής είχε χαθεί η κοινή λογική. Ό,τι για την προηγούμενη κυβέρνηση ονομάζεται «πανεπιστημιακό άσυλο» για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία είναι απλώς εγκληματικότητα και βίαιη καταστολή των ακαδημαϊκών ελευθεριών που όμοιο δεν υπάρχει σε καμμία άλλη χώρα και όχι μόνο της Ευρώπης. Η νέα κυβέρνηση έχει λοιπόν το πλεονέκτημα με μικρές κινήσεις και προφανή μέτρα, να ανταποκρίνεται στην επιθυμία της «νέας κανονικότητας» και στο κριτήριο της «κοινής λογικής».
Βεβαίως, η κριτική στις αστοχίες, στις αδυναμίες ή στις λαθεμένες επιλογές της νέας κυβέρνησης είναι αναγκαίες, αλλά η βασική διάγνωση δεν αλλάζει. Υπάρχει μια διάχυτη αισιοδοξία, η κοινωνία διαμορφώνει την ψυχολογία της υπέρβασης, της εξόδου από το τέλμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίστηκε σαν ο επίλογος της χρεοκοπίας, η νέα κυβέρνηση γίνεται αντιληπτή σαν ο πρόλογος της ανασυγκρότησης.
Και είναι αλήθεια ότι οι πρώτες κινήσεις του Κ. Μητσοτάκη ενίσχυσαν την αίσθηση της αλλαγής εποχής υποδεικνύοντας τα βασικά κεφάλαια της «νέας ατζέντας». Θα πρέπει να είναι ατζέντα ανασυγκρότησης και όχι απλού «νοικοκυρέματος», η υλοποίησή της θα απαιτήσει πολιτικές ικανότητες και αυστηρές ιεραρχήσεις, όχι διάσπαρτες «παιδαγωγικές» μπαταριές. Επενδύσεις, ανάπτυξη, απασχόληση. Και μόνο αυτό να προχωρούσε η κοινωνία θα ανάσαινε ύστερα από χρόνια. Ασφάλεια στην καθημερινότητά μας, αντιμετώπιση της διάχυτης ανομίας και παρανομίας με σεβασμό των δικαιωμάτων – η παρουσία του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη δίνει αξιοπιστία στην προσπάθεια. Αλλαγή του πολιτικού ύφους και της αισθητικής του δημόσιου βίου. Αποκατάσταση του κύρους των κρατικών θεσμών με επίκεντρο τη Δικαιοσύνη, ενεργοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης. Είναι εξάλλου φανερό ότι ο Μητσοτάκης επιδιώκει να κάνει το κυβερνητικό σχήμα μοχλό της μεταρρύθμισης της ίδιας της παράταξής του μετατοπίζοντάς την προς το κέντρο. Το επιχειρεί όμως επαναφέροντας δύο βασικά μοτίβα της παλαιάς καραμανλικής παράδοσης – Ευρώπη, αποτελεσματικότητα – γεγονός που κάνει ίσως τη στροφή πιο αποδεκτή από τους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους.
Υπάρχει ωστόσο μια αντίφαση που χαρακτηρίζει την όλη προσπάθεια και την τωρινή πολιτική φάση. Σε πιο βαθμό η ευφορία της αλλαγής συσκοτίζει τις δυσκολίες της νέας φάσης; Πώς η αισιοδοξία της «νέας κανονικότητας» δεν θα γίνει εφησυχασμός έναντι των δυσκολιών της ανασυγκρότησης; Η κυβέρνηση χρειάζεται την αλλαγή του ψυχολογικού κλίματος για να την εξαργυρώσει μεταξύ άλλων στη διεθνή σκηνή. Ταυτόχρονα όμως η κοινωνία χρειάζεται να θυμάται ότι ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Οι τράπεζες εξακολουθούν να φυτοζωούν, το νέο ασφαλιστικό σύστημα είναι ακόμα στα χαρτιά, η γεωπολιτική κατάσταση έχει αλλάξει και δεν υφίσταται πλέον εθνική στρατηγική ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο όπου ενισχύονται οι ιδέες της διχοτόμησης. Συνοπτικά, η ισορροπία είναι δύσκολη αν όχι ασταθής.
Οι εκλογές όμως ανέδειξαν και τον ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο καθοριστικό παίκτη. Πράγματι, ο κυρίαρχος λαός προτίμησε το τανγκό για δύο, υπό τη διακριτική παρακολούθηση ενός τρίτου (ΚΙΝΑΛ). Τα υπόλοιπα κόμματα μόνο περιθωριακή λειτουργία θα έχουν, καθώς το ΚΚΕ είναι δεδομένο και τα άλλα δύο μικρά θα είναι πρόσκαιρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε μεν ηττημένος, αλλά η εξέλιξή του θα έχει ουσιαστική επίδραση στη δυναμική της νέας πολιτικής φάσης. Προς το παρόν στέκεται ζαλισμένος επαναλαμβάνοντας τα κλισέ της προεκλογικής περιόδου εναντίον της ΝΔ. Καταγγέλλει τα «ακροδεξιά σημάδια» την ώρα που η ΝΔ επεκτείνεται συστηματικά στο κέντρο, καταγγέλλει τον «νεοφιλελευθερισμό» την ώρα που η ΝΔ προσπαθεί να σπιρουνίσει το Κράτος για να επιταχύνει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Η μετεκλογική αμηχανία είναι απολύτως δικαιολογημένη και θα χρειαστεί χρόνο για να βρει ο ΣΥΡΙΖΑ τις νέες ισορροπίες του. Ο λεγόμενος «μετασχηματισμός» συζητείται ως τώρα με διάφορες ψευδώνυμες ταμπέλες (σοσιαλδημοκρατικοποίηση, νέο ΠΑΣΟΚ) που σημαίνουν όλα αλλά πρωτίστως τίποτα. Το βέβαιο είναι ότι ο Τσίπρας θα αποφασίσει τι θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και η απόφαση θα έχει σαν πυξίδα την επάνοδο στην εξουσία. Που μάλλον σημαίνει ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα με κοινό στοιχείο τον «αντιδεξισμό» και μια ευκαιριακή αντιπολιτευτική γραμμή που θα εναλλάσσονται η διαμαρτυρία, ο λαϊκισμός με την «υπεύθυνη στάση». Υπό αυτή την έννοια, ο μετασχηματισμένος ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθεί και θα μορφοποιηθεί αναλόγως με τον χώρο που θα του αφήνουν οι επιδόσεις της νέας κυβέρνησης. Σημαίνει αυτό ότι ο μετασχηματισμένος ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα θα είναι μόνο ένας ετεροκαθοριζόμενος παίκτης που ως εκ τούτου απαλλάσσεται από την εθνική ευθύνη για την τροπή της νέας πολιτικής εποχής; Κάθε άλλο. Το εκλογικό σώμα τού έδωσε αρκετή δύναμη ώστε να ζητά ευθύνες και από αυτόν για την πορεία της εθνικής ανασυγκρότησης. Ασφαλώς κάποιες δυνάμεις στο εσωτερικό του θα τον σπρώχνουν στην επιλογή ενός καταστροφικού παιχνιδιού στην παράδοση του «μπαχαλισμού». Ας ελπίσουμε ότι θα βρεθούν ισχυρότερες δυνάμεις στο εσωτερικό του που θα θελήσουν να συνδυάσουν την αντιπολίτευση με την έγνοια για την ανασυγκρότηση της χώρας. Στο κάτω-κάτω κανένας δεν ζητά από τον ΣΥΡΙΖΑ να «επανεπινοήσει» την Αριστερά ή την Πρόοδο. Τού ζητά αν και όποτε επανέλθει στην κυβέρνηση, να έχει διαμορφώσει ένα καταλληλότερο κυβερνητικό προσωπικό και ένα πιο σύγχρονο πρόγραμμα από εκείνα που μας έδειξε.
Αμήχανο στέκεται και το ΚΙΝΑΛ αλλά η αμηχανία του είναι υπαρξιακού χαρακτήρα. Κάθεται καβάλα στον φράχτη που χωρίζει τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ αναζητώντας μια δίκαιη μοιρασιά της κριτικής και προς τους δύο. Της μοιρασιάς όμως θα έπρεπε να προηγείται μια άλλη απόφαση. Σε ποια εποχή θέλει να θεμελιώσει την αυτονομία του, σε εκείνη που τελειώνει ή σε αυτή που αρχίζει; Δεν θα έπρεπε να διστάζει ούτε να οπισθοχωρεί. Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ανέλαβε όσο κανείς άλλος το κόστος της χρεοκοπίας, θα έπρεπε λοιπόν τώρα να αισθάνεται ότι δικαιωματικά ανήκει στη νέα εποχή της εθνικής ανασυγκρότησης.