Τα φαινόμενα - αυτές οι αλλαγές που καθιστούν την πραγματικότητα ορατή - συνήθως οδηγούν τα βήματα των παρατηρητών τους σε κινήσεις που (με κάποιο τρόπο) θεωρείται ότι μπορούν να συμβάλλουν στην επιβίωση ατόμων και κοινοτήτων. Ειδικότερα, τα μέλη μιας κοινότητας που είναι επιφορτισμένα με τη διαχείριση των πολιτικών που θα βοηθήσουν την κοινότητα να κάνει στέρεα βήματα εξέλιξης, οφείλουν να παρακολουθούν τις αλλαγές, να συλλέγουν και να επεξεργάζονται τα δεδομένα που προκύπτουν, και φυσικά να τα αξιοποιούν προς όφελος της ίδιας της κοινότητας και ατομικά των μελών της με μια λογική ελευθερίας. Έτσι (πρέπει να) γίνεται και στο χώρο της εκπαίδευσης, αυτόν τον κύριο μηχανισμό του κράτους - ιδεολογικό (Appareil ideologique d Etat) θα τον ονομάσει ο Louis Althusser - που οδηγεί τους νέους ανθρώπους στον σταδιακό τους (γνωστικό και γνωσιακό) μετασχηματισμό, ώστε να αποκτήσουν την νομιμότητα που ορίζεται για την ουσιαστική εμπλοκή τους με τα γενικότερα ζητήματα της όλης κοινότητας.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει! Πώς αλλιώς μπορεί να αιτιολογηθεί το γεγονός ότι, ενώ τα δεδομένα αποκαλύπτουν αφενός μια κατάσταση διχασμού που επαναλαμβάνεται, όπως φαίνεται στην εικόνα 1, και αφετέρου μια διαχρονική κατάσταση πτώσης, όπως φαίνεται στην εικόνα 2, το φαινόμενο είτε δεν γίνεται αντιληπτό, ή σκόπιμα(;) παραβλέπεται;
[Σημείωση: Στην εικόνα 1 αποτυπώνεται η κατανομή των επιδόσεων των μαθητών και μαθητριών στην Ελλάδα, που συμμετείχαν στις Πανελλήνιες Εξετάσεις κατά τη διάρκεια μιας εξαετίας (2010 - 2015) στη Φυσική, στη Θετική Κατεύθυνση, ενώ στην εικόνα 2 αποτυπώνεται η πορεία και η μέση γραμμή της εξέλιξης των πληθυσμών του μαθητικού δυναμικού που έχει επιδόσεις κάτω από το σημείο που διχάζει τις κατανομές επιδόσεων στις Πανελλήνιες Εξετάσεις στη Φυσική, επίσης στη Θετική Κατεύθυνση, κατά την προαναφερθείσα εξαετία.]
Η αναφορά στις επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών της Ελλάδας στο PISA, που γίνεται από αρθρογράφους, είναι μια ένδειξη ότι κάτι πρέπει να συμβαίνει στο Σχολικό Εκπαιδευτικό Σύστημα στην Ελλάδα. Κάτι, που «είτε δεν γίνεται αντιληπτό, ή σκόπιμα(;) παραβλέπεται»! Η εικόνες είναι ανάλογες με αυτές των επιδόσεων μαθητών και μαθητριών της Ελλάδας στις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Η εικόνα που αναδύεται στο ένα, στο PISA, μπορεί να προβλεφτεί από τις κατανομές επιδόσεων στο άλλο, στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, όπως έχει ήδη υποστηριχθεί σε προηγούμενο άρθρο στο metarithmisi.gr. Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει όντως πρόβλημα, ένα εγγενές πρόβλημα, στο σχολικό Εκπαιδευτικό Σύστημα και φαίνεται ότι το γενικότερο και σε επίπεδο θεμελίων πλέον πρόβλημα «είτε δεν γίνεται αντιληπτό, ή σκόπιμα(;) παραβλέπεται»!
Στην περίπτωση των επιδόσεων στο PISA, η δημοσιοποίηση των εικόνων (και όχι μόνον) δεν επιτρέπει ούτε να κρυφτεί, ούτε να εξωραϊστεί η αποκαλυπτόμενη κατάσταση. Αυτό, με τη σειρά του, επιτρέπει πολλούς συνανθρώπους μας να προβληματίζονται για τους λόγους που θεωρούν ότι ευθύνονται για την εμφανιζόμενη κατάσταση και φυσικά να προτείνουν τρόπους διόρθωσης της πορείας, εμπλουτίζοντας της συλλογική σκέψη της κοινότητας στην οποία απευθύνονται. Δεν θα πρέπει να μας διαφύγει ότι τα περισσότερα από αυτά δεν προέρχεται από τις κρατικές διαχειριστικές δομές! Από την άλλη μεριά, όμως, φαίνεται πως οι προτάσεις δεν συνδέονται με την αντίληψη του μεγέθους του προβλήματος στο σχολικό Σύστημα, αφού συνήθως οι προτάσεις αυτές αναφέρονται στα γνωστικά αντικείμενα όπου εμφανίζονται τα αποτελέσματα της προβληματικής κατάστασης.
Πριν προχωρήσουμε, ας μείνουμε σε κάποια κύρια χαρακτηριστικά των δυο διαδικασιών διερεύνησης των γνώσεων των μαθητών και μαθητριών της Ελλάδας: Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις είναι συνδεμένες με μια δωδεκαετή πορεία μαθητών σε σχολικές αίθουσες, όπου με κυρίαρχη την θέση του δασκάλου σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα «διδάσκονται με έναν τυποποιημένο, βιομηχανικό τρόπο». Η διαδικασία μάθησης είναι ένα κεντρικά επιβαλλόμενο, γραφειοκρατικό σύστημα, στο οποίο εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει προστεθεί ακόμη ένας εξωτερικός σε σχέση με το σχολείο παράγοντας, ο οποίος έχει ήδη καταστεί επικυρίαρχος στο σύστημα. Με τη συμβολή αυτών των παραγόντων το «σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται σε κανένα μαθησιακό πρότυπο, ούτε στοχεύει σε τίποτε περισσότερο από υψηλές επιδόσεις στα διαγωνίσματα», όπως πολύ ορθά σημειώνει, σε άρθρο του στον Φιλελεύθερο, ο Paul Boyce. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του σχολείου θεωρείται από το μεγαλύτερο, πλέον, μέρος της κοινότητας η αποστήθιση!
Η άλλη διαδικασία διερεύνησης των γνώσεων το PISA, όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του, κύριο στόχο έχει την «αξιολόγηση του εύρους των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών που βρίσκονται στο τέλος της Υποχρεωτικής τους Εκπαίδευσης, βάσει των οποίων διαμορφώνεται, σε σημαντικό βαθμό, η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή τους στις σύγχρονα δομημένες κοινωνίες». Ανάμεσα σε αυτά που αξιολογεί το πρόγραμμα αναφέρονται η «βασική κατανομή των γνωστικών ικανοτήτων και των δεξιοτήτων των συμμετεχόντων» και ο βαθμός στο οποίο «οι ικανότητες και οι δεξιότητες των μαθητών σχετίζονται με τις δημογραφικές, τις κοινωνικές, τις οικονομικές και - βεβαίως - τις εκπαιδευτικές μεταβλητές». Ακόμη αποκαλύπτει «τη συνάφεια μεταξύ επιπέδου των μαθητών και των διαφορετικών τύπων ή μεταβλητών του μαθησιακού περιβάλλοντός τους» και «αποτιμά πόσο καλά προετοιμασμένοι είναι οι μαθητές, προκειμένου να αντιμετωπίζουν ζητήματα της καθημερινής τους ζωής». Μετράει, το κατά πόσο μαθητές και μαθήτριες έχουν βοηθηθεί από το σχολικό Σύστημα να μεταπλαισιώνουν ότι μαθαίνουν στο πλαίσιό του, σε ένα άλλο, διαφορετικό πλαίσιο που θα συναντήσουν, για να μπορούν «να συμμετέχουν με πληρότητα και ισοτιμία στην πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή του τόπου τους».
Δύο διαφορετικά χαρακτηριστικά στις δυο διαδικασίες διερεύνησης γνώσεων, η αποστήθιση και η μεταπλαισίωση, ελέγχονται και αυτό που αποτυπώνεται είναι η αποτυχία και στα δυο. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να διερευνήσουμε τον παράγοντα εκείνον που έχει καταστεί ο επικυρίαρχος στο Σύστημα και πολύ πιθανό να έχει αναδυθεί ήδη στη σκέψη όλων. Για να γίνει μια προσπάθεια να φωτίσουμε τι είναι αυτό που επηρεάζει το σχολικό Σύστημα έτσι ώστε να αποτυγχάνει και στην αποστήθιση και στην μεταπλαισίωση. Αυτό, δηλαδή, που καθιστά το πρόβλημα γενικό και εγγενές στο Σύστημα.