Πενήντα χρόνια κοντεύουν να περάσουν από την 21η Απριλίου του ’67, ενός γεγονότος ιδιαιτέρου ειδικού βάρους για τη συλλογική μνήμη παρά το γεγονός πως η δικτατορία αυτή δεν ήταν η μοναδική, ενώ και λίγοι πλέον είναι εκείνοι που έζησαν τα γεγονότα εκείνων των ημερών. Τηρουμένων των αναλογιών, δε θυμάμαι να ενδιαφερόταν σοβαρά κανείς για τη δικτατορία Μεταξά το 1986 , εκτός φυσικά των ιστορικών. Συχνά αναρωτιέμαι για τους λόγους που ωθούν τόσους έλληνες να ασχολούνται με αυτή την αναμφίβολα μαύρη επέτειο. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στους επαγγελματίες επαναστάτες και αντιστασιακούς, μα στην πλατιά μάζα, ειδικά στους νέους.
Το βασιλικό καθεστώς που ανετράπη σίγουρα δε θα χαρακτηριζόταν ως μια υγιής δυτική δημοκρατία, καθώς επικρατούσε μια κατάσταση σχετικής ελευθερίας, απότοκο του εμφυλιακού τραύματος και της πραγματικότητας του ψυχρού πολέμου. Η πιο αυταρχική χούντα ξαναμπουζούριασε τους αριστερούς, αλλά και πολλούς αστούς πολιτικούς και ανθρώπους του πνεύματος, γεγονός που συχνά παραβλέπεται. Κυβέρνησε λαϊκίστικα, χαρίζοντας αγροτικά δάνεια και αποθεώνοντας το Δομάζο και τον Παναθηναϊκό. Επιτάχυνε την εκτέλεση δρομολογημένων δημόσιων έργων, συνέχισε το οικονομικό πρόγραμμα Ζολώτα και ενθάρρυνε μεγάλες επενδύσεις στον τουρισμό και στη ναυτιλία, λυγίζοντας τυχόν κοινωνικές αντιδράσεις.
Ματαίωσε την ανεπανάληπτη πολιτιστική άνοιξη του ’60, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τα μπουζουξίδικα, τους δημοτικούς χορούς και τις αναπαραστάσεις αρχαίων μαχών. Η αισθητική της ήταν επιεικώς άθλια, μα άρεζε σε πολλούς. Αναβάθμισε στα λόγια την εκκλησία, της αφαίρεσε όμως σημαντική ακίνητη περιουσία. Στην εξωτερική της πολιτική προσπάθησε να τα έχει καλά και με τους άραβες, τους σοβιετικούς και τους δικτάτορες της υποσαχάριας Αφρικής. Δημιούργησε νέους διαπλεκόμενους και καλλιέργησε καινούργιες μορφές διαφθοράς, αφού πάταξε προηγουμένως τις παλιές. Άρχισε να χάνει τη μπάλα στα δημοσιονομικά μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του ‘73. Έβαψε τα χέρια της με αίμα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και στο Πολυτεχνείο, όταν απέδειξε πόσο ανόητα εμμονική ήταν στις δοξασίες της. Και στο τέλος έκανε αυτό για το οποίο της γύρισαν την πλάτη όλοι, ακόμη και οι διαπρύσιοι υποστηρικτές της, παραδίδοντας ηλιθιωδώς την μισή Κύπρο στους τούρκους εισβολείς.
Οι έλληνες πιστεύαμε-και συχνά ακόμη πιστεύουμε-πως η Κύπρος είναι δική μας, όπως άλλοτε επίσης μας δίδασκαν για την Κρήτη, για τη Μακεδονία, για την Πόλη, για τη Σμύρνη, για τη βόρειο Ήπειρο και για τα Δωδεκάνησα. Οι χουντικοί θεωρήθηκαν προδότες επειδή απώλεσαν «εθνικό» έδαφος όπως αυτό οριζόταν ως τότε από το εθνικό αφήγημα, εγκληματώντας σα τους Έξι εκτελεσθέντες για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η αντιδημοκρατική δράση των συνταγματαρχών σίγουρα ενόχλησε πολλούς, σίγουρα κατέστρεψε ζωές, όμως η κοινωνία μίσησε τους πραξικοπηματίες επειδή έβαλαν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της Μεγάλης Ιδέας, τον μύθο των «εθνικών δικαίων». Κι αυτό το τελευταίο ίσως είναι το χειρότερο κατάλοιπο της δικτατορίας του ’67, λόγω των επιπτώσεων του.
Η Τουρκία-μάλλον εν αγνοία της-το καλοκαίρι του 1974 μας έβαλε ένα θεαματικότατο γκολ. Με την ανοχή των συμμάχων μας, αμερικανών και βρετανών, διέκοψε οριστικά τις βλέψεις για εδαφική επέκταση της Ελλάδας, όπως αυτή είχε ξεκινήσει το 1821. Οι δυνάμεις που θεωρούνταν εταίροι και προστάτες μας φάνηκε πως μας είχαν γυρίσει την πλάτη, μας είχαν «πουλήσει», όπως είχαν τάχα κάνει και το ’22. «Γέλασαν» τον Ιωαννίδη και τον έσπρωξαν στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Τα τόσο βολικά υστερικά ξενοφοβικά σύνδρομα του μεσοπολέμου επέστρεψαν, και τώρα πια δε θα υπήρχε ούτε το παλάτι για να τα χαλιναγωγήσει. Αριστεροί και δεξιοί αντάμα έγιναν αντιαμερικανοί, και μόνο η είσοδός μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια μας διατήρησε με το ένα πόδι στον δυτικό κόσμο.
Από τότε όμως ξεκίνησε και η αγιοποίηση της εγχώριας «Αριστεράς», ενός συνονθυλεύματος ουτοπιστών ριζοσπαστών του Παρισινού Μάη, οι οποίοι έκτοτε επέβαλαν τα ανεφάρμοστα πρότυπα τους σε όλη την ελληνική κοινωνία, καθιερώνοντας το αδηφάγο κράτος, την απόλυτη κομματικοποίηση της διοίκησης, την αναξιοκρατία, τη διάλυση της μαχητικής ικανότητας του …ένοχου Στρατού Ξηράς, το σχετικισμό κατά την εφαρμογή των νόμων, το μίσος κατά του πλούτου και της επιχειρηματικότητας, το …λαϊκό δικαίωμα στις καταλήψεις και στους τραμπουκισμούς. Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της ιδεολογικής κυριαρχίας έχουν φανεί πεντακάθαρα αυτά τα έξι ατελείωτα χρόνια των Μνημονίων.
Εχθές ο Μητσοτάκης είπε κάτι μάλλον προφανές. Είπε πως στην Ελλάδα η ιστορική μήτρα της πολιτικής τρομοκρατίας είναι η «Αριστερά», παρά τη δεδομένη ανθρώπινη ποιότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελλήνων αριστερών. Το παράδοξο δεν είναι πως του επετέθησαν οι συνήθεις ύποπτοι εκ του υπογείου της Κουμουνδούρου. Το παράδοξο είναι πως ενοχλήθηκαν από αυτή την απλή διαπίστωση πολίτες αυτοπροσδιοριζόμενοι ως κεντρώοι ή και φιλελεύθεροι. Η εδώ πολιτική ορθότητα, η κατ’ ημάς κορεκτίλα, το σύγχρονο εργαλείο λογοκρισίας έχει επιβάλει έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης του παρελθόντος μας, έχει φορεθεί πάνω στην κοινή γνώμη σα ζουρλομανδύας. Τυχόν παρεκκλίσεις προκαλούν σοκ και απορρίπτονται δίχως σκέψη. Έλα μου όμως που δε θα μπορέσουμε ποτέ να λύσουμε τα προβλήματα του σήμερα αν δεν βάλουμε πρώτα σε τάξη το χθες, κι αυτό δε μπορεί να γίνει με μεροληπτική αποσιώπηση.
Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού του γεγονότος ας ξεκινήσουμε από αυτή την απλή παραδοχή · πως το μεγαλύτερο εθνικό κακό που μακροπρόθεσμα προκάλεσε η Χούντα δεν ήταν η απώλεια της Κύπρου «μας», μα η αναζωπύρωση της παλιάς διχόνοιας, η καθεστικοποίηση του λαϊκισμού, η επακόλουθη ανάδειξη μιας γενιάς ανερμάτιστων πολιτικάντηδων και-κυρίως-η δυσφήμιση της δυτικής κατεύθυνσης του έθνους. Κι από κει ας προχωρήσουμε…