Ξαφνικά είναι όλοι έκπληκτοι που ένας δημοσιογράφος, επικεφαλής μιας νέας πολιτικής κίνησης, παραμερίζει ορμητικά το παλιό, κατεστημένο πολιτικό σύστημα και αναδεικνύεται, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα γκάλοπ, σε τρίτη δύναμη. Οι περισσότεροι αν δεν τον αντιμετωπίζουν με απροκάλυπτο σνομπισμό, του προσάπτουν πως ότι λέει και ο τρόπος που τα λέει, δεν έχει σχέση με την πολιτική.
Τι προηγήθηκε αυτής, της υποτίθεται, έκπληξης; Τα χειρότερα χρόνια της μεταπολίτευσης, στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο, μια περίοδος που όλα ανατράπηκαν, κυριάρχησαν φαινόμενα πλήρους χρεοκοπίας και των δύο εταίρων του δικομματισμού, αναδείχθηκαν νέοι πρωταγωνιστές. Έχουν λοιπόν προηγηθεί κι άλλες εκπλήξεις, ακόμα και η οδυνηρή εκτόξευση του εγκληματικού μορφώματος παλαβωμένων νεοναζί.
Το «Ποτάμι» μοιάζει να έρχεται από κάπου αλλού. Από πού ακριβώς δεν το διευκρινίζει και φαίνεται ότι δεν χρειάζεται να το διευκρινίσει. Ποιος μίλησε κάποτε για «τα λεφτά (που) υπάρχουν»; Ποιος ανέπτυσσε με περισσή αυτοπεποίθηση τρία «Ζάπια» που έχουν έτοιμες τις λεωφόρους που θα μας βγάλουν από την μιζέρια; Ποιος σήμερα κιόλας, έχει προσχεδιάσει ένα νόμο, με ένα άρθρο για να επιστρέψουν στις τσέπες μας οι απώλειες των Μνημονίων;
Τι κάνανε όλοι αυτοί; Πούλησαν και πουλάνε ελπίδες. Το «Ποτάμι» δεν πουλάει ελπίδες, αυτοανακηρύσσεται το ίδιο ως ελπίδα. Γιατί όλα είναι πλασάρισμα. Ύφος, λόγος, στυλ, τελικά ρόλος. Είναι ο ρόλος της ελπίδας-όχι μονάχα το εμπόριό της. Το ζήτημα πια δεν είναι η απόκρυψη της πραγματικότητας, η κενολογία του πολιτικαντισμού, οι ψεύτικες υποσχέσεις. Είναι η σκηνοθεσία μια θεατρικής παράστασης με έναν μειλίχιο, περισπούδαστο, συμπαθή πρωταγωνιστή, που θέλει την κοινωνία να παίρνει το παιχνίδι πάνω της. Απευθύνεται στον ταπεινό μέτοχο αυτής της κοινωνίας που έχει έτοιμες τις λύσεις και περιμένει έναν Σταύρο για να τις αναδείξει. Ο Σταύρος δεν είναι ένας από αυτούς που μας έφεραν εδώ κάτω, είναι κάτι άλλο. Πριν απ’ όλα είναι ένας προσεκτικός ωτακουστής των καημών και της σοφίας του κόσμου. Το εγχώριο μελόδραμα δεν έχει μόνο την εκδοχή του Νίκου Ξανθόπουλου. Κάποιες φορές θέλει να είναι περισσότερο εκλεπτυσμένο, νεανικό, νεωτερικό κ.λ.π. Όλη η παράσταση θα μπορούσε να ενταχθεί στο είδος του θεάτρου του δρόμου, και να διασκέδαζε τις μελαγχολικές μας μέρες, αν δεν ήταν κάτι σοβαρότερο. Ο κλαυσίγελος της μεταπολιτευτικής μας αναπηρίας.
Όταν ξέσπασε η κρίση και το «παιχνίδι τέλειωσε» όπως μας χλεύασε κορυφαίος ευρωπαίος παράγοντας, ορισμένοι είχαν την ελπίδα για μια επανεκκίνηση που πριν απ’ όλα θα αποστρέφονταν το καρκίνωμα της μεταπολίτευσης, τον άκρατο λαϊκισμό που ξευτέλισε την ουσία της δημοκρατικής διαδρομής. Σήμερα ζούμε τους ολέθριους καρπούς αυτής της διάψευσης.
Οι προσπάθειες που έγιναν, είτε από την ΔΗΜΑΡ, είτε από τους «58» για έναν πολιτικό πόλο που θα επανακαθόριζε την κουλτούρα, της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, φαίνεται πως ακυρώνονται από τον κομφορμισμό του κομματικού πατριωτισμού και την αδυναμία συγκρότησης μιας πειστικής πρότασης διεξόδου από την κρίση. Μένει έτσι ένα κενό, το οποίο βέβαια δεν είναι χωροταξικό. Έχει σχέση με το πολιτικό περιεχόμενο και δεν αρκούν πια οι κοινότοπες διαπιστώσεις, έχουμε μάλλον χορτάσει από σχολιαστές και μας λείπουν δραματικά οι πολιτικοί. Γιατί αν δεν μιλήσουμε πάλι για πολιτική ένας Σταύρος με σακίδιο θα έχει πάντα την δυνατότητα να παραμερίζει τις κομματικές οχυρώσεις και να ταξιδεύει με ούριο άνεμο στην χώρα όπου η κάθε σύγχυση μπορεί να εκλαμβάνεται ως νέο και ανανεωτικό στοιχείο.