Τέτοια εποχή πριν από 75 χρόνια, 10.000 παιδιά (κατά κύριο λόγο εβραιόπουλα) δραπέτευσαν από τη Γερμανία στην Αγγλία. Στον απόηχο του τρόμου που είχε προκαλέσει η Νύχτα των Κρυστάλλων, η Βρετανία δέχθηκε να αναλάβει τη φιλοξενία παιδιών, η ζωή των οποίων απειλούνταν από το Γ΄ Ράιχ. Η επιχείρηση λεγόταν «Kindertransport» και με τη μεταφορά τους στην Αγγλία τα παιδιά διασκορπίστηκαν στη χώρα και μεγάλωσαν κοντά σε θετούς γονείς, ή σε οικοτροφεία. Η επιχείρηση κράτησε έναν χρόνο, το ΄39 έκλεισαν τα σύνορα της Γερμανίας και οι οικογένειες των παιδιών που είχαν φύγει στην Αγγλία εγκλωβίστηκαν στη Γερμανία κι εν συνεχεία εκτοπίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως «αλλοδαποί εχθροί». Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των παιδιών (δεδομένου ότι οι οικογένειές τους χάθηκαν στον πόλεμο), παρέμειναν μόνιμα στη Βρετανία και η «Guardian» παρουσίασε ορισμένες μαρτυρίες τους. Σας τις μεταφέρω:
Ο Όσκαρ, 91 ετών σήμερα, λέει πως ήταν 16 χρόνων όταν η μάνα του τον έγραψε στη λίστα της αποστολής. Ο πατέρας του είχε συλληφθεί από την Γκεστάπο και η μάνα του αρνήθηκε να γράψει τους δυο της γιους στη λίστα – «δεν μπορώ να χάσω τα δυο μου αγόρια την ίδια μέρα» δικαιολογήθηκε συντετριμμένη. Φτάνοντας στην Αγγλία «με πήγαν στο Μάντσεστερ, έμεινα σε ξενώνα και μου βρήκαν δουλειά σε ένα γουναράδικο. Όταν έκλεισα τα 18, μου επετράπη να πάω στο Λονδίνο και το ?44 κλήθηκα να υπηρετήσω στον βρετανικό στρατό. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν και χρειάστηκα 30 χρόνια να μάθω την ιστορία τους. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα προφητικά λόγια της μάνας μου στον αποχαιρετισμό μας: «θα σε ξαναδώ ποτέ, γιε μου;» είπε».
Ο Λεβί, 84 ετών σήμερα, διηγείται πως η οικογένειά του προσπαθούσε για καιρό να φύγει από τη Γερμανία, ωσότου πληροφορήθηκε τη βρετανική πρωτοβουλία. Έδιωξαν τον γιο τους στην Αγγλία, όπου αργότερα απέδρασαν κι αυτοί, ξανασμίγοντας την οικογένειά τους. «Καλά-καλά δεν ήμουν 10 χρονών όταν με έγραψαν στη λίστα και ήταν τύχη μου ότι με διάλεξαν. Φύγαμε απ΄ τη Γερμανία μέσω Ολλανδίας και ποτέ δεν θα ξεχάσω την απέραντη ανακούφιση που ένιωσα, όταν περάσαμε τα σύνορα. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας ήταν φανταστική!».
Ο Γουέιλ, επίσης 84 ετών, έφυγε απ΄ τη Βιέννη με την αδελφή του Άννα. Ο πατέρας τους ήταν διάσημος δικαστής και όταν η Γκεστάπο πήγε να τους συλλάβει, έμαθε ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν Εβραίος. «Είχα μεγαλώσει κανονικά σαν Καθολικός. Τότε όμως έμαθα, ότι οι τέσσερις παππούδες μου ήταν όλοι Εβραίοι. Οι γονείς μου μας έγραψαν με την αδελφή μου στην αποστολή, ήδη ήμασταν παράνομοι, δεν είχαμε χαρτιά. Ζήσαμε ένα δραματικό ταξίδι διασχίζοντας τη Γερμανία και θυμάμαι τη λύτρωση όταν φτάσαμε στην Ολλανδία και κάποιες κυρίες μας μοίρασαν πορτοκαλάδες και κέικ. Στην Αγγλία με χώρισαν απ΄ την αδελφή μου. Εγώ ήμουν τυχερός, με πήγαν στο Σάσεξ σε μια καλή κυρία. Νομίζω, το γεγονός ότι ξεφύγαμε από τον θάνατο κι ότι επίσης οι γονείς μας ξέφυγαν απ΄ τον θάνατο, με έκαναν βαθύτατα ευγνώμονα στον Θεό. Έτσι έγινα ιερωμένος».
Ο πατέρας της Ρουθ (78 χρονών σήμερα) ήταν Εβραίος και δικαστής στο Βερολίνο και το ‘σκασε εγκαίρως στη Σανγκάη. Η μάνα της (που ήταν της αρείας φυλής) έγραψε τα δυο της παιδιά στη βρετανική αποστολή και ταξίδεψε μαζί τους στην Αγγλία. Εκεί τα ανέθεσε σε ανάδοχους και επέστρεψε υποχρεωτικά στη Γερμανία. «Ήμουν 4 χρόνων και μέναμε σε έναν πάστορα, που ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αλλά η γυναίκα του δεν μας ήθελε κι ήταν σκληρή απέναντί μας. Η δεύτερη οικογένεια στην οποία πήγαμε είχε πέντε παιδιά και μας συμπεριφέρονταν ακριβώς σαν παιδιά τους. Το σπίτι τους όμως, ήταν πάνω στο πέρασμα των γερμανικών καταδιωκτικών και ο αδελφός μου πάθαινε κρίσεις πανικού στους βομβαρδισμούς. Η τρίτη μας οικογένεια ζούσε σε μια φάρμα. Για μένα ήταν παράδεισος η συμβίωση με τόσα ζώα. Πριν κλείσω τα 18 χρειάστηκε να ταξιδέψω και το ταξιδιωτικό μου έγγραφο έγραφε «πρόσωπο χωρίς υπηκοότητα». Με σοκάρισε βαθιά».
Ο πατέρας της Εύας (80 χρονών σήμερα) ήταν γιατρός κι Εβραίος, η μάνα της είχε ασπαστεί τον ιουδαϊσμό. Την έγραψαν στη λίστα κι έφτασε στην Αγγλία όταν ήταν πέντε χρονών. «Με έστειλαν σε μια οικογένεια που ανήκε σε μια θρησκευτική αίρεση. Η γυναίκα ήταν πολύ αυστηρή. Στα 11 χρόνια μου ήρθαν στην Αγγλία οι θειοί μου και με πήραν στην οικογένειά τους. Έγινα ένα απ΄ τα παιδιά τους. Ο πατέρας μου διασώθηκε στον πόλεμο, η μάνα μου σκοτώθηκε όταν βομβαρδίστηκε το εργοστάσιο όπου δούλευε καταναγκαστικά. Ήταν λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Σήμερα σκέφτομαι, ότι αυτά που ζήσαμε εμείς τότε, τα ζουν στις μέρες μας τα παιδιά απ΄ τη Συρία»…