Κανονικά, το θέμα δεν θα έπρεπε καν να υφίσταται. Ο δολοφόνος μπορεί να γυρίσει στον τόπο του εγκλήματος, αλλά μόνο πριν συλληφθεί (μετά πάει στην αναπαράσταση, αλλά με χειροπέδες). Η πολιτική μοιάζει ο μόνος χώρος στον οποίο, όποιος έχει κάνει αποδεδειγμένα κακό, όχι μόνο ζητά μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά θεωρεί και ότι τη δικαιούται.
Το προβληματικό, από κάθε άποψη, ζευγάρι Ιταλίας – Μπερλουσκόνι, έχει βέβαια τεράστιες ιδιοτυπίες, δεν συνιστά όμως τη μοναδική περίπτωση που ένας εντελώς αποτυχημένος «ηγέτης» απειλεί, αφού λίγο ξαπόστασε, να ξανασώσει τη χώρα του. Για τον Ιταλό μεγιστάνα, που πέρασε στην πολιτική για να παραμείνει μεγιστάνας, αν η απειλή αυτών των ημερών γίνει πραγματικότητα, δεν θα είναι η πρώτη αλλά η τρίτη (μετά τις δύο ήττες από τον Πρόντι) επανάκαμψη. Σε καμία άλλη χώρα δεν είχαμε τέτοια σύμμειξη του ιδιωτικού με το δημόσιο, του γελοίου με το επίσημο και της ανυπαρξίας έργου με την προπαγάνδα περί το πρόσωπο. Και μόνο ότι ξανασκέφτεται να ξαναδιεκδικήσει την εξουσία ο άνθρωπος που έφερε την Ιταλία, μια μεγάλη και πλούσια με την αξία της χώρα, εκεί που την έφερε, είναι ύβρις. Και μην βιαστούμε να την φορτώσουμε, και αυτή, στην κρίση. Η κρίση θα έπρεπε να είναι το πιο τρανταχτό και αυτονόητο επιχείρημα εναντίον της πιθανότητας να έχει μια ακόμα ευκαιρία κάποιος, που όχι μόνο παρέδωσε τη χώρα του σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι την παρέλαβε, αλλά και όλοι το γνωρίζουν αυτό.
Υπάρχει μάλλον κάτι πιο βαθύ σε τέτοιου είδους σχέδια, που συνδέεται με την κατάσταση της Δημοκρατίας, αλλά και της Πολιτικής, σήμερα. Μιας Δημοκρατίας της «εικόνας», δηλαδή της μη σκέψης, της συνειδητής αναγωγής στα χαμηλά ένστικτα, δηλαδή του λαϊκισμού, της διάλυσης της συλλογικότητας στο όνομα της «ελευθερίας», δηλαδή της αλλοίωσης του νοήματός της. Ο Μπερλουσκόνι έκανε τέχνη, αποτρόπαια τέχνη, όλα τα παραπάνω, δεν τα εφηύρε όμως. Ούτε εφηύρε, και πάντως δεν εφάρμοσε μόνος αυτός, μια Πολιτική που «επικοινωνεί» τα προβλήματα αντί να τα λύνει, που «απλοποιεί» τα ζητήματα για να τα καταλαβαίνει ο «λαός», που κάνει κάποιον, άτομο ή κόμμα, να αλλάζει αρχές και θέσεις ανάλογα με το αν βρίσκεται στην εξουσία ή στην αντιπολίτευση, αν μιλά στους ιθαγενείς ή στους ξένους. Ακόμα κι αν δεν τολμήσει, όπως είναι πιθανότερο, να ξανακατέβει στην αρένα (γιατί και ένας ξεκομμένος από την πραγματικότητα πολιτικός δεν θέλει να χάνει, γιατί και ένας αποχαυνωμένος από τέτοιους πολιτικούς λαός αισθάνεται ποιο όριο δεν μπορεί να περάσει), και μόνο με το που άφησε να μιλούν για μια νέα υποψηφιότητά του, μπορεί να έκανε ένα έμμεσο δώρο στην πατρίδα του: τη συνειδητοποίηση, ακριβώς, των ορίων της.
Και μη βιαστείτε να πείτε ότι κάτι τέτοιες προθέσεις μόνο στην Ιταλία εκδηλώνονται. Το «ούνα φάτσα…» ισχύει σχεδόν για όλα.