Τελευταία διαπιστώνω γύρω μου την κόπωση των φίλων από την ακατάσχετη πολιτικολογία, που συχνά θυμίζει ποδοσφαιρικό κουτσομπολιό. Είναι αλήθεια πως όσες διαπιστώσεις μπορούσαν να γίνουν έχουν γίνει, και πως οι συνεχείς ενημερώσεις για τα κατορθώματα της κυβέρνησης , όπως το τελευταίο με την «παρατράπεζα» του Βαρουφάκη, απλώς επιβεβαιώνουν αυτό που ψιθυρίζαμε τον Ιανουάριο, και βροντοφωνάζουμε μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος: πως έχουμε να κάνουμε με μια κατά βάσιν ανίκανη και ιδεοληπτική ομάδα ανθρώπων, η οποία ενεπλέχθη εκούσια σε εύηχους σχεδιασμούς , γινόμενη έρμαιο φονταμενταλιστών , επιπόλαιων και κερδοσκόπων, όλων αυτών δηλαδή που συνολικά ονομάζουμε «λόμπι της δραχμής». Έτσι με το προηγούμενο μου κείμενο στην φιλόξενη Μ, ξεκίνησα να αναφέρομαι σε πιο χειροπιαστές δράσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν την μελλοντική μας πρόοδο. Σήμερα λοιπόν θα ήθελα να αναφερθώ σε μια ιδέα που ομολογουμένως καλάρεσε και στον Βαρουφάκη, στην έκδοση ειδικής πιστωτικής/χρεωστικής κάρτας αποκλειστικά γα την ρύθμιση εμπορικών οφειλών, όπως και στην αποκλειστική χρήση πλαστικού χρήματος για συναλλαγές πάνω από 49 Ευρώ.
Το σημερινό καθεστώς πίστωσης και εξόφλησης υπολοίπων μεταξύ επιχειρήσεων, πέραν της ραγδαίας συρρίκνωσής του και της αβεβαιότητας που το διακρίνει, είναι και παράνομο, καθώς οι μεταχρονολογημένες επιταγές δεν προβλέπονται από το δίκαιο. Ως γνωστόν, οι επιταγές είμαι μέσο εξόφλησης, και για αυτό η μη πληρωμή τους αποτελεί ποινικό αδίκημα. Εκείνο που είναι μέσο πίστωσης είναι οι συναλλαγματικές, και δυστυχώς οι τράπεζες δεν έχουν προβεί στην έκδοση ανάλογων καρνέ, κίνηση που θα επανέφερε τη νομιμότητα, αλλά θα πρόσθετε σ’αυτές νέες υποχρεώσεις. Αντί μιας τέτοιας ρύθμισης, η οποία ελάχιστα θα διαφοροποιούσε την τρέχουσα κατάσταση στις πληρωμές, θα μπορούσαν οι εν Ελλάδι λειτουργούσες τράπεζες να υποχρεωθούν να εκδώσουν ειδικές πιστωτικές κάρτες για το σύνολο των πελατών τους που διαθέτουν λογαριασμό όψεως. Ούτως ή άλλως οι επιχειρήσεις υποχρεώνονται να υποβάλλουν τακτικά πλήθος δικαιολογητικών, τα οποία πιστοποιούν την θεωρητική δυνατότητα τους να εξοφλήσουν τις επιταγές που εκδίδουν. Με τα ίδια δικαιολογητικά οι τράπεζες θα μπορούσαν να εκδώσουν τις αναγκαίες πιστωτικές κάρτες, με μια σημαντικότατη-για την ασφάλεια των συναλλαγών- θετική διαφορά : στην κάρτα υπάρχει πάντα ένα όριο, ενώ στην επιταγή ή τη συναλλαγματική ποτέ.
Οι κάρτες αυτές, για περιορισμό του κόστους έκδοσης τους, θα μπορούσαν να δοθούν ακόμη και χωρίς την συνεργασία των γνωστών εταιριών (visa, mastercard κοκ), αφού η χρήση τους θα περιοριζόταν στην ημεδαπή. Θα προσέφεραν στους προμηθευτές τη δυνατότητα να παρέχουν πολύτιμη χρονική πίστωση, μέσω έντοκων ή άτοκων δόσεων, ενώ ταυτόχρονα θα είχαν άμεσα στη διάθεση τους τα οφειλόμενα ποσά (φυσικά μείον τους προβλεπόμενους τόκους και έξοδα), ή αλλιώς θα μπορούσαν με άνεση να κάνουν την επιλογή του factoring, επιλογή εντελώς ασύμφορη για μικρά υπόλοιπα, με τα σημερινά δεδομένα. Οι τράπεζες ίσως θα έφερναν αντιρρήσεις, με κύριο ισχυρισμό το ζήτημα της ασφάλισης των υπολοίπων. Αυτός όμως ο σκόπελος θα μπορούσε να ξεπεραστεί με την συνδρομή του Ταμείου Επιχειρηματικότητας, από κοινού με ευρωπαϊκά κεφάλαια. Η δε διαχείριση των επιταγών μέσω του «ΔΙΑΣ» είναι σαφώς πολυπλοκότερη από εκείνη του προτεινομένου συστήματος. Τέλος, όσο για το πιστωτικό όριο , αυτό θα εξαρτάτο από την κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων, με τις πιο μικρές να υιοθετούν κάποια λύση παρόμοια με τις prepaid cards.
Η υιοθέτηση αυτού του μέσου θα σήμαινε την άμεσα είσπραξη από το Δημόσιο όλου του αναλογούντος ΦΠΑ, ο οποίος στην συνέχεια θα μπορούσε να μειωθεί, προκαλώντας μεγάλο θετικό αντίκτυπο σε όλη την οικονομία. Και πέραν αυτού, τα εικονικά τιμολόγια θα ήταν κι αυτά παρελθόν, πράγμα που θα διευκόλυνε αφάνταστα τους εξαγωγείς και θα μείωνε τις τιμές των οπωροκηπευτικών, χώρος όπου γίνεται όργιο υπερτιμολογήσεων. Κι αν το μέτρο επεκτεινόταν και στις ιδιωτικές συναλλαγές ως 49 €, τότε θα αυξάνονταν και τα δηλωνόμενα εισοδήματα όλων εκείνων των ελεύθερων επαγγελματιών που φοροδιαφεύγουν συστηματικά, ενώ θα περιοριζόταν επίσης η διαφθορά, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ακόμη και η παράνομη μετανάστευση. Και το πράγμα μπορεί να πάει ακόμη πιο πέρα, με υποχρεωτική καταβολή της μικτής μισθοδοσίας σε τραπεζικό λογαριασμό του εργαζομένου, και με ολοκλήρωση συμβολαιογραφικών μεταβιβάσεων μέσω τραπεζικών λογαριασμών.
Αφού όμως είναι τόσο πια ευεργετικό αυτό το μέτρο, για ποιον λόγο δεν υιοθετείται από την πολιτεία? Λίγο η τραπεζική γκρίνια, λίγο οι επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν τον ΦΠΑ ως αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης, λίγο οι εφοριακοί που θα χάσουν το κατιτίς τους, λίγο η εκκλησιά που βλέπει μείωση εσόδων, λίγο κάποιοι καλοπροαίρετοι που παραανησυχούν για την ανθρώπινη ιδιωτικότητα, λίγο οι ενώσεις γιατρών-δικηγόρων κλπ, και κυρίως η νοοτροπία «στην Ελλάδα αυτά δεν γίνονται» συμμαχούν, και εμποδίζουν την πρόοδο μιας λύσης η οποία θα κάνει την αγορά δικαιότερη, το κράτος αποτελεσματικότερο, και την καταναλωτική δύναμη όλων μας μεγαλύτερη. Κι έτσι, αντί να μειώνουμε τους ήδη δυσβάσταχτους φόρους, τους αυξάνουμε, ελπίζοντας πως οι μονίμως συνεπείς θα συνεχίσουν να πληρώνουν, και αδιαφορώντας ταυτόχρονα για το ότι οι μονίμως μπαταχτσήδες θα αυξήσουν τα κέρδη τους. Το υποζύγιο όμως έχει πια γονατίσει, βγάζει αφρούς το δύσμοιρο, κι όταν τελικά σκάσει, θα κλαίμε όλοι μαζί…