Στις 30.9.2016 από το «Γραφείο του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας» εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση: «Εν όψει του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες, ιδίως, ημέρες από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι πρέπει να ματαιωθεί η προγραμματισθείσα (από 13/9/2016) για σήμερα διάσκεψη επί των υποθέσεων αυτών».
Καταρχάς το «Γραφείο του Προέδρου του ΣτΕ» δεν είναι όργανο του Δικαστηρίου ούτε μονάδα της γραμματείας του Δικαστηρίου αρμόδια να εκδίδει ανακοινώσεις και μάλιστα για τόσο σοβαρά θέματα σχετιζόμενα με το δικαιοδοτική λειτουργία. Ας θεωρήσουμε όμως ότι πρόκειται για ανακοίνωση του ίδιου του κ. Προέδρου του ΣτΕ που έχει την αρμοδιότητα να συγκαλεί τον δικαστικό σχηματισμό, του οποίου προήδρευσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, σε διάσκεψη.
Η διάσκεψη είναι μυστική ως προς το περιεχόμενό της και ο χρόνος διεξαγωγής της δεν ανακοινώνεται δημοσίως, αλλά αφορά την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του Δικαστηρίου. Άλλωστε συχνά απαιτείται η διάσκεψη να διακοπεί και να συνεχιστεί αρκετές φορές έως ότου καταλήξει ο δικαστικός σχηματισμός στην απόφασή του.
Η ίδια όμως η αρχή της δημοσιότητας των δικών που είναι θεμελιώδες στοιχείο της δίκαιης δίκης και άρα του κράτους δικαίου, επιβάλλει να είναι εύλογο και πάντως όχι μεγάλο το χρονικό διάστημα από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο μέχρι τη διάσκεψη προκειμένου να είναι νωπές οι εντυπώσεις που σχημάτισε το δικαστήριο στη δικανική του συνείδηση από τη συζήτηση στο ακροατήριο, λόγω και της αρχής της προφορικότητας που ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.
Ήδη έχουν περάσει τρεις μήνες από τη συζήτηση των σχετικών υποθέσεων που διεξήχθη στις 4 Ιουλίου και ήδη έχει εκκινήσει το νέο δικαστικό έτος και έχουν προ πολλού λήξει οι δικαστικές διακοπές κατά τη διάρκεια των οποίων κρίθηκε – και ορθά – ότι πρέπει να προσδιοριστούν και να συζητηθούν οι υποθέσεις αυτές λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους και της σπουδαιότητάς τους που επέβαλε την εισαγωγή τους απευθείας στην Ολομέλεια του ΣτΕ. Η απευθείας εισαγωγή στην Ολομέλεια, ο κατά απόλυτη προτίμηση προσδιορισμός και η ταχεία συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών καθίστανται δικονομικές επιλογές αυτοαναιρούμενες όταν καθυστερεί η διάσκεψη. Πρόκειται όμως για δικονομικές επιλογές που επηρέασαν εξ αποτελέσματος τη συμμετοχή όλων των μετά ψήφου μελών του Δικαστηρίου σε μια συζήτηση που έγινε εσπευσμένα στις 4 Ιουλίου ενώ η Διάσκεψη συγκλήθηκε για τις 30 Σεπτεμβρίου μετά, δηλαδή, την έναρξη του δικαστικού έτους. Η διάσκεψη στη συνέχεια «ματαιώθηκε» χωρίς να καθοριστεί νέα ημέρα σύγκλησής της.
Ματαιώθηκε όμως με απόφαση τίνος; Σύμφωνα με την ανακοίνωση, με απόφαση του κ. Προέδρου του ΣτΕ. Όμως αν ο Πρόεδρος έκρινε ότι συνέτρεχαν λόγοι ματαίωσης και επανασύγκλησης θεωρώ ότι έπρεπε να προβεί στις σχετικές ενέργειες, με έκδοση εσωτερικού εγγράφου που θα απευθυνόταν στα μέλη της σύνθεσης, πριν τη σύγκληση της διάσκεψης. Η επιστημονική μου άποψη είναι ότι μετά τη σύγκλησή της η διάσκεψη δεν «ματαιώνεται», αλλά διακόπτεται για να συνεχιστεί σε ημέρα και ώρα που αποφασίζεται στην ίδια τη διάσκεψη ή που θα ορισθεί από τον Πρόεδρο του δικαστικού σχηματισμού.
Το κρίσιμο όμως ζήτημα είναι η αιτιολογία της μη πραγματοποίησης της διάσκεψης. Αυτό λοιπό έγινε «εν όψει του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες, ιδίως, ημέρες, με δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως». Ο ίδιος όμως ο κ. Πρόεδρος του ΣτΕ κατά την έναρξη της συζήτησης των υποθέσεων στο ακροατήριο είχε προβεί στη δικονομικά ασυνήθιστη και αυτονόητη δήλωση ότι το Δικαστήριο δεν επηρεάζεται και δεν πιέζεται από κανέναν και από τίποτα και κρίνει κατά την ανεξάρτητη δικανική του πεποίθηση.
Λίγες άλλωστε μόλις ημέρες πριν τη «ματαίωση» της διάσκεψης της Ολομέλειας, ο ολιγομελής σχηματισμός της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ συζήτησε και αποφάσισε επί αιτήσεων προσωρινής δικαστικής προστασίας για τις ίδιες υποθέσεις, μέσα στο ίδιο «κλίμα».
Αυτό έγινε μετά τη συνέντευξη του κ. Τσίπρα στη ΔΕΘ κατά την οποία προέβη στη δήλωση ότι θεωρεί αδιανόητη και αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον μια απόφαση του ΣτΕ που θα έκρινε ως αντισυνταγματική τη σχετική νομοθεσία. Δήλωση που προκάλεσε οξεία πολιτική αντιπαράθεση.
Είμαι πάντως βέβαιος ότι ο κ. Πρόεδρος του ΣτΕ αναφερόμενος σε «τοποθετήσεις και εκδηλώσεις» δεν είχε στο μυαλό του τη δημόσια συζήτηση που οργάνωσε, ως επιστημονικός φορέας, η Ένωση Ελλήνων Δημοσιολόγων, στις 28.9 στο ΔΣΑ με τη συμμετοχή των καθηγητών Δρόσου και Γεραπετρίτη και τη δική μου ως καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου. Τέτοιου είδους επιστημονικές συζητήσεις για θέματα που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται στο πλαίσιο της ελευθερίας του επιστημονικού λόγου και τροφοδοτούν τον συνεχή διάλογο της νομολογίας με τη θεωρία. Διάλογο στον οποίο μετέχουν ενεργά πολλοί δικαστικοί λειτουργοί του ΣτΕ όχι μόνο δια της συμμετοχής τους στη λήψη των δικαστικών αποφάσεων αλλά και με τον προσωπικό επιστημονικό τους λόγο.
Όταν λοιπόν το «κλίμα» δεν επηρεάζει την προσωρινή δικαστική προστασία και ένα δικαστικό σχηματισμό πέντε μελών πώς είναι δυνατόν να επηρεάζει την οριστική δικαστική προστασία και την Ολομέλεια στην οποία μετέχουν εν προκειμένω τριάντα ένας δικαστές;
Πότε άλλαξε άραγε και ιδίως πότε επιβαρύνθηκε το «κλίμα»; Στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών η πολιτική αντιπαράθεση είναι έντονη εντός και εκτός Βουλής αδιάπτωτα εδώ και ένα χρόνο. Ο πολιτικός και πιο συγκεκριμένα ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου (άρθρο 100 Κανονισμού της Βουλής) προηγείται του δικαστικού ελέγχου και οι ενστάσεις αντισυνταγματικότητας της σχετικής με τις τηλεοπτικές άδειες νομοθεσίας προβάλλονται διαρκώς. Κυρίως ως προς την αρμοδιότητα του ΕΣΡ και τον αριθμό των αδειών. Το ίδιο ισχύει και ως προς τις ενστάσεις παραβίασης του ευρωπαϊκού δικαίου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Προειδοποιητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει σταλεί από τις 16.4.2016.
Στην επιστημονική κοινότητα είναι συντριπτικά κρατούσα η θέση υπέρ της αρμοδιότητας του ΕΣΡ και κατά του τεχνητού περιορισμού των αδειών σε τέσσερις.
Αυτό που άλλαξε είναι η ολοκλήρωση του διαγωνισμού και όσα ακολούθησαν ως προς κάποιους οριστικούς και προσωρινούς υπερθεματιστές, ιδίως ως προς τον έλεγχο των οικονομικών μέσων. Αυτό όμως δεν είναι ζήτημα κλίματος αλλά νομιμότητας. Καλής ή κακής εφαρμογής του νόμου από τη διοίκηση, πριν κριθούν δικαστικώς ζητήματα αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης στο ευρωπαϊκό δίκαιο και την ΕΣΔΑ. Άλλωστε τα ζητήματα αυτά θα κριθούν όχι μόνο ενώπιον του ΣτΕ αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αν όμως το δημόσιο κλίμα μπορεί να οδηγήσει σε «ματαίωση» μια διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ, πώς κρίνουν άραγε εισαγγελείς, ανακριτές, δικαστικά συμβούλια και ποινικά δικαστήρια υπό την πίεση του κλίματος ποινικές υποθέσεις μεγάλου πολιτικού, κοινωνικού ή απλώς επικοινωνιακού ενδιαφέροντος; Επιβάλλουν μήπως προσωρινές κρατήσεις ή δυσανάλογα αυστηρά ποινές για λόγους ικανοποίησης ή εκτόνωσης της κοινής γνώμης; Τι θα έπρεπε να γίνει στις περιπτώσεις αυτές; Να περιμένει η δικαιοσύνη την αλλαγή κλίματος; Ίσως κάποιες φορές η δίκαιη δική στο ποινικό δίκαιο να το απαιτεί αυτό. Αλλά αυτό σίγουρα δεν ισχύει στην περίπτωση της ακυρωτικής δίκης, όταν τα κρίσιμα ζητήματα δεν είναι πραγματολογικά αλλά νομικά.
Το ΣτΕ δίκασε, χωρίς να γίνονται δηλώσεις από έδρας και χωρίς να εκδίδονται ανακοινώσεις του γραφείου των τότε Προέδρων του, πάμπολλα ζητήματα σχετικά με το μνημόνιο με τα οποία συνδεόταν η τύχη της ίδιας της εθνικής οικονομίας και του τόπου γενικότερα, σε κλίμα μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής έντασης. Δίκασε υποθέσεις όπως το κλείσιμο της ΕΡΤ και την επένδυση στις Σκουριές ή παλιότερα υποθέσεις όπως ο νόμος πλαίσιο για τα ΑΕΙ και η εκκλησιαστική περιουσία, με απόλυτη ψυχραιμία και δικανικό φλέγμα. Για να μη αναφέρω την περίοδο της χούντας και την εκδίκαση από το ΣτΕ, υπό την προεδρία του Μ. Στασινόπουλου, της υπόθεσης της απόλυσης των δικαστικών λειτουργών με άρση της ισοβιότητάς τους.
Ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να «προστατεύσει» εσωτερικά τους δικαστές του ΣτΕ απέναντι στο δημόσιο κλίμα μη αφήνοντάς τους να διασκεφθούν. Στον «Ωραίο λοχαγό» του Μένη Κουμανταρέα η ελληνική λογοτεχνία έχει αποτυπώσει την επίμονη ηρεμία με την οποία δίκαζε το ΣτΕ όταν στεγαζόταν ακόμη στα λεγόμενα Παλαιά Ανάκτορα, στο κτήριο της Βουλής, ανεπηρέαστο από τις συζητήσεις στη συστεγαζόμενη Βουλή και από τις διαδηλώσεις στην Πλατεία Συντάγματος. Παρότι ακουγόταν από τα παράθυρα η βουή των γεγονότων και ιδίως η βουή των πλησιαζόντων γεγονότων.
Λόγω «κλίματος» λοιπόν το ανώτατο δικαστήριο της χώρας βρίσκεται – εξ αποτελέσματος και ανεξαρτήτως της δικονομικής ορθότητας των ενεργειών – σε προσωρινή αδυναμία να ασκήσει τη δικαιοδοσία του!
Πρόκειται για προσωρινή αδυναμία λειτουργίας των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και άρα θεμελιωδών πολιτειακών θεσμών. Αυτή είναι η λογική και θεσμική συνεπαγωγή του πρωτοφανούς συμβάντος.
Ας αναλογισθούμε τις έννομες συνέπειες: Τώρα, πώς και πότε θα συνέλθει η Ολομέλεια του ΣτΕ σε διάσκεψη; Μόλις αλλάξει το κλίμα; Προς ποια κατεύθυνση άραγε; Και ποιος θα το διαπιστώσει αυτό; Και με ποιες πλέον εγγυήσεις αμερόληπτης και ανεπηρέαστης δικανικής κρίσης για όποιον δικαστικό λειτουργό δήλωσε ότι επηρεάζεται από το κλίμα, από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις και επιθυμεί να αναμένει αλλαγή κλίματος για να δικάσει; Φοβούμαι ότι ανέκυψαν οψιγενείς λόγοι που επηρεάζουν τη συγκρότηση του Δικαστηρίου.
Το κρισιμότερο όμως είναι ότι έχει πλέον θιγεί ο πυρήνας του κράτους δικαίου που συνιστά προϋπόθεση για τη λειτουργία όλων των δημοκρατικών θεσμών. Το τραγικό είναι πως αυτό έγινε στο όνομα της μάχης κατά της διαπλοκής και υπέρ της διαφάνειας. Είδαμε πώς η μάχη αυτή προσωποποιείται. Ζούμε την ειρωνεία των γεγονότων και την πονηρία της Ιστορίας. Αυτή η ραγδαία πολιτική διολίσθηση δεν πρέπει να καταστεί θεσμική. Η δικαιοσύνη οφείλει να διαφυλάξει το κύρος της.