Βδομάδες τώρα η συζήτηση για την ελληνική οικονομία επικεντρώνεται – κακώς – στο «δημοσιονομικό κενό» και επίσης στο «χρηματοδοτικό κενό» που θα ανακύψουν το 2014 και τα αμέσως επόμενα χρόνια. Επικεντρώνεται δηλαδή στο ερώτημα πώς θα καλύπτονται από το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και μετά οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους: για να πληρώνονται οι τρέχοντες τόκοι του στον βαθμό που θα υπερβαίνουν το πρωτογενές πλεόνασμα (δημοσιονομικό κενό) και για να εξοφλούνται όσα κρατικά ομόλογα λήγουν μέσω ισόποσου νέου δανεισμού (χρηματοδοτικό κενό). Το ερώτημα τίθεται καθώς το πρώτο εξάμηνο του 2014 ολοκληρώνεται η καταβολή του δεύτερου μεγάλου δανείου της ευρωζώνης, ενώ οι δόσεις που απομένουν από το δάνειο του ΔΝΤ είναι πολύ μικρές. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα, θετική διαφορά ανάμεσα στα κρατικά έσοδα και στις δαπάνες εκτός τόκων, 340 εκατ. ευρώ για φέτος και 2,84 δισ. το 2014, αλλά από την τρόικα αμφισβητείται ότι επαρκεί ώστε να πληρωθούν όλοι οι οφειλόμενοι τρέχοντες τόκοι. Η εκτίμηση που κυκλοφορεί είναι ότι θα λείψουν περί τα 2 δισ. Επιπλέον, σε 10,4 έως 10,8 δισ. ευρώ φέρεται να εκτίμησε για τη διετία 2014-2015 ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας το χρηματοδοτικό κενό, το ποσό που θα απαιτηθεί για να αναχρηματοδοτηθούν ομόλογα που λήγουν.
Αναμφίβολα πρόκειται για ερώτημα ζωτικής σημασίας. Δεν υπομείναμε τόσες τρομακτικές απώλειες σε εισόδημα και απασχόληση επί τέσσερα χρόνια, ώσπου να μηδενίσουμε εντέλει τα ελλείμματα, μόνο για να αναδύεται πάλι στον ορίζοντα το φάσμα μιας αδυναμίας πληρωμών. Ομως είναι άγονο να το συζητάμε αποκομμένα, παίρνοντας όλα τα άλλα ως δεδομένα. Διότι, προφανώς, διαφορετικά θα ετίθετο αν κατορθώναμε να περιορίσουμε την ύφεση στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή, την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων. Είναι λάθος πρώτιστα δικό μας, στον βαθμό που πολωνόμαστε γύρω από το χρέος, πώς θα το διαγράψουμε, και σε διάφορα άλλα ζητήματα, αντί να σκεφτούμε την παραγωγή, να της δώσουμε την απόλυτη προτεραιότητα που επιτάσσει το εθνικό συμφέρον. Παράλληλα μείζονα ευθύνη φέρουν οι δανειστές μας, κατά πρώτο λόγο το ΔΝΤ που από το 2011 αδιάκοπα εγείρει θέμα βιωσιμότητας του χρέους εμμένοντας σε σενάρια μηδαμινής οικονομικής μεγέθυνσης, η ευρωζώνη καθώς συνέπραξε στην επιβολή Μνημονίων που αμέλησαν την ανάγκη να ενισχυθεί η παραγωγή.
Υστερα άλλωστε από τη δέσμευση που ανέλαβε πέρυσι τον Νοέμβριο το Eurogroup και έκτοτε επιβεβαιώνεται από τον Σόιμπλε μεταξύ άλλων, η ευρωζώνη να στηρίξει την αναχρηματοδότηση του χρέους της Ελλάδας εφόσον εξασφαλίζεται πρωτογενές πλεόνασμα, βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ζήτημα θα διευθετηθεί. Οπωσδήποτε μας ενδιαφέρει σε τι θα συνίσταται η νέα στήριξη (περαιτέρω μείωση επιτοκίων, επιμήκυνση, δάνειο «γέφυρα»; – Το 2014 λήγει χρέος 25 δισ. ευρώ προς τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης και προς το ΔΝΤ) καθώς και με ποιους όρους θα παρασχεθεί. Μακάρι αυτά να διευκρινίζονταν τώρα αντί να παραπέμπονται στον Απρίλιο, όπως διαφαίνεται. Θα συνέβαλλαν στην άρση επιζήμιων αβεβαιοτήτων. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο θα ήταν ανόητο να περάσουμε άλλους έξι μήνες συζητώντας τις περίπλοκες τεχνικές μιας τέτοιας διευθέτησης. Εχουμε άλλα, πραγματικά κρίσιμα να ασχοληθούμε.
Γενικευμένη είναι η εκτίμηση ότι μέσα στο 2014 η συνεχής επί έξι χρόνια συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας θα αντιστραφεί, ότι το ΑΕΠ θα παρουσιάσει πάλι κάποια αύξηση. Στην τελευταία του έκθεση όμως το ΙΟΒΕ πρόβαλε έναν σοβαρό κίνδυνο: η οικονομία, χωρίς ελλείμματα πλέον, να ισορροπήσει σε ένα επίπεδο 25% χαμηλότερο, όπου εφεξής θα κινείται «οριζόντια», με ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθηλωμένα εισοδήματα, καθηλωμένη παραγωγικότητα. Και δεν είναι το μόνο που τον επισημαίνει. Ετσι δείχνουν τα σενάρια του ΔΝΤ μέχρι το 2022. Μια τέτοια προοπτική διαγράφει ο Τάσος Γιαννίτσης, όσο η παραγωγή δεν μετασχηματίζεται προς νέα προϊόντα και υπηρεσίες («Η Ελλάδα στην κρίση», εκδόσεις Πόλις). Για να γίνει όμως ο μετασχηματισμός χρειάζεται όλες οι πολιτικές, από τη διοίκηση, τη φορολογία, την εκπαίδευση, μέχρι την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, να σχεδιαστούν με αυτόν τον στόχο. Η σχηματική ιδέα ότι τη συμπίεση της παραφουσκωμένης με δανεικά κατανάλωσης θα αντιστάθμιζαν αυξημένες εξαγωγές και επενδύσεις διαψεύσθηκε. Η παραγωγική βάση αποδείχθηκε πολύ ισχνή, οι συνθήκες απρόσφορες. Γύρω από την οργάνωση των αναγκαίων αλλαγών θα έπρεπε πια να διεξαχθεί η πολιτική αντιπαράθεση.