Η ??μαζική έλευση στην Ευρώπη προσφύγων κυρίως από τη Συρία και μαζί μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα από διάφορες χώρες, μέσω Τουρκίας, με βασική πύλη εισόδου τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, δεν επηρεάζει έντονα μόνο τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την εσωτερική πολιτική κατάσταση σε όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δεν θέτει σε δοκιμασία μόνο τη Συνθήκη Σένγκεν και τους κανόνες του Δουβλίνου. Αναδεικνύει τα όρια και τις ανεπάρκειες της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας της Ευρώπης. Οχι μόνο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας και της Κοινής Πολιτικής Ασφαλείας και Αμυνας αλλά και των αντίστοιχων εθνικών πολιτικών των κρατών-μελών, πρωτίστως αυτών που λόγω μεγέθους, ιστορικών σχέσεων με κρίσιμες περιοχές, της θεσμικής τους ιδιότητας ως μόνιμων μελών του Σ.Α. του ΟΗΕ ή της διαθεσιμότητάς τους να αναλάβουν στρατιωτική δράση διαδραματίζουν σημαντικό διεθνή ρόλο.
Η προσφυγική κρίση ως ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική δοκιμασία που συνδέεται με θεμελιώδη ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας είναι πλέον εμφανές ότι επιταχύνει πιο σοβαρές και πρακτικές πρωτοβουλίες σε σχέση με τη Συρία. Αυτό δείχνει η τελευταία απόφαση του Σ.Α. Το ίδιο ισχύει –τηρουμένων των αναλογιών– και ως προς τη Λιβύη.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η προσφυγική κρίση αναδεικνύει τη σημασία των ελληνικών συνόρων ως εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. με όλα όσα αυτό συνεπάγεται. Η ικανότητα και η επάρκεια του ελληνικού κρατικού μηχανισμού να φυλάξει τα εθνικά σύνορα ως ευρωπαϊκά κρίνεται από τα άλλα κράτη-μέλη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς από μια πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία: Από πλευράς αστυνομικής, καθώς αστυνομικού χαρακτήρα είναι οι αρμοδιότητες της συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής των κρατών-μελών που συνδέονται με τις αρμοδιότητες της Ε.Ε. στο πλαίσιο των άρθρων 77 και 79 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε.
Ειδικότερα δε, από την άποψη της γρήγορης και αποτελεσματικής καταγραφής, ταυτοποίησης και προσωρινής φιλοξενίας όσων δικαιούνται το status του πρόσφυγα και της προώθησής τους στις χώρες που αναλαμβάνουν την οριστική φιλοξενία τους.
Προηγείται βέβαια η ανάδειξη του ρόλου της Τουρκίας τόσο ως προς τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών κυμάτων όσο και ως προς τη διεθνή αντιμετώπιση της κατάστασης στη Συρία. Η σχέση Ε.Ε.-Τουρκίας απέκτησε πρακτική κρισιμότητα τέτοια που υπερβαίνει κατά πολύ τη θεσμική σχέση της Ε.Ε. με μία υποψήφια προς ένταξη χώρα. Μόνο που η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και ευρύτερα οι σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας ήταν πάντα και είναι για την Ελλάδα και την Κύπρο ζήτημα και πιο συγκεκριμένο και ευρύτερο από την πολιτική διεύρυνσης της Ε.Ε. και γενικότερα την ευρωπαϊκή πολιτική. Ηταν και είναι ζήτημα αναγόμενο στον σκληρό πυρήνα των εθνικών μας θεμάτων, των μειζόνων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας.
Η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας όπως και κάθε άλλης υποψήφιας προς ένταξη χώρας εξαρτάται από τη στάση όλων των κρατών-μελών λόγω του διακυβερνητικού χαρακτήρα της διαδικασίας. Από την άποψη αυτή η προσφυγική κρίση και ο ιδιαίτερος ρόλος της Τουρκίας ούτε μεταβάλλουν το θεσμικό πλαίσιο της ενταξιακής πορείας, ούτε μειώνουν τις λεγόμενες κυπρογενείς υποχρεώσεις της. Η προσφυγική παράμετρος όμως έχει εντείνει τις πολιτικές επαφές Ε.Ε.-Τουρκίας και τη συνεργασία στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας και επηρεάζει τη γενική ισορροπία των ευρωτουρκικών σχέσεων που ακολουθεί τους ρυθμούς της λεγόμενης μακράς διαρκείας στον ιστορικό χρόνο. Η αλήθεια πάντως είναι ότι η Ε.Ε. δεν μπόρεσε ούτε να εγκαταστήσει τα κέντρα ταυτοποίησης σε τουρκικό έδαφος, ούτε να ενεργοποιήσει πραγματικά τη συμφωνία επανεισδοχής, δεν έθεσε δε καν το ζήτημα των πλωτών κέντρων.
Από τη σκοπιά συνεπώς των ελληνικών εθνικών θεμάτων η ευρωπαϊκή διαχείριση της προσφυγικής κρίσης συνδέεται:
• Με το Κυπριακό για το οποίο καθοριστικός παράγων ήταν και είναι πάντα η Τουρκία.
• Με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
• Με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στον βαθμό που αυτή ενδιαφέρει την Τουρκία και –κάτι πολύ πιο κρίσιμο– με το πολιτικό πλαίσιο της ευρύτερης σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας.
Συνδέεται επίσης και με τις σχέσεις Ε.Ε.-ΠΓΔΜ, συνεπώς και με τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ, εφόσον η χώρα αυτή αποτελεί τμήμα της χερσαίας διαδρομής προσφύγων που καταγράφονται και ταυτοποιούνται στην Ελλάδα και μεταβαίνουν σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. προς φιλοξενία γιατί έχουν κατανεμηθεί σε αυτά. Η προσφυγική κρίση δεν αλλάζει τα δεδομένα που υπάρχουν ως προς το λεγόμενο ονοματολογικό, τις αποφάσεις του Σ.Α. και την αποστολή του κ. Νίμιτς. Είναι όμως ένα στοιχείο που πρέπει να το εντάξουμε στην ανάλυσή μας γύρω από τις παραμέτρους της περιφερειακής σταθερότητας και ασφάλειας στα Βαλκάνια (το πρόβλημα οξύνεται και δεν απομειώνεται) που μαζί με τον σεβασμό των αρχών και αξιών του ΝΑΤΟ προσδιορίζει τη στάση της χώρας μας ως προς την προοπτική ένταξης της ΠΓΔΜ στο πλαίσιο της πολιτικής των «ανοιχτών θυρών». Ως προς την πρόοδο της πορείας ένταξης στην Ε.Ε. οι περιοδικές εκθέσεις της Επιτροπής και τα συμπεράσματα του Συμβουλίου θέτουν πολλά και βαριά θέματα, που είναι ανεξάρτητα από το ονοματολογικό και δεν μεταβάλλονται από τη συγκυρία του προσφυγικού.
Μέσα σε αυτό το διεθνοπολιτικό πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν όλα τα επιμέρους τεχνικά ζητήματα που έχουν τη δική τους σημασία. Το πιο κρίσιμο από αυτά είναι η συμμετοχή ευρωπαϊκών μηχανισμών (από τον Frontex όπως υφίσταται μέχρι την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή, όπως προτείνεται με το τελευταίο σχέδιο Κανονισμού που παρουσίασε η Επιτροπή) στη φύλαξη των συνόρων των κρατών-μελών που είναι εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Είτε η συμμετοχή αυτή συνίσταται στην επικούρηση είτε την υποκατάσταση (!) των εθνικών μηχανισμών. Είτε ερμηνεύσει κάποιος με διασταλτικό είτε με συστατικό τρόπο τα άρθρα 77 και 79 της ΣΛΕΕ. Τα ζητήματα αυτά που ανάγονται στην κυριαρχία των κρατών-μελών θα κριθούν μέσα από μια δύσκολη διαπραγμάτευση στο Συμβούλιο, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπό την πίεση της εξέλιξης της συγκυρίας ως προς το προσφυγικό τους μήνες που έρχονται. Σε κάθε, όμως, περίπτωση υπάρχουν θεμελιώδεις αρχές ιδιαίτερα σημαντικές για τη χώρα μας που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Πρώτη θεμελιώδης αρχή είναι ο καθορισμός των συνόρων των κρατών-μελών που θεωρούνται εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. και προστατεύονται ως τέτοια. Η Ευρωπαϊκή Ενωση οφείλει να αποδεχθεί την αντίληψη του αντίστοιχου κράτους-μέλους ως προς τα σύνορά του καθώς αυτό συνδέεται με τον πυρήνα της κυριαρχίας του κάθε κράτους-μέλους και με τον προσδιορισμό της επικρατείας του που είναι και επικράτεια επί της οποίας ισχύει η ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Από την άποψη αυτή η προστασία των ελληνικών θαλάσσιων συνόρων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ως εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., έστω αστυνομικά, δηλαδή σε επίπεδο συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής έχει ιδιαίτερη σημασία. Αρκεί αυτό να ισχύσει ως κανόνας και ως πρακτική.
Αυτό αφορά όμως όχι μόνο τα σύνορα χερσαία και θαλάσσια, δηλαδή τη χωρική θάλασσα, προφανώς και τον εναέριο χώρο (που παρότι δεν είναι πρακτικά κρίσιμος για την είσοδο προσφύγων και μεταναστών έχει τη μεγάλη σημασία του), αλλά και τα κυριαρχικά δικαιώματα (θαλάσσιες ζώνες) και τις αρμοδιότητες που αναγνωρίζονται κατά το διεθνές δίκαιο (π.χ. FIR και SAR). Αυτό είναι εν προκειμένω κρίσιμο κυρίως για την αρμοδιότητα έρευνας και διάσωσης που ασκούν τα παράκτια κράτη, όπως η Ελλάδα. Είχα την ευκαιρία να αναφερθώ διεξοδικά στα ζητήματα αυτά σε πρόσφατη εκδήλωση του ΕΟΔΔ και των Πανεπιστημίων Αθηνών και Πελοποννήσου (Πολιτικές διαστάσεις του Δικαίου της Θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο – Η ελληνική θέση για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, 10.11.2015) 1.
Ο προσδιορισμός των ελληνικών θαλάσσιων, χερσαίων και εναερίων συνόρων, των ζωνών άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και του χώρου επί του οποίου ασκείται η ελληνική αρμοδιότητα για θέματα έρευνας και διάσωσης γίνεται από την Ελλάδα και πρέπει να γίνεται δεκτός από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Αυτός ο απλός κανόνας πρέπει να ισχύει και σε σχέση με το ευρωπαϊκό σύστημα επιτήρησης των θαλάσσιων συνόρων (ΕUROSUR), αλλά και σε σχέση με τον «Ενιαίο Ευρωπαϊκό Ουρανό» (SES).
Η πρόταση κανονισμού της Επιτροπής για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής πρέπει κατά τη γνώμη μου να αντιμετωπισθεί από τη χώρα μας σε αυτό το επίπεδο και με αυτό το θεμελιώδες κριτήριο. Αντί η Ελλάδα να καλείται να αποδείξει αν κινείται αποτελεσματικά ως προς την προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, πρέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση να αποδείξει με τις όποιες νέες ρυθμίσεις εισαχθούν ότι σέβεται και προστατεύει τα ελληνικά σύνορα, την ελληνική κυριαρχία, τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και τις ελληνικές διεθνείς αρμοδιότητες. Το πλαίσιο αυτό προσδιορίζει και τα ζητήματα συνεργασίας της Ε.Ε. με τρίτες χώρες (όπως η Τουρκία ή η ΠΓΔΜ), καθώς η συνεργασία αυτή σε κάθε περίπτωση πρέπει να σέβεται επίσης την κυριαρχία, τα κυριαρχικά δικαιώματα και τις διεθνείς αρμοδιότητες των συνοριακών κρατών-μελών, άρα στην περίπτωσή μας της Ελλάδας.