Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου “Θέλεις να παίξουμε; Μελέτη για τις σχέσεις των συνομηλίκων στο δημοτικό σχολείο” (Γ. Μπάρμπας και Π. Ευκαρπίδης, εκδόσεις Φυλάτος, Θεσσαλονίκη) τον Ιανουάριο του 2023. Με λίγες γλωσσικές προσαρμογές, αναγκαίες για τη μεταφορά του προφορικού στον γραπτό λόγο, παρουσιάζεται στη συνέχεια εδώ.
Όταν στις μέρες μας μιλάμε για τις σχέσεις των συνομηλίκων στο σχολείο, το μυαλό μας πηγαίνει συνήθως στις μεταξύ τους συγκρούσεις, και μάλιστα στις ακραίες μορφές βίας που, αν και είναι ελάχιστες στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, ωστόσο, όπως είναι φυσικό, επισκιάζουν τη δημόσια συζήτηση. Αυτές, όμως, αποτελούν την κορυφή μόνο του παγόβουνου, το οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρχει δίχως τον μεγαλύτερο όγκο του κάτω από την επιφάνεια του νερού. Αλλά οι περισσότεροι βλέπουμε το “πάνω” από το νερό και δεν αντιλαμβανόμαστε καν την ύπαρξη του “κάτω”, παρόλο που ζει και εκδηλώνεται καθημερινά δίπλα μας μέσα στο σχολείο. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν και μεις από τις συγκρούσεις, μια σημαντική αλλά όχι κύρια πτυχή των σχέσεων των συνομηλίκων.
Το πρώτο θέμα που θα ήθελα να σχολιάσω είναι ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και επεξεργαζόμαστε το φαινόμενο των συγκρούσεων στις ομάδες των συνομηλίκων. Στο δημόσιο λόγο, τόσο μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, όσο και ευρύτερα, κυριαρχούν ερμηνείες που άλλες ρίχνουν το κύριο βάρος στην οικογένεια, άλλες στην ανεπαρκή τήρηση των κανόνων του σχολείου κι άλλες στα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά “θυτών” και “θυμάτων”. Αναμφίβολα όλα αυτά αποτελούν συστατικά της πραγματικότητας, δεδομένα μέσα στα οποία ζει το νήπιο, το παιδί και ο έφηβος. Το ερώτημα είναι, αν όλα ή ορισμένα από αυτά αποτελούν ερμηνεία των πράξεων των παιδιών, ερμηνεία της σχολικής βίας. Γιατί, να μη ξεχνάμε, ότι το ζητούμενο είναι η ερμηνεία της πράξης και κατά συνέπεια από αυτήν οφείλουμε να ξεκινούμε.
Η σχολική βία συντελείται κατά κανόνα μέσα στη ζωή της ομάδας των συνομηλίκων, μπροστά στα άλλα παιδιά. Να προσθέσουμε επίσης ότι οι έντονες ή ακραίες μορφές σχολικής βίας έχουν συνήθως ένα ιστορικό. Δεν προκύπτουν ξαφνικά στη ζωή της ομάδας. Είναι αποτέλεσμα μιας πορείας της ομάδας που η αφετηρία της είναι αρκετά ή πολύ πίσω στη ζωή της μέσα στο σχολείο.
Για την αναζήτηση της ερμηνείας δεν θα καταφύγω σ’ αυτή την παρουσίαση στα θεωρητικά και ερευνητικά επιχειρήματα, τα οποία αναλύονται διεξοδικά στο βιβλίο. Απευθύνομαι κυρίως στα βιώματα της καθεμιάς και του καθενός από την εποχή της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας. Σας ζητώ να γυρίσετε πίσω στις μνήμες της παρέας στην αυλή, στο διάλειμμα, στο δημοτικό και στο γυμνάσιο (για το νηπιαγωγείο είναι δύσκολο για τους περισσότερους από μας να επιστρέψουμε στη χώρα της μνήμης). Πώς λειτουργούσαμε τότε όταν προέκυπτε ένα θέμα; Όταν θέλαμε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε απέναντι σε ένα δάσκαλο ή καθηγητή που μας ήταν αντιπαθής; Όταν έπρεπε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας μέσα στην ομάδα ή κάποιον άλλο που κινδύνευε με απόρριψη; Όταν χρειαζόμασταν τη βοήθεια των άλλων στις ερωτικές μας αναζητήσεις με κορίτσια ή αγόρια; Το κίνητρο μας ήταν ποια απόφαση, ποια επιλογή έπρεπε να κάνουμε ως άτομα και ως ομάδα. Και μπορεί να έπρεπε να συμβιβαστούμε με άλλες προτάσεις προκειμένου να συγκλίνουμε όλοι στην ίδια πράξη. Δηλαδή ο καθένας και η καθεμία από μας έπαιρνε την ευθύνη μιας επεξεργασίας, μιας επιχειρηματολογίας και τελικά μιας επιλογής με το βλέμμα στραμμένο στην ομάδα, στην πράξη της και στη δική μας θέση μέσα σ’ αυτήν. Και αυτή την επιλογή την κάναμε με κριτήρια που διαμορφώναμε συλλογικά στην αλληλεπίδρασή μας, από όποια θέση είχαμε μέσα στην ομάδα, ηγετική ή ακολούθου, φανερά ή σιωπηλά.
Δεν λέω κάτι το καινοφανές. Περιγράφω μια κοινή εμπειρία που όλοι είχαμε. Ένα βίωμα που, όμως, σήμερα στην ενήλικη ζωή μας, στην εκπαιδευτική μας ζωή, το εγκαταλείπουμε, όταν αναζητούμε ερμηνείες για τις συμπεριφορές μέσα στο σχολείο των παιδιών και των εφήβων έξω από αυτή την πραγματικότητα, στην οικογένεια, στο κοινωνικό περιβάλλον, στο διαδίκτυο και αλλού.
Οι επιρροές από το περιβάλλον είναι υπαρκτές και παίζουν σημαντικό ρόλο. Τα ερεθίσματα από τον γύρω μας κόσμο υπάρχουν μέσα μας, όχι όμως ως αυτόματη εσωτερίκευση εξωτερικών παραγόντων αλλά ως υλικό που το έχουμε επεξεργαστεί (με ή δίχως επίγνωση) ο καθένας με τον δικό του τρόπο, το έχουμε αξιολογήσει, και το οποίο συγκροτεί την εικόνα μας για τον κόσμο, τις απαιτήσεις του γύρω μας κόσμου από μας. Αυτό αποτελεί την “πρώτη ύλη” του καθενός μας στις επεξεργασίες και αλληλεπιδράσεις που έχουμε μέσα στην ομάδα. Αλλά αυτή η “πρώτη ύλη’ δεν αποφασίζει για το τι θα κάνουμε. Δεν είμαστε μαριονέτες των επιρροών που δεχόμαστε.
Μέσα στην ομάδα αποφασίζω εγώ ως πρόσωπο που εκδηλώνω τη βούλησή μου, που κάνω επιλογές, που παίρνω την ευθύνη της απόφασης και της υλοποίησής της. Είμαστε οι παραγωγοί των επιλογών και των πράξεών μας. Τα κρίσιμα ερωτήματα προς τον εαυτό μας και την ομάδα είναι πώς και γιατί κάναμε τις όποιες επιλογές, ποια κριτήρια υιοθετήσαμε, τι επιδιώκαμε για τον εαυτό μας, τον άλλο και την ομάδα, είχαμε μήπως άλλες επιλογές; Απαντώντας μ’ αυτό τον τρόπο, απλά και καθαρά, όλα παίρνουν τη θέση και τη σειρά τους. Και μας δείχνουν το δρόμο για την ερμηνεία και τη διαχείριση αυτών των φαινομένων: δηλαδή τον δρόμο που έχει ως αφετηριακό σημείο την ομάδα των συνομηλίκων, τις σχέσεις τους, τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουν την πράξη τους, και τελικά την ταυτότητα και τις αξίες που διαμορφώνουν στην πορεία της ζωής αυτής της ομάδας.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος πιο συνολικός και πιο σημαντικός που καθιστά αναγκαία τη μελέτη της κουλτούρας που διαμορφώνουν τα παιδιά και οι έφηβοι μέσα στις ομάδες στο σχολείο. Η ομάδα των συνομηλίκων στο σχολείο δεν είναι μόνο χώρος συγκρούσεων. Είναι πολύ περισσότερο ο χώρος όπου τα παιδιά και οι έφηβοι αναζητούν το μοίρασμα των επιθυμιών, των προσδοκιών, των ανησυχιών, είναι ο χώρος όπου νιώθουν ότι εκφράζονται πιο ελεύθερα και ανεξάρτητα δίχως τα “πρέπει” των μεγάλων, είναι ο χώρος όπου νιώθουν να δυναμώνουν μέσα από το “μαζί” της παρέας για αυτά που θέλουν να κάνουν, είναι ο χώρος όπου μπορούν στηριχτούν με ασφάλεια στην αντίδρασή τους στους ενήλικες και στη διεύρυνση της δικής τους ανεξαρτησίας. Θα μπορούσαμε όλα αυτά να τα περιγράψουμε με τρεις λέξεις: διεύρυνση της προσωπικής ελευθερίας. Γι’ αυτό η ομάδα των συνομηλίκων είναι μια ανάγκη, ίσως η μεγαλύτερη ανάγκη στη νηπιακή, στην παιδική και στην εφηβική ηλικία. Αυτό ίσχυε πάντα, αυτό ισχύει και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη άμεση απάντηση που έδιναν και δίνουν οι μαθητές στο ερώτημα τι σας αρέσει πιο πολύ στο σχολείο είναι «το διάλειμμα».
Τις τελευταίες δεκαετίες η διεκδίκηση της προσωπικής ελευθερίας έχει γίνει ένα κυρίαρχο στοιχείο μέσα ή πίσω από τις συμπεριφορές και αντιδράσεις των παιδιών και των εφήβων. Πολλές φορές δυσκολευόμαστε να το αναγνωρίσουμε γιατί επικαλύπτεται από τον τρόπο που εκδηλώνεται, από την κουλτούρα που εκπέμπει η συμπεριφορά τους. Μια κουλτούρα που την χαρακτηρίζει η βία, ο εγωκεντρισμός και η εξουσιαστική λογική στις σχέσεις. Εδώ όμως χρειάζεται να σταθούμε νηφάλια στην μελέτη αυτής της εκδήλωσης. Η διεύρυνση και η διεκδίκηση της προσωπικής ελευθερίας μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις χρησιμοποιεί, όπως είναι αναμενόμενο, την “πρώτη ύλη” που ανέφερα πριν, τα στοιχεία της κουλτούρας της κοινωνίας που ζούμε. Και σ’ αυτήν κυριαρχούν η βία, η εξουσιαστική λογική σε κάθε είδους σχέση, η ανταγωνιστική σχέση του εαυτού με τον άλλο. Είναι μια κουλτούρα που μας έρχεται από μια πορεία χιλιάδων χρόνων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά τα στοιχεία έχουν περίπου εγγραφεί στο πολιτισμικό μας DNA. Μόλις τους τελευταίους αιώνες αναπτύσσεται μέσα στις δυτικές κοινωνίες –σ’ ένα ελάχιστο τμήμα του πλανήτη- μια άλλη διαφορετική στάση απέναντι και μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις: η δημοκρατία, με όλα τα στοιχεία που μας είναι γνωστά (σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, της προσωπικότητας του άλλου, αυτοπραγμάτωση, ελεύθερη έκφραση της επιθυμίας, ελεύθερη έκφραση του εαυτού και του άλλου). Κι αυτή η πορεία είναι δύσκολη με πολλά εμπόδια μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό αλλά και στην κοινωνία, ακριβώς γιατί αντιστρατεύεται μια συντριπτικά κυρίαρχη κουλτούρα και παράδοση. Σήμερα το αίτημα για διεύρυνση της προσωπικής ελευθερίας έχει κατακλύσει τις δυτικές κοινωνίες και τη δική μας, τους νέους ανθρώπους αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
Το ερώτημα που αναδεικνύεται είναι ποιον δρόμο θα ακολουθήσει η διεκδίκηση του αιτήματος της προσωπικής ελευθερίας: τον οικείο από χιλιάδες χρόνια δρόμο της βίας και των εξουσιαστικών σχέσεων (με όλες τις καταστροφικές συνέπειες) ή τον νεόφερτο και δίχως ακόμα πείρα δρόμο της δημοκρατίας; Και το ερώτημα αυτό είναι κορυφαίο για ολόκληρη την κοινωνία και βεβαίως για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της κουλτούρας των νέων ανθρώπων.
Νιώθω την ανάγκη να τονίσω τη διαφορά μεταξύ της προσωπικής ελευθερίας και της δημοκρατίας. Η ανάγκη για προσωπική ελευθερία είναι εγγενής και γι’ αυτό ασίγαστη και ανίκητη. Αυτό σήμερα το γνωρίζουμε καλά. Η δημοκρατία έρχεται απ’ “έξω”, είναι κατασκευή του πολιτισμού μας, νεαρή και ακόμα εύθραυστη. Είναι, όμως, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα για να υπηρετηθεί η προσωπική ελευθερία. Γι’ αυτό και είναι ιερή και αναντικατάστατη. Το μπόλιασμα της εγγενούς ανάγκης με τον πολιτισμό που χτίζουμε δεν θα προκύψει ούτε αυτόματα ούτε εύκολα. Απαιτεί εκπαίδευση, την οποία στους νέους ανθρώπους μόνο το σχολείο σήμερα μπορεί να προσφέρει. Αυτό είναι το διακύβευμα. Αυτός είναι ο πιο σημαντικός παιδαγωγικός στόχος που καλείται το σχολείο να υπηρετήσει στη σημερινή εποχή: το πρόταγμα της προσωπικής ελευθερίας και η εκπαίδευση στις δημοκρατικές σχέσεις που την υποστηρίζουν. Αυτός ο στόχος δεν αφορά μόνο τις σχέσεις των συνομηλίκων. Αφορά κάθε τομέα της σχολικής ζωής, αφορά την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία, τις σχέσεις εκπαιδευτικών και μαθητών. Αλλά σ’ αυτό το κείμενο περιορίζομαι στις σχέσεις των συνομηλίκων.
Για το νόημα της προσωπικής ελευθερίας και τη σημασία της δημοκρατίας στην υπεράσπισή της δεν θα πείσουμε τους μαθητές μέσα από κατήχηση, ρητορείες και σχολικά μαθήματα, αλλά κυρίως μέσα από τη διαχείριση της πράξης και την επεξεργασία του βιώματος των σχέσεων μέσα στα πραγματικά συμβάντα της συλλογικής ζωής τους μέσα στο σχολείο.
Είναι σε θέση το σημερινό σχολείο, οι σημερινοί εκπαιδευτικοί να υπηρετήσουν έναν τέτοιο παιδαγωγικό στόχο, που απαιτεί αλλαγή της νοοτροπίας τους και της κουλτούρας του σχολείου; Απλά και καθαρά ΟΧΙ. Και εδώ είναι η μεγαλύτερη δυσκολία: εμείς οι εκπαιδευτικοί. Αλλά όμως, είναι ζωτική ανάγκη να βαδίσουμε προς αυτόν τον στόχο.
Η εμπειρία μου από την υλοποίηση τέτοιων οργανωμένων προσπαθειών σε όλες τις βαθμίδες –από το νηπιαγωγείο μέχρι το γυμνάσιο- είναι ότι οι μαθητές είναι πολύ δεκτικοί σ’ αυτή την εκπαίδευση. Και όχι απλά δεκτικοί. Το βίωμα της δημοκρατίας στις σχέσεις τους, τους ικανοποιεί και τους πείθει. Ενισχύει την ομάδα, δυναμώνει το «μαζί», υποστηρίζει τον εαυτό. Το πρόταγμα της προσωπικής ελευθερίας ατομικά και συλλογικά, καθώς και της ευθύνης για την υπεράσπισή της τους εμπνέει. Και μπορεί, ίσως, να είναι ένα ισχυρό θετικό αντίβαρο για τους εκπαιδευτικούς στη δύσκολη προσπάθεια για την αλλαγή του σχολείου προς αυτό τον παιδαγωγικό στόχο.