Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος, με τον οποίο οικοδομείται η πολιτική λειτουργία στην Ελλάδα και η αντιστοίχιση της με αρκετές παραμέτρους του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και ανάπτυξης δραστηριότητας από την κοινωνία.
Η σχέση μεταξύ τους είναι αρκετά ισχυρή και ταυτοχρόνως ενδεικτική για τα αίτια της παρακμής και της ακινησίας, που παρατηρούνται τόσο στην κοινωνία όσο και στο πολιτικό σύστημα. Και οι δύο περιστρέφονται συνεχώς γύρω από τον εαυτό τους και αναλώνονται σε αδιέξοδες κινήσεις, οι οποίες βλάπτουν την χώρα.
Κοινό σημείο αναφοράς είναι η προσωποκεντρική πολιτική, δηλαδή η πρόσδωση πολιτικού βάρους στον εκφερόμενο λόγο μέσα από το πολιτικό πρόσωπο, που τον κοινοποιεί στους πολίτες και ταυτοχρόνως η προσωπική σχέση συναλλαγής, η οποία οικοδομείται μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών.
Γι’ αυτό στις μαζοποιημένες κοινωνίες και μάλιστα στις περιφερειακές, όπως είναι η Ελλάδα, πολύ σημαντικός παράγων στο πλαίσιο της πολιτικής επικοινωνίας είναι η κοινωνική θέση και η αναγνωρισιμότητα του πολιτικού προσώπου, σε συνδυασμό βέβαια και με το περιτύλιγμα της εξαγγελλόμενης από αυτό «πολιτικής». Βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα σε σχέση με την άσκηση πολιτικής επιρροής στους πολίτες είναι η ικανότητα ενεργοποίησης φαντασιώσεων για το μέλλον.
Με αυτά τα διαφημιστικού τύπου χαρακτηριστικά στο επικοινωνιακό πεδίο το πολιτικό περιεχόμενο εκχωρεί την θέση του στην ικανότητα του πολιτικού προσώπου να εκπέμπει με αξιόπιστο τρόπο φαντασιώσεις με «ρεαλιστικό περιτύλιγμα».
Η πρόσδωση υπόστασης στην πολιτική μέσω της σύνδεσης της με πρόσωπα έχει θετικές παρενέργειες για τα κόμματα, διότι τα βολεύει, επειδή συναρτά την αποτυχημένη τους πολιτική με τους πολιτικούς, οι οποίοι ηγούνται και όχι με την αδυναμία τους ως πολιτικών σχηματισμών να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν με θετικό αποτέλεσμα για την κοινωνία την πορεία της προς το μέλλον.
Όταν γίνεται αντιληπτή η αποτυχία στο επίπεδο της διακυβέρνησης, η έξοδος από την δύσκολη θέση είναι πιο εύκολη. Χρεώνονται τα πρόσωπα την αποτυχία από το ένα μέρος και από το άλλο οι εκλογές λειτουργούν ως καθαρτήριο. Η εκλογική ήττα μετατρέπεται σε σημείο επανεκκίνησης, χωρίς να αλλάζει το παραμικρό στο εσωτερικό των κομμάτων και στον τρόπο λειτουργίας τους.
Γι’ αυτό η «πολιτική» αντιπαράθεση γίνεται κυρίως σε προσωπικό επίπεδο. Οι παράλληλοι μονόλογοι στη Βουλή ή στην δημοσιότητα εξαντλούνται σε κρίσεις ως προς την ικανότητα των αντιπάλων να κυβερνήσουν και να οδηγήσουν την χώρα στην ευημερία.
Ουσιαστικός διάλογος σε σχέση με τον προγραμματικό σχεδιασμό των κομμάτων δεν πραγματοποιείται, διότι από το ένα μέρος το όποιο περιεχόμενο των πολιτικών θέσεων τους δεν υπερβαίνει το επίπεδο των ιδεοληψιών ή της συρραφής ιδεών σε σχέση με την πορεία της χώρας, που δεν στηρίζονται σε ρεαλιστική ανάλυση της πραγματικότητας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο, η οποία μάλιστα κινείται με μεγάλη ταχύτητα και επιβάλλει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Από το άλλο μέρος δεν διαθέτουν στη δομή τους αξιόλογους τεχνοκρατικούς μηχανισμούς πολιτικού σχεδιασμού.
Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι ερμηνεύσιμη η πάγια τακτική των κομμάτων να καταφεύγουν στην ακραία πόλωση με στόχο την αποκόμιση εκλογικού οφέλους.
Η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού υποκαθίσταται από τις κρίσεις αξιολόγησης των αντιπάλων προσωπικού χαρακτήρα και την προσπάθεια διοχέτευσης στην κοινωνική μάζα φαντασιώσεων, οι οποίες είναι εύπεπτες για τους πολίτες. Γι’ αυτό στο επικοινωνιακό πεδίο ακολουθούνται διαφημιστικές μέθοδοι, που απευθύνονται στο συναίσθημα των καταναλωτών πολιτών.
Αυτή η πολιτική πραγματικότητα βεβαίως είναι σε ευθεία αντιστοίχιση με τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Αφού οι πολιτικές στάσεις και επιλογές των πολιτών δεν στηρίζονται σε ορθολογικές προσεγγίσεις πολιτικών προγραμμάτων αλλά σε φαντασιώσεις για το μέλλον, οι οποίες καλλιεργούνται από πολιτικά πρόσωπα, είναι ερμηνεύσιμη η ευδοκίμηση νοσηρών φαινομένων, όπως το ρουσφέτι και το πελατειακό σύστημα.
Κυρίαρχος παράγων στην πολιτική λειτουργία είναι η σχέση συναλλαγής μεταξύ του πολίτη και του πολιτικού προσώπου, το οποίο λειτουργεί ως μεσάζων για την μετατροπή της φαντασίωσης σε πραγματικό όφελος για τον ψηφοφόρο του.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη η χρησιμοποίηση της δημόσιας διοίκησης για την απασχόληση «ημετέρων», οι οποίοι μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις δεν πληρούν και τις ποιοτικές προϋποθέσεις, που απαιτεί η εργασιακή τους θέση, ώστε η απόδοση τους να κινείται σε υψηλά επίπεδα προς όφελος των πολιτών και της κοινωνίας.
Η ευδοκίμηση και αναπαραγωγή της προσωποκεντρικής πολιτικής λειτουργίας κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με την κοινωνία του θεάματος, η οποία με τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και κυρίως τα εικονικά συμβάλλει αποφασιστικά στην παγίωση ενός επικοινωνιακού πλαισίου, που στηρίζεται στην θετική ή αρνητική προβολή προσώπων και όχι πολιτικών προτάσεων και προγραμμάτων.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος αντιμετώπισης του πολιτικού γίγνεσθαι από τα μίντια. Από το ένα μέρος προωθούν επικοινωνιακά τον πολιτικό σχηματισμό, ο οποίος τα εκφράζει πολιτικά, από το άλλο όμως δεν παρουσιάζουν με κριτικό πνεύμα και αντικειμενικότητα το περιεχόμενο του εκφερόμενου πολιτικού λόγου.
Δεν θέτουν ερωτήματα στο πολιτικό προσωπικό, τα οποία υποβοηθούν στην εμφάνιση ή μη των εσωτερικών αντιφάσεων της επιχειρηματολογίας ή του φαντασιακού χαρακτήρα των αποκαλούμενων κομματικών θέσεων και προγραμμάτων.
Δεν είναι βέβαια εύκολο κάτι τέτοιο, διότι ούτε τα κόμματα καταθέτουν ολοκληρωμένο πολιτικό σχεδιασμό για την πορεία της χώρας στο μέλλον, ούτε και το μιντιακό σύστημα διαθέτει την γνωστική επάρκεια, η οποία απαιτείται για την ουδέτερη πολιτικά κατάθεση των αναγκαίων πληροφοριών, ώστε ο πολίτης με εργαλείο τον ορθολογισμό να κρίνει και να διαμορφώνει άποψη.
Εξάλλου αυτό θα οδηγούσε στην συνειδητοποίηση της έλλειψης πολιτικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα την δημιουργία προβλημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν, που καταγράφεται τώρα.
Επίσης θα έκανε ορατή την αυταπάτη, ότι πραγματώνεται η δημοκρατία με τον τρόπο, που διεκπεραιώνεται η πολιτική λειτουργία στην σημερινή εποχή. Το δημοκρατικό πολίτευμα προϋποθέτει ουσιαστικό διάλογο, αναζήτηση αντιφάσεων, προσέγγιση της σύγχρονης πολύπλοκης πραγματικότητας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο και ταυτοχρόνως αξιοποίηση του ορθολογισμού για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων από τους πολίτες και τα συλλογικά τους υποκείμενα στο χώρο της κοινωνίας πολιτών.
Κάτι τέτοιο βέβαια θα δημιουργούσε δυσκολίες στους διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας και όχι μόνο. Αυτό δεν είναι όμως επιθυμητό, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει συστημικές ανισορροπίες και κοινωνικές αναταράξεις με πολύ αρνητικές συνέπειες. Γι’ αυτό δεν γίνεται υπέρβαση συγκεκριμένων ορίων.
Έτσι δεν αποκτά δυναμική η κοινωνία, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η στασιμότητα και ο προσανατολισμός στο παρελθόν. Επίσης δεν συνειδητοποιείται, ότι η πολιτική λειτουργία δεν εξαντλείται στα πολιτικά πρόσωπα, αλλά βασίζεται σε ένα κοινωνικό σύστημα, το πολιτικό, στο οποίο τα πρόσωπα είναι φορείς ρόλων, που αρχίζουν να παίρνουν «σάρκα και οστά» από την στιγμή, που κατατίθεται ολοκληρωμένος πολιτικός σχεδιασμός, ενώ οι πολίτες είναι σε θέση να κρίνουν την λειτουργικότητα του στην σύνθετη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης με βάση τον άνθρωπο και τις βασικές του ανάγκες στο πλαίσιο τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής του οντότητας.