Προστατέψτε τους ήρωες

Νίκος Μπίστης 19 Ιαν 2013

Προστατέψτε ήρωες και σύμβολα, πρώτα απ’ όλα από τους εαυτούς τους. Μια αποστροφή μου στην ΝΕΤ για τον Μανώλη Γλέζο («Ο σεβαστός σε όλους μας Μανώλης Γλέζος με την ομιλία του στη Βουλή, μας υπενθύμισε ότι είναι καλό να αποσυρόμαστε έγκαιρα…») έδωσε την ευκαιρία στους έτοιμους από καιρό -που βέβαια δεν άκουσαν ούτε κατάλαβαν τι είπα- να μου επιτεθούν, γιατί δεν σεβάστηκα τον ήρωα και την Ιστορία της Αριστεράς.

Φοβάμαι ότι ακριβώς το αντίστροφο συμβαίνει και πρέπει κάποιοι επιτέλους να προστατεύσουν τον Μανώλη Γλέζο και τον Μίκη Θεοδωράκη από μια στάση που τους εκθέτει, βλάπτει την εικόνα τους και δεν προσθέτει στην Ιστορία τους. Που διαμορφώθηκαν σε άλλες συνθήκες, όταν η καθημαγμένη Αριστερά της μετεμφυλιακής περιόδου είχε απόλυτη ανάγκη όχι μόνο από ήρωες και σύμβολα, αλλά ακόμα και από Τσουκαλάδες και Κατσώτες για να βγει από το περιθώριο στο οποίο την ήθελε καθηλωμένη η νικήτρια παράταξη του εμφυλίου. Όταν, δηλαδή, η κριτική στάση αποτελούσε πολυτέλεια, άλλο ότι την έλλειψη αυτής της «πολυτέλειας» την πλήρωσε πανάκριβα το αριστερό κίνημα τα επόμενα χρόνια – και όπως φαίνεται, ακόμα καταβάλλει τίμημα. Την κατάσταση ανάγκης την αποτύπωσε με τον καλύτερο τρόπο και με το χαρακτηριστικό χιούμορ του ο Ηλίας Ηλιού, όταν είπε για ένα από αυτά τα στελέχη: «Τον τάδε τον έχουμε στην ΕΔΑ σαν το τίμιο ξύλο».

Οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι εξόριστοι, οι φυλακισμένοι, ήσαν εξ ορισμού σωστοί και υπεράνω κριτικής. Ήσαν οι «δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι» όπως έλεγε ο Ρίτσος. Ακόμα και αν ήσαν ξύλα απελέκητα, όπως υπονόησε ο Ηλιού. Χωρίς την κομψότητα του Ηλιού, ο Χόρχε Σεμπρούν, στην Αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ ( το επαναστατικό ψευδώνυμο του ίδιου όταν καθοδηγούσε την παράνομη δουλειά του Ισπανικού ΚΚ), το αποτυπώνει σκληρά αλλά δίκαια: « Γνωρίζω περισσότερους από έναν συντρόφους, οι οποίοι μπήκαν ανόητοι στην φυλακή και βγήκαν ηλίθιοι. Από μια άποψη αντικειμενικά επαναστατική, η μυθοποίηση της φυλακής είναι κάτι παράλογο.»

Αν την δεκαετία του ’50 και του ’60, το παράλογο ήταν «λογικό», εν έτει 2013 είναι αδικαιολόγητο να μην τολμάμε να ασκήσουμε κριτική σε εξόφθαλμα σφαλερές και επικίνδυνες απόψεις. Και είναι αποκρουστικό, πολιτικές ηγεσίες να επενδύουν στο κτηθέν την προηγούμενη περίοδο κύρος αγωνιστών και συμβόλων, για να αντιπαρατεθούν σε μια πολιτική που μόνο εξωτερικές ομοιότητες έχει με την περίοδο στην οποία έδρασαν οι τελευταίοι. Γιατί, Γερμανοί ήσαν αυτοί που περιφρουρούσαν τη σβάστικα στην Ακρόπολη το ’41, όταν ο Γλέζος με τον Σάντα την κατέβασαν. Γερμανοί είναι και αυτοί που μας δανείζουν σήμερα και αυτό δεν αρέσει στον Τσίπρα και τον Γλέζο. Μόνο που οι πρώτοι ήσαν ναζί, ενώ οι δεύτεροι πολίτες και πολιτικοί μιας ισχυρής δημοκρατίας. Είναι κάτι περισσότερο από ανοησία, είναι λάθος να μπερδεύεις σκόπιμα περιόδους και πρωταγωνιστές.

Αυτά που είπε ο Μανώλης Γλέζος για το cui bono (ποιος ωφελείται) από την τρομοκρατία και τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μπορεί να είναι και φίλιες προς την ΝΔ δυνάμεις, είναι μεγάλο λάθος. Αν ισχύει στην πολιτική ό,τι και στο ποινικό δίκαιο, τότε ο Μητσοτάκης, επειδή είχε πολιτικό όφελος από τη δολοφονία του Μπακογιάννη, θα οργάνωσε την εκτέλεση του γαμπρού του. Στον ΣΥΡΙΖΑ ξέρουν ότι αυτά που είπε ο Γλέζος είναι λάθος. Αλλά δεν τολμάνε να του το πουν, γιατί -για τους λόγους που προανέφερα- έβαλαν τον Μανώλη Γλέζο στην πρώτη γραμμή του αντιμνημονιακού – αντιγερμανικού αγώνα (που έληξε άδοξα με τη συνάντηση Τσίπρα – Σόιμπλε). Και το πρόβλημα, όπως φάνηκε από την τοποθέτηση του Γλέζου στη Βουλή, είναι ότι οι παραστάσεις του τον οδηγούν σε άλλες εποχές. Η ΝΔ και να ήθελε, δεν είναι ΕΡΕ, η δημοκρατία που οικοδομήσαμε όλοι μετά το 1974 δεν επιτρέπει την ύπαρξη παρακράτους τύπου «καρφίτσα» που υπονοεί ο Γλέζος. Και με αυτή τη λογική, αντί να βοηθάει στην ομόθυμη καταδίκη της τρομοκρατίας, συσκοτίζει τα πράγματα. Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί την πρεμούρα με την οποία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαντάει με λάθος στο λάθος, σπεύδοντας να χρεώσει στον ΣΥΡΙΖΑ περίπου κάθε έκνομη πράξη. Και ψάχνοντας ποιος άρχισε πρώτος την ενοχοποίηση, θα διασπάσουμε το μέτωπο των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου κατά της βίας.

Αλλά για να γυρίσουμε στο θέμα μας, προσθέτει ή αφαιρεί στο μύθο του Μίκη, η εικόνα με τον Καμμένο να τον παίρνει από το χέρι και να ενώνουν τις αντιμνημονιακές κορώνες τους στην πάνω πλατεία Συντάγματος; Υπάρχει κανείς που θα διαγράψει τον Μίκη, που τον τραγούδησε η Αριστερά χτες και μετά όλη η Ελλάδα, τον Μίκη, Πρόεδρο των Λαμπράκηδων και του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου; Και δεν είναι καλύτερα για όλους να ξεχάσουμε όσα έχει πει τα τελευταία χρόνια για τους Εβραίους, τους Γερμανούς, τους πολιτικούς του αντιπάλους και άλλα πολλά; Σχεδόν όλα; Και τον βοηθάμε όταν πολύ βολικά ξεχνάμε (με πρώτο τον ίδιο) ότι μετά το δύσκολο ’89, ήταν Υπουργός στην κυβέρνηση της ΝΔ, με την ίδια ευκολία με την οποία θέλουν να ξεχνούν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Μανώλης Γλέζος ήταν βουλευτής στο ΠΑΣΟΚ κατά την πιο αυριανική περίοδο;

Κάθε άνθρωπος, βέβαια, είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, όμως η μοίρα είναι κοινή. Και όσο ο χρόνος αδυσώπητα περνάει και η «μηχανή» αναπόφευκτα παρουσιάζει προβλήματα, προβάλλουν οι αδυναμίες του. Γαντζώνεται στο χτες, βλέπει το παρόν μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς του παρελθόντος, δεν συμφιλιώνεται εύκολα με την ιδέα ότι ο κόσμος θα προχωρήσει και χωρίς αυτόν. Θέλει με κάθε τρόπο, όχι μόνο να συμμετέχει στο ταξίδι, αλλά να καθορίζει και την πορεία του μέχρι τέλους… Και τότε εύκολα πέφτει θύμα κολακείας και επιτηδείων που εργάζονται δι’ ίδιον όφελος. Και εκεί χρειάζονται οι πραγματικοί φίλοι. Αυτοί που θα του πουν «Φτάνει, μέχρι εδώ…» και δεν θα επιτρέψουν στο μύθο να ανακατευτεί με τα βαλτόνερα μιας καθημερινότητας που πλέον τον υπερβαίνει.

.

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 17/1/2013