Η φτώχεια όπως και ο πλούτος είναι έννοιες σχετικές. Νοούνται δηλαδή σε σύγκριση με το βαθμό ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών, ο οποίος όμως διαφέρει ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο, όπως εξάλλου και το περιεχόμενο των αναγκών.
Με άλλα λόγια, ο βαθμός ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών και οι ίδιες οι ανάγκες προσδιορίζονται πολύ διαφορετικά όταν πρόκειται για τη σημερινή εποχή ή για τη δεκαετία του ?50, ή αν πρόκειται για μια ευρωπαϊκή χώρα ή για μια χώρα της υποσαχάριας Αφρικής.
Η φτώχεια και ο πλούτος μπορεί να μετρηθουν ως απόκλιση από το μέσο βιοτικό επίπεδο είτε προς τα κάτω (φτώχεια) είτε προς τα επάνω (πλούτος). Προφανώς, και η φτώχεια και ο πλούτος δεν συνδέονται μόνο με το επίπεδο των εισοδημάτων κάθε ατόμου ή κάθε οικογένειας, αλλά και με την κατοχή περιουσιακών στοιχείων με τη μορφή χρήματος (μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις κ.λπ.), ή/και με τη μορφή ακίνητης ή κινητής ιδιοκτησίας (οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη κ.λπ.).
Ηχώρα μας βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και η φτώχεια κυριαρχούσε. Με σκληρές προσπάθειες, βοηθούσης και της μετανάστευσης, από τις αρχές της δεκαετίας του ?70 άρχισε να δημιουργείται μια ολοένα και περισσότερο εύρωστη μεσαία εισοδηματική τάξη, καθώς όλο και περισσότερα άτομα και οικογένειες άρχισαν να ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες τους, ξεφεύγοντας από τη φτώχεια.
Αρχισαν να αποκτούν καλύτερες συνθήκες στέγασης, διατροφής, να έχουν πρόσβαση σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά και ιδιωτικά αυτοκίνητα, να καλύπτουν τις εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές τους ανάγκες κ.λπ. Στη δεκαετία του ?80 στην Ελλάδα το τμήμα αυτό του πληθυσμού διευρύνθηκε λόγω της εφαρμοζόμενης χαλαρής οικονομικής πολιτικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος της καταναλωτικής ευημερίας δεν ανταποκρινόταν στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, αλλά στηριζόταν στο δανεισμό και σε εισροές από την τότε ΕΟΚ.
Ηεξέλιξη αυτή, με τη συνδρομή των άφθονων ευρωπαϊκών πόρων, συνεχίστηκε και τη δεκαετία του ?90 σε μικρότερο όμως βαθμό, καθώς ασκήθηκε περιοριστική δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική, επειδή η ελληνική οικονομία προετοιμαζόταν για την ένταξη στην Ευρωζώνη. Στη δεκαετία του 2000 μέχρι και το 2008-2009 η καταναλωτική ευμάρεια διαχύθηκε και περιέλαβε ακόμη και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, κυρίως λόγω της δυνατότητας δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού με εύκολο και φθηνό χρήμα, χάρη στην ένταξη της χώρας μας στην Ευρωζώνη.
Στην περίοδο αυτή μέρος του πληθυσμού «ξέφυγε» από το μέσο όρο και γνώρισε ακόμη και την «απόλαυση» του πλουτισμού, ενώ δυστυχώς η παραγωγική βάση συρρικνωνόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση των εισαγωγών, τη δημιουργία ελλειμμάτων και τη συσσώρευση χρεών.
Οταν ήρθε η κρίση του 2009 και η επιβαλλόμενη από τους δανειστές μας προσαρμογή, η πορεία προς την καταναλωτική ευημερία μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας διεκόπη απότομα. Οσο μεγαλύτερη ήταν η ευμάρεια των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων στην προηγούμενη περίοδο τόσο και η προσαρμογή ήταν και συνεχίζει να είναι περισσότερο επώδυνη. Το χειρότερο όμως είναι ότι η συνεχιζόμενη «προσαρμογή» περιλαμβάνει όχι μόνο όσους μπόρεσαν να περάσουν από τη φτώχεια στη σχετική ευμάρεια και ίσως και στον πλούτο, αλλά και αυτούς που παρέμειναν φτωχοί. Σήμερα, οι σχετικά φτωχοί της προηγούμενης περιόδου γίνονται πλέον απόλυτα φτωχοί και σ? αυτούς, λόγω κυρίως των περικοπών μισθών και συντάξεων, της διόγκωσης της ανεργίας και της απαξίωσης όλων των περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων, μετοχών, ομολόγων κ.λπ.), εντάσσονται όλο και μεγαλύτερα τμήματα των μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων*.
(*) Δ. Μπαλούρδος, Μ. Πετράκη (επιμ.) «Νέα φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός», εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 2012