Είχα αποφασίσει να μη γράψω τίποτε για τη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Τίποτε αυτή τη φορά. Τόσα χρόνια που πήγαινα εκεί και έκανα μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, έγραφα και ξανάγραφα. Έγραψα άρθρα στα ΝΕΑ, στο ΒΗΜΑ, στο μπλογκ μου, μίλησα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Πριν μερικούς μήνες ωστόσο, όταν προσπάθησα να πείσω τους άλλους εθελοντές της ομάδας να πάρουμε πρωτοβουλία συνεργασίας με τον Δήμο, δεν τα κατάφερα, και αποχώρησα από την ομάδα. Αποχώρησα ακριβώς επειδή πιστεύω αυτά που έγραψε ο δήμαρχος Αθηναίων στο άρθρο του στα ΝΕΑ κατά των καταλήψεων. Και θα ήταν πολύ μπερδεμένο να εξηγώ γιατί δούλεψα εθελοντικά με τέτοιο πάθος σε μια κατάληψη. Πολύ μπερδεμένο σε μια εποχή που οι απλοποιήσεις ισοπεδώνουν τα πάντα.
.
Υπάρχουν όμως όρια. Δεν είναι δυνατόν να διαβάζω σε έγκυρη εφημερίδα ότι στα μαθήματα σε μετανάστες είχαμε δασκάλους τους φίλους της 17 Νοέμβρη, κι ότι επιλέγαμε τους μαθητές με κριτήριο να υποστηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά τα πράγματα είναι τερατώδη, και προσβάλουν τους ανθρώπους που επί χρόνια έρχονταν στην Αγορά να προσφέρουν χρόνο και δουλειά για να στήσουμε μια γέφυρα επαφής με τους μετανάστες βασισμένη στη διδασκαλία. Μπορεί να διαφωνήσαμε με πολλούς, μπορεί η ίδια η βάση της δουλειάς μας να είχε πρόβλημα λόγω του χώρου, αλλά οι συκοφαντίες που γράφτηκαν ξεπερνάνε κάθε φαντασία.
.
Το άρθρο του Δημάρχου είναι απολύτως σωστό, οι καταλήψεις δημόσιου χώρου ακυρώνουν τον δημόσιο χαρακτήρα του. Τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια κλείνουν αντί να λειτουργούν. Από την άλλη, στην Κυψέλη η περίπτωση της Αγοράς δεν ήταν ακριβώς το ίδιο. Η Αγορά δεν λειτουργούσε. Ήταν κλειστή για αρκετό καιρό, παρατημένη. Θα γκρεμιζόταν, ύστερα κρίθηκε διατηρητέα κι έμενε έτσι. Τρέξαμε εκεί πέρα με ενθουσιασμό μόλις μάθαμε πως την άνοιξαν. Μαζεύτηκαν χιλιάδες υπογραφές. Για να ανοίξει, όχι για να κλείσει.
.
Μπορεί να πει κανείς ότι στο δυναμικό αυτό ξεκίνημα κρύβονταν τα προβλήματα της παρατυπίας, εν τέλει της παρανομίας. Μπορεί αυτή να είναι η βαθιά αλήθεια, αλλά επίσης είναι λιγότερο από τη μισή αλήθεια. Γιατί ο δημόσιος χώρος λείπει τραγικά στην Κυψέλη. Είναι άδικο απέναντι σε ανάγκες συμμετοχής μας στα κοινά όλες οι προσπάθειες που έγιναν στην Αγορά να σβηστούν μονοκοντυλιά, να αγνοηθούν πλήρως, κι είναι απαράδεκτο να συκοφαντηθούν.
Κι όμως η συκοφαντία άρχισε γρήγορα, με ελαφριά καρδιά. Μια μέρα πριν χρόνια άκουσα δυο βουλευτές στο δημοτικό ραδιόφωνο να λένε ότι στην Αγορά γίνεται διακίνηση ναρκωτικών, κι όσο κι αν προσπάθησα να τηλεφωνήσω στην εκπομπή δεν κατάφερα. Και χτες διάβασα στην Καθημερινή, σε άρθρο του κ Διονύση Γουσέτη ότι είχαμε δασκάλους φίλους της 17 Ν!
.
Λοιπόν για σταθείτε. Μαθήματα κάναμε εμείς, τρεις δημοσιογράφοι, έκαναν τρεις καθηγητές φιλόλογοι, τρεις δασκάλες, πολλές φοιτήτριες και φοιτητές, νέοι εργαζόμενοι, συνταξιούχοι. Να συζητήσουμε τη λάθος επιλογή του χώρου; Σύμφωνοι, αλλά από εκεί ξεκίνησε μια διαφορετική πρόταση για την αντιμετώπιση των μεταναστών με τους οποίου ζούμε μαζί στην Κυψέλη.
.
Έλεγα να μη γράψω τίποτε λοιπόν, γιατί οι αποχρώσεις χάνονται μέσα στη βασιλεία του άσπρου- μαύρου, κι όσοι θέλουν να είναι συμβιβαστικοί γίνονται αντικείμενο επίθεσης κι από τις δυο μεριές. Έχω όμως υποχρέωση απέναντι στα κορίτσια της Νομικής που με δυσκολίες μέσα στην εξεταστική τους συνέχιζαν τα μαθήματα, έχω υποχρέωση απέναντι στα αγόρια που δούλευαν ως τις εφτά το βράδυ κι έρχονταν κουρασμένα για το μάθημα, απέναντι στις συναδέλφους μου που ενημέρωσα για τη δουλειά που κάνουμε κι ήρθαν με ενθουσιασμό να συμμετάσχουν. Δεν μπορεί να τους λέτε συνεργάτες τρομοκρατών. Ως εδώ.
.
Υπάρχουν άνθρωποι που ενοχλούνται με τον περιρρέοντα ρατσισμό και θέλουν να αντιδράσουν ειρηνικά, δημιουργικά και θετικά. Υπάρχουν πολίτες που προσβάλλονται από την έλλειψη ανθρωπισμού σε μια χώρα που έχει υπογράψει ανθρωπιστικές συνθήκες, κι αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν κάτι για να αναπληρώσουν το κενό. Ο ρατσισμός δεν καταπιέζει μόνο όσους τον υφίστανται, αλλά κι εκείνους που τον ανέχονται γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Προσπαθήσαμε να αντιδράσουμε για πέντε χρόνια, με βάση ένα πρόγραμμα διδασκαλίας. Δεν ζητούσε κανείς από τους μετανάστες να υποστηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, κύριε Γουσέτη. Δεν ήξεραν καν τι είναι ο Συριζα. Ούτε είχαμε δασκάλους τον « καταδικασμένο για συμμετοχή στην επίσης τρομοκρατική οργάνωση ΕΛΑ Χρήστο Τσιγαρίδα και τον θαυμαστή του Κουφοντίνα Πέτρο Γιώτη.» Ρωτείστε να μάθετε, ήμουν κάθε μέρα εκεί και ξέρω πολύ καλά τους δασκάλους. Δεν τους κάναμε μάθημα για τα καράβια στη Γάζα. Τους κάναμε ελληνική γλώσσα. Αγοράσαμε τα βιβλία με δικά μας λεφτά, κουβαλήσαμε τους πίνακες, καθαρίσαμε τα μαγαζιά για να γίνουν τάξεις, δεν πήραμε δραχμή από πουθενά, για να προσφέρουμε ένα υπόδειγμα συνύπαρξης στη γειτονιά. Μπορεί να διαφώνησα με τη στάση απέναντι στο Δήμο, μπορεί να αποχώρησα από την ομάδα, αλλά δηλώνω ότι είμαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να κάνω μαθήματα σε μετανάστες για πέντε χρόνια. Κι ελπίζω ότι τα εξαιρετικά παιδιά που συμμετείχαν θα κρατήσουν μια καλή ανάμνηση, παρά τη συκοφαντική επίθεση.
.
Και κάτι ακόμα. Λυπάμαι πάρα πολύ για όσα άκουσα από ανθρώπους που θα έπρεπε να έχουν ένα επίπεδο. Λυπάμαι για τους πολιτικούς που είχαν πει τότε ότι γίνεται στην Αγορά διακίνηση ναρκωτικών, λυπάμαι για σας κ. Γουσέτη που τόσο επιπόλαια γράψατε και δημοσιεύσατε αυτές τις συκοφαντίες. Είστε φιλελεύθερος; Πίστευα ότι έχει ανέβει το επίπεδο των ανθρώπων στο χώρο σας.
.
Εύχομαι ο Δήμος της Αθήνας να βρει το κουράγιο να παλέψει τις εκατέρωθεν αδιαλλαξίες και τους φανατισμούς να ξαναστήσει καλύτερα ένα πολιτιστικό κέντρο. Το εύχομαι από την καρδιά μου. Μένω ακόμα στην Κυψέλη, και προσπαθώ να διατηρήσω σώας τας φρένας.
Το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη «Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός
.