Η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη μπορεί να ήταν νόμιμη, πλην όμως δεν επιβεβαίωσε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε.
Διότι, το παραμικρό επιλήψιμο αν είχε αναδειχθεί, ο κ. Ανδρουλάκης θα ήταν στον εισαγγελέα. Όπως είναι και η Κα Καϊλή.
Άλλωστε, ακόμη και ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε πολιτικά απαράδεκτη, παρ' ότι νόμιμη, την παρακολούθηση. Κάτι που δεν θα είχε δηλωθεί, αν είχε προκύψει ακόμη και ένδειξη παραβατικότητας.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ΟΥΔΕΙΣ μπορεί να επικαλείται ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ του Νίκου Ανδρουλάκη την πράξη της επισύνδεσης και τα προϊόντα της. Αντίθετα, μόνον ως επιχείρημα υπέρ του μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Άρα μόνον να εκβιαστεί δεν είναι δυνατόν ο κ. Ανδουλάκης από μία τέτοια επισύνδεση.
Γι' αυτό, οποιοσδήποτε αντίθετος υπαινιγμός δεν μπορεί παρά είναι πράξη συνειδητής πολιτικής ατιμίας.
Ο κ. Τσίπρας λοιπόν, αφού για μήνες ξεσήκωσε τη χώρα ως "προστάτης" του κ. Ανδρουλάκη, μόλις έγινε απολύτως βέβαιο ότι δεν προέκυψε τίποτε για τον τελευταίο, έκανε το θαύμα του, που είναι ο ορισμός της υποκρισίας:
Γνωρίζοντας ότι η συκοφαντία με υπαινιγμούς είναι ανίκητη, δια της εκπροσώπου του Κας Τσαπανίδου, τον συκοφαντησε με τον πιο χυδαίο υπαινιγμό. Ότι εκβιάζεται με βάση τα ευρήματα των επισυνδέσεων!
Και αμέσως μετά, για να "υπερασπιστεί" δήθεν την δημοκρατία, από το Ζάπειο διακήρυξε την αμφισβήτηση της "Αρχής της Δεδηλωμένης".
Για να επιβεβαιώσει το ρηθέν: Ότι μπορεί το έγκλημα να μας φέρνει αντιμέτωπους με το απόλυτο κακό, όμως "μόνον ο υποκριτής είναι σάπιος ως το κόκκαλο".
Από ανάρτηση στο Facebook